Αντικείμενα μιας άλλης εποχής... Η άγνωστη ιστορία του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης
08:38 - 03 Ιανουαρίου 2021

Μόλις πατήσεις το πόδι σου στην αυλή του μουσείου μεταφέρεσαι σε μία άλλη εποχή. Τα αντικείμενα που βρίσκει κανείς εκεί σε μεταφέρουν πίσω στην Κύπρο του 20ου αιώνα. Παλιές ταμπέλες, γραφομηχανές, τηλέφωνα, μπουκάλια, στολές, κονσέρβες, βάζα, ακόμη και αυτοκίνητα. Αυτά είναι, μεταξύ άλλων τι μπορεί να αντικρίσει κάποιος που θέλει να επισκεφτεί το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης «Νίκος Σταμάτης» στο Μάμμαρι. Βρίσκεται λίγο πιο μακριά από την εκκλησία του χωριού. Ήταν ένα κτήμα κενό, το οποίο τελικά μετατράπηκε σε Μουσείο. Κι αυτό έγινε τυχαία.
«Μάζευε πράγματα από τον καιρό που παντρευτήκαμε. Ήρθε η μέρα που θα παντρεύαμε ένα που τα παιδιά μας και η αυλή μας ήταν ασυγύριστη. Δεν μπορούσαμε να συγυρίσουμε από τα πράγματα που είχε. Εγώ με το Νίκο ήμασταν από την Παρασκευή ως τη Δευτέρα στην Αγία Νάπα. Με ρώτησαν οι γιοί μου “που να τα πάρουμε τουτά μάμα;”. Τους είπα να τα φέρουν στο χωράφι που έχουμε κοντά στην εκκλησία. Δεν του είπαμε τίποτε, αφού ήθελε να τα έχει μέσα στην αυλή για να τα βλέπει. Ώσπου να έρθουμε πίσω, καθάρισαν την αυλή και έφεραν όλα τα πράγματα εδώ. Μετά, ό,τι μάζευε, τα έφερνε εδώ», εξηγεί η γυναίκα του, Γιαννούλλα Σταμάτη.
Μας υποδέχτηκε στο Μουσείο, καθώς μετά το θάνατο του Νίκου Σταμάτη, το διαχειρίζεται η ίδια. Μας ξενάγησε στους χώρους του Μουσείου και μας διηγήθηκε την ιστορία του. Θυμήθηκε από πότε ξεκίνησε να μαζεύει ο σύζυγος της αντικείμενα, πώς κατάφερε να μαζέψει όλα όσα υπάρχουν στο Μουσείο σήμερα και δίνει τη δική της υπόσχεση.
«Το Μουσείο το δημιούργησε όπως το είχε στο μυαλό του. Με τα δύο του χέρια. Τον βοηθούσαν μέσα-μέσα και τα παιδιά μας. Αρχικά, ήταν μόνο δύο δωμάτια. Σιγά-σιγά μεγάλωνε και μαζεύτηκαν όλα τα πράγματα εδώ».
Ο Νίκος Σταμάτης αρχικά είχε μαγαζί στα κατεχόμενα, το οποίο έχασε το 1974, όταν έγινε η τουρκική εισβολή. Στη συνέχεια άνοιξε ένα μαγαζί στη Λαϊκή Γειτονία και μετά έγιναν δύο. Ξεκίνησε με σουβενίρ και μετά είχε παλιά αντικείμενα, τα οποία πωλούσε.
Ξεκίνησε να μαζεύει πράγματα, που είχαν σχέση με την παλιά κυπριακή παράδοση από πολύ νωρίς. Ασχολείτο με την ξυλογλυπτική και δημιουργούσε παλιά παράθυρα. Μάλιστα, ο ίδιος εκπροσωπούσε την Κύπρο σε διεθνή εκθέσεις τέχνης στην Γερμανία, έπειτα από πρόσκληση που έλαβε από τους υπεύθυνους.
«Μετά από δέκα χρόνια που πήγαινε στη Γερμανία σκέφτηκε “καλά στη Γερμανία κάμνουμε το. Στην Κύπρο εν χρειάζεται να το κάμουμε;”. Βρήκε γύρω στους 60-70 παλιούς τεχνίτες, που έκαναν σκούπες, καρέκλες κλπ και πήγαιναν μαζί στα φεστιβάλ. Τριάντα χρόνια συμμετέχουμε στο φεστιβάλ της Αγίας Νάπας, που μαζεύονται τεχνίτες από όλη την Κύπρο και δείχνουν τα προϊόντα τους, κάθε Σεπτέμβριο. Αυτή ήταν η σκέψη του. Να δείξει την παραδοσιακή λαϊκή τέχνη».
«Το πρώτο πράγμα που είχε μαζέψει ήταν τα άλετρα, που τα έπιασε και τα έβαλε κάτω από τα δέντρα. Τα μάζεψε από την αυλή του σπιτιού μας και τα έφερε στο Μουσείο. Η μάνα του είχε μία βούφα, που έκανε υφάσματα και την ήθελε.
Μπορεί να συζητούσαν τα αδέλφια του, ποια χωράφια θα πάρει ο καθένας και ο Νίκος να έλεγε “θέλω να πιάσω το αλακάτι”. Δεν ήθελε το χωράφι. Ήθελε το αλακάτι. Αυτό που του άρεσε πολύ ήταν οι παλιές οι τέχνες. Δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο. Μια ζωή το έκανε αυτό».
«Οι χωριανοί, που δεν ασχολούνται με τη Λαϊκή Τέχνη, έλεγαν ότι ήταν παλιοπράματα. Μία κυρία ήρθε εδώ και μας είπε “ήντα τα έχετε τούτα δαμέ; Πάρτε τα στα παλιοσίδερα να ησυχάσετε”. Έχει κόσμο που δεν τα υπολογίζουν».
Αν και η σχέση του με τους χωριανούς του ήταν άριστη, προτιμούσε να μην παίρνει αντικείμενα από αυτούς, εκτός αν τα πωλούσαν.
«Από χωριανούς απέφευγε να παίρνει πράγματα, επειδή αν το έφερνε εδώ ή στο μαγαζί και το πωλούσε, μπορεί κάποιος να του έλεγε “έδωσα σου το και εσύ επούλησες το και εν μου έδωσες εμένα λεφτά”. Ή θα τα αγόραζε ή δεν θα τα έπιανε. Σκεφτόταν και τα παιδιά τους, επειδή οι ίδιοι μπορεί να του έλεγαν “έλα πιάσε το”, αλλά τα παιδιά μπορεί να τα ήθελαν, για να τους θυμούνται. Δεν ήθελε να παρεξηγηθεί με τα παιδιά τους. Σπάνια θα πήγαινε ο ίδιος από μόνος του να πάρει πράγματα».
«Πάντα είχε μία αγάπη για τα μωρά. Μας καλούσαν, μάλιστα και στα σχολεία και πηγαίναμε στα σχολεία. Τους δείχναμε αντικείμενα παλιά και μεταξουργίες, που έφτιαχνα εγώ. Κάποια στιγμή, οι δάσκαλοι στο Μάμμαρι, με τη βοήθεια του Κοινοτικού Συμβουλίου, του είπαν “αφού έχεις τον χώρο, με τόσα πράγματα, γιατί να μεν ερκούμαστε τζιαμέ;”. Είχε έγκριση και από το Υπουργείο Παιδείας και έρχονταν εδώ σχολεία και έπαιζαν εκπαιδευτικά παιχνίδια, όπως για παράδειγμα κρυμμένο θησαυρό. Ήρθαν αρκετά σχολεία, από διάφορες περιοχές της Κύπρου.
Σταμάτησε επειδή δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του Υπουργείου Παιδείας. Είχε φτιάξει ράμπα για τα παιδιά που τη χρειάζονταν, έφτιαξε τα σκαλοπάτια, που ήταν λίγο ψηλά. Αλλά μετά δεν μπορούσε να κάνει κάτι και αποφάσισε να σταματήσει. Στην πλειοψηφία, όμως, είχαν υλοποιηθεί οι προδιαγραφές που απαιτούσε το Υπουργείο Παιδείας».
Η κ. Γιαννούλλα θυμάται τα εγκαίνια του Μουσείου με χαμόγελο. Είχαν τελεστεί στην παρουσία του τότε Κυβερνητικού Εκπροσώπου και νυν υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Χριστοδουλίδη και πρώην υπουργού Δικαιοσύνης, Νίκου Κόσιη.
«Ο Νίκος είχε δύο γαϊδούρια στο χωράφι και την ημέρα των εγκαινίων τα ανέβασε κάπου ψηλά για τα βλέπουν ο κόσμος και να μην φοβούνται τα παιδιά. Όταν βγήκε για να κάμει την ομιλία του, είπε γεια σας και το ένα γαϊδούρι άρχισε να αγκανίζει. Είπε στο κοινό “προτιμώ να μιλώ με τα γαούρκα παρά με τον κόσμο”. Δεν πρόλαβε να πει πολλά πράγματα. Είπε απλά καλησπέρα. Ο κόσμος ενθουσιάστηκε. Σταμάτησε και περίμενε να σταματήσει να μιλά και το γαϊδούρι. Την ημέρα των εγκαινίων, ο Νίκος πετούσε από τη χαρά του. Το περίμενε πώς και πώς».
Μετά το θάνατο του δημιουργού του Μουσείου, η γυναίκα του ανέλαβε τα ηνία και με λίγη βοήθεια από τα παιδιά της, όταν τη χρειάζεται, προσπαθεί να συνεχίσει την παράδοση.
«Θέλουμε να διατηρήσουμε το Μουσείο όπως το είχε στο μυαλό του, αλλά είναι πολλά τα πράγματα. Δεν ξέρουμε τι έχουμε. Προσπαθούμε να καταλάβουμε και εμείς πώς θα τα διαχειριστούμε. Όταν δούμε αντικείμενα που θα καταλήξουν στα σκουπίδια ή θα καταστραφούν, τα μαζεύουμε και τα φέρνουμε στο Μουσείο. Δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να αγοράζουμε πράγματα. Δεν έχουμε χώρο να τα βάλουμε».
Η οικογένεια σήμερα έχει ξεκινήσει την πώληση κάποιων αντικειμένων, ώστε να διατηρηθούν στους χώρους του Μουσείου τα απαραίτητα εκθέματα. Έχουν επιστρατεύσει και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου έχουν αναρτήσει όλα όσα μπορεί να αγοράσει το κοινό.
«Τα αντικείμενα που θέλουμε να πωλήσουμε είναι κυρίως αυτά που βρίσκονται στους εξωτερικούς χώρους. Αυτά που βρίσκονται μέσα στα δωμάτια, ή θα τους πούμε δεν πωλούνται ή θα τους πούμε μία εξωφρενική τιμή για να τους απωθήσουμε. Ο περισσότερος κόσμος το καταλαβαίνει ότι δεν θέλουμε να τα πωλήσουμε.
Υπάρχει μεγάλη ανταπόκριση από τον κόσμο. Δεν το περιμέναμε, μάλιστα. Ανοίγουμε μόνο κάθε Σάββατο, λόγω της πανδημίας και σκεφτόμαστε να ανοίξουμε και Κυριακή. Υπήρχε μέρα, που ήρθαν και οι γιοι μου να βοηθήσουν. Βρέθηκαν το πρωί και μετά δεν κατάφεραν να ανταλλάξουν κουβέντα, μέχρι την ώρα που κλείσαμε. Βοηθούσαν όσους πελάτες ήρθαν εδώ για να αγοράσουν αντικείμενα».
«Θα προσπαθήσουμε να κρατήσουμε ζωντανό το όνειρό του»
«Το όνειρό του ήταν να παραμείνουν τα παλιά επαγγέλματα και να μαθαίνουν οι πιο νέοι γι΄ αυτά. Εμείς θα προσπαθήσουμε με τη σειρά μας να προσπαθήσουμε ζωντανό αυτό το όνειρο με το δικό μας τρόπο. Η τέχνη πρέπει να κρατηθεί».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Το σπίτι στην Νεκρή Ζώνη που μετατράπηκε σε χώρο που προσφέρει χαρά στα παιδιά
- «Γιατί να σταματήσω να κουρεύω στα 73 μου; Να περιμένω τον θάνατό μου;»
- Ο «Έλα-Έλα» με το αμαξούι και η τριαντάχρονη ιστορία του-«Δεν είμαι της λύπησης»
- Ο 93χρονος ράφτης που πάγωσε το χρόνο στη Λήδρας-«Δίνω 60 ευρώ για να είμαι εδώ»