Περί εμβολιασμών ο λόγος
12:12 - 21 Ιανουαρίου 2021
«Κλειδί» για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού αποτελεί, σύμφωνα με τους ειδικούς, ο μαζικός εμβολιασμός του πληθυσμού και την παραδοχή αυτή δείχνουν να έχουν εμπεδώσει σε σημαντικό βαθμό τα κράτη τόσο στην ΕΕ όσο και σε αρκετές άλλες περιοχές του κόσμου, με την ανοσοποίηση των πολιτών να προχωρά είτε με ταχείς είτε με λιγότερο γοργούς ρυθμούς στην κάθε χώρα. Έχει λεχθεί αρκετές φορές ότι για να μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην πολυπόθητη κανονικότητα θα πρέπει να δημιουργηθεί το επονομαζόμενο «τείχος ανοσίας», δηλαδή να εμβολιαστεί ποσοστό άνω του 70% του πληθυσμού. Ο δρόμος, ωστόσο, αυτής της επιστροφής στην κανονικότητα δεν προδιαγράφεται ούτε σύντομος ούτε εύκολος.
Τα πιο πρόσφατα δεδομένα που υφίστανται σε ό,τι αφορά την Κύπρο, στη βάση του φιλόδοξου Εθνικού Πλάνου Εμβολιασμού για την COVID-19 που έχει εκπονηθεί, κάνουν λόγο για εμβολιασμό 4,191 ατόμων την εβδομάδα 11-15 Ιανουαρίου, με τον συνολικό αριθμό των ανθρώπων που έλαβαν την 1η δόση ενός από τα εγκεκριμένα προς χρήση εμβόλια να φτάνει περίπου τους 10,300. Το προφίλ των μέχρι στιγμής εμβολιασθέντων περιλαμβάνει τους διαμένοντες και το προσωπικό των οίκων ευγηρίας και των επαγγελματιών υγείας πρώτης γραμμής, ενώ ήδη από την περασμένη Δευτέρα προσέρχονται στα κατά τόπους εμβολιαστικά κέντρα συμπολίτες μας ηλικίας άνω των 80 ετών.
Μια πρώτη ανάγνωση των στοιχείων μας αποκαλύπτει, κατά την άποψή μου, δύο ζητήματα.
Το πρώτο έχει να κάνει με τη ροή των εμβολιασμών, η οποία συνιστά άμεση συνάρτηση τόσο της διαθεσιμότητας των εμβολίων, όσο και της ανταπόκρισης του πληθυσμού στους διενεργούμενους εμβολιασμούς. Με δεδομένο λοιπόν ότι η Πολιτεία εξασφάλισε πρόσφατα, μέσω διαδικασιών που προβλέπονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιπρόσθετες δόσεις του εμβολίου της Pfizer/BioNTech (περίπου 370.000) και αναμένει παραλαβές εμβολίων και από άλλες εταιρείες το προσεχές διάστημα, αν δεν παρουσιαστούν περαιτέρω καθυστερήσεις, αλλά και την ενθαρρυντική ανταπόκριση, βάσει των αρχικών ενδείξεων, των πολιτών στο κάλεσμα για εμβολιασμό, φαίνεται πως οι επιδόσεις μας στο συγκεκριμένο θέμα δεν είναι και τόσο άσχημες. Έστω κι έτσι όμως, μοιάζει δύσκολο να επιτευχθεί ο μεγαλεπήβολος στόχος που έχει τεθεί από το Υπουργείο για την κάλυψη 570.000 περίπου ατόμων μέχρι τα τέλη του Ιουνίου, αρκετά πάνω δηλαδή από τον μισό πληθυσμό της χώρας μας.
Εκείνο, εντούτοις, που προκαλεί μεγαλύτερο προβληματισμό είναι η ιεράρχηση που έχει οριστεί για τους εμβολιασμούς κατά του κορωνοϊού. Είναι απόλυτα εύλογο και σεβαστό να δίδεται προτεραιότητα στους γηραιότερους συμπολίτες μας, οι οποίοι είναι άλλωστε ιδιαίτερα ευάλωτοι απέναντι στον φονικό αυτόν ιό. Θα έπρεπε φρονώ, ωστόσο, να έχουν ήδη ξεκινήσει εμβολιασμοί και για τις υπόλοιπες ευπαθείς ομάδες συμπολιτών μας, λ.χ. τους χρόνιους πάσχοντες, όχι με τόσο αυστηρά ηλικιακά κριτήρια, αλλά αντιθέτως ανεξαρτήτως ηλικίας. Και αυτές οι ομάδες χαρακτηρίζονται από εξίσου υψηλό κίνδυνο για σοβαρή νόσηση και τούτη την ώρα αναμένουν στωικά να έρθει η σειρά τους για να εμβολιαστούν έναντι του ιού.
Θα μπορούσαμε να έχουμε ακολουθήσει το παράδειγμα της Σλοβενίας που έδωσε προτεραιότητα στο προσωπικό των νοσηλευτηρίων και στους χρόνιους ασθενείς, προτού προχωρήσει στον εμβολιασμό άλλων ομάδων του πληθυσμού. Η Νορβηγία και το Ισραήλ είναι επίσης δύο χώρες που προχώρησαν στον εμβολιασμό του γενικού πληθυσμού χωρίζοντάς τον σε ηλικιακές ομάδες, αφού εξασφάλισαν και εκείνες όμως την προστασία του προσωπικού των νοσηλευτηρίων και των χρόνιων ασθενών.
Είναι, αναμφισβήτητα, δύσκολο να εκφέρει κανείς άποψη κάτω από τόσο ιδιάζουσες υγειονομικές και κοινωνικές συνθήκες, ειδικότερα μάλιστα όταν γνωρίζει καλά τη σκληρή δουλειά της πολιτείας και προσωπικά του ίδιου του Υπουργού για την αντιμετώπιση της πανδημίας και την προστασία των πολιτών. Είναι χρήσιμο, αν όχι απαραίτητο, όμως παράλληλα να υπάρχει πλουραλισμός απόψεων όταν αυτές διατυπώνονται με γνώμονα την υπεράσπιση του κοινού συμφέροντος.
Διερωτώμαι, συνεπώς, μήπως θα ήταν ωφέλιμη έστω και τώρα μια επανατοποθέτηση επί του σχεδιασμού του Εμβολιαστικού Πλάνου, έτσι ώστε να δημιουργηθεί αφενός πιο γρήγορα ανοσία σε μεγαλύτερο ποσοστό του «μάχιμου» πληθυσμού και να ανταποκριθεί, αφετέρου, καλύτερα και αποτελεσματικότερα η εμβολιαστική κάλυψη στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της κοινωνίας.
*Δρ. Ανδρούλλα Ελευθερίου
Ιολόγος BSC, MSc, PhD
Εκτελεστική Διευθύντρια Διεθνούς Ομοσπονδίας Θαλασσαιμίας (ΔΟΘ)