Η… καραντίνα των μοτοσικλετιστών, το διάταγμα της Αστυνομίας και η οχληρία τρεις φορές τον χρόνο
10:42 - 14 Αυγούστου 2020
Το διάταγμα απαγόρευσης διακίνησης των μοτοσικλετών συγκεκριμένου κυβισμού από συγκεκριμένους δρόμους είναι πραγματικά εξαιρετικά ακατανόητο.
Αν η Αστυνομία αναγνωρίζει ότι οι μοτοσικλέτες προκαλούν πολύ μεγάλη οχληρία στις συγκεκριμένες περιοχές, γιατί αποφάσισε ότι αυτό είναι πρόβλημα μόνο… τρεις νύχτες τον χρόνο; Αν δεν το αναγνωρίζει, τότε ποιος ο λόγος που εξέδωσε το συγκεκριμένο διάταγμα;
Η πραγματικότητα είναι ότι η Αστυνομία γνωρίζει πάρα πολύ καλά τι συμβαίνει στους εν λόγω δρόμους (αλλά και στους δρόμους γύρω από αυτούς), σε ορισμένες περιπτώσεις εδώ και δεκαετίες. Γνωρίζει και αγνοεί επιδεικτικά.
Οι κάτοικοι των συγκεκριμένων περιοχών δεν επηρεάζονται από την ηχορύπανση μόνο τρεις νύχτες τον χρόνο. Η ποιότητα ζωής τους μειώνεται σημαντικά επί καθημερινής βάσεως. Κάθονται στο μπαλκόνι τους και προσπαθούν να μιλήσουν μεταξύ τους και πρέπει να πουν «ξαναπέ μου γιατί επέρασε η μοτόρα και εν άκουσα». Κάθονται στη βεράντα τους να δουν τηλεόραση και δεν ακούνε τον ήχο, εξαιτίας της οχληρίας σε ένα δρόμο, που πολλές φορές βρίσκεται πολλά μέτρα μακριά από το σπίτι τους. Προσπαθούν να κοιμηθούν και αναγκάζονται να ξυπνήσουν στις τρεις τα χαράματα να κλείσουν τα παράθυρα και να ανοίξουν το air condition, γιατί ένας «ραλίστας» αποφάσισε να τους ξυπνήσει. Ουσιαστικά, μερικές δεκάδες άτομα, εισβάλλουν επί καθημερινής βάσεως ηχητικά στον προσωπικό τους χώρο και δεν μπορούν να βρουν ησυχία μέσα στα ίδια τους τα σπίτια.
Είναι το λιγότερο προσβλητικό για τους επηρεαζόμενους πολίτες να διατυμπανίζει η Αστυνομία ότι έλυσε ένα πρόβλημα, επειδή για τρεις νύχτες (από μια ώρα και μετά, όχι ολόκληρη την νύχτα) απαγόρευσε την κυκλοφορία. Και είναι φυσικά προσβλητικό και για το σύνολο των νομοταγών μοτοσικλετιστών, να τους εξισώνει με τον κάθε ασεβή παράνομο, επειδή τυγχάνει να οδηγούν το ίδιο τύπο οχήματος.
Θα πρέπει, βεβαίως, να τονιστεί, ότι ηχορύπανση προκαλούν και αυτοκίνητα, για τα οποία δεν λήφθηκε καμία πρόνοια, γεγονός που επίσης προξενεί πολλά ερωτήματα, για το τι καταλαβαίνει η Αστυνομία ότι συμβαίνει πραγματικά.
Το ζήτημα είναι ξεκάθαρο. Η Αστυνομία αρνείται να αστυνομεύσει τους συγκεκριμένους δρόμους. Ρωτήστε οποιονδήποτε κάτοικο της περιοχής πέριξ της Γρίβα Διγενή στην Έγκωμη να σας πει τι συμβαίνει κάθε φορά που καταγγέλλει οχληρία στον τοπικό αστυνομικό σταθμό. Με πόση αδιαφορία βρίσκεται αντιμέτωπος και πόσες φορές έχει ακούσει πως «δεν έχουμε διαθέσιμο περιπολικό». Οι άνθρωποι σταμάτησαν, πλέον, να καταγγέλλουν, επειδή το θεωρούν μάταιο να προσπαθούν.
Τις λίγες φορές που η Αστυνομία αποφασίζει να ανταποκριθεί, πηγαίνει στο σημείο για λίγο και μόλις εξαφανιστεί αυτή, επανεμφανίζονται, σχεδόν διά μαγείας, οι ενοχλητικοί «ραλίστες» και συνεχίζουν λες και τίποτα δεν έγινε. Επειδή ξέρουν πως δεν θα γυρίσει, όπως δεν πάει εκεί τις περισσότερες νύχτες του χρόνου.
Εάν η Αστυνομία ενδιαφέρεται πραγματικά να περιορίσει την οχληρία, ας αρχίσει από τα απλά: Ας ξεκινήσει να αστυνομεύει. Ας βάλει τέλος στην παρανομία με τα όπλα που της παρέχει ο νόμος. Τα ελλιπή διατάγματα, το τσουβάλιασμα ατόμων που ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους και η μόνιμη περιφρόνηση των παραπόνων των επηρεαζόμενων πολιτών, δεν είναι, πάντως, ενδείξεις τέτοιας βούλησης.
Αν η Αστυνομία αναγνωρίζει ότι οι μοτοσικλέτες προκαλούν πολύ μεγάλη οχληρία στις συγκεκριμένες περιοχές, γιατί αποφάσισε ότι αυτό είναι πρόβλημα μόνο… τρεις νύχτες τον χρόνο; Αν δεν το αναγνωρίζει, τότε ποιος ο λόγος που εξέδωσε το συγκεκριμένο διάταγμα;
Η πραγματικότητα είναι ότι η Αστυνομία γνωρίζει πάρα πολύ καλά τι συμβαίνει στους εν λόγω δρόμους (αλλά και στους δρόμους γύρω από αυτούς), σε ορισμένες περιπτώσεις εδώ και δεκαετίες. Γνωρίζει και αγνοεί επιδεικτικά.
Οι κάτοικοι των συγκεκριμένων περιοχών δεν επηρεάζονται από την ηχορύπανση μόνο τρεις νύχτες τον χρόνο. Η ποιότητα ζωής τους μειώνεται σημαντικά επί καθημερινής βάσεως. Κάθονται στο μπαλκόνι τους και προσπαθούν να μιλήσουν μεταξύ τους και πρέπει να πουν «ξαναπέ μου γιατί επέρασε η μοτόρα και εν άκουσα». Κάθονται στη βεράντα τους να δουν τηλεόραση και δεν ακούνε τον ήχο, εξαιτίας της οχληρίας σε ένα δρόμο, που πολλές φορές βρίσκεται πολλά μέτρα μακριά από το σπίτι τους. Προσπαθούν να κοιμηθούν και αναγκάζονται να ξυπνήσουν στις τρεις τα χαράματα να κλείσουν τα παράθυρα και να ανοίξουν το air condition, γιατί ένας «ραλίστας» αποφάσισε να τους ξυπνήσει. Ουσιαστικά, μερικές δεκάδες άτομα, εισβάλλουν επί καθημερινής βάσεως ηχητικά στον προσωπικό τους χώρο και δεν μπορούν να βρουν ησυχία μέσα στα ίδια τους τα σπίτια.
Είναι το λιγότερο προσβλητικό για τους επηρεαζόμενους πολίτες να διατυμπανίζει η Αστυνομία ότι έλυσε ένα πρόβλημα, επειδή για τρεις νύχτες (από μια ώρα και μετά, όχι ολόκληρη την νύχτα) απαγόρευσε την κυκλοφορία. Και είναι φυσικά προσβλητικό και για το σύνολο των νομοταγών μοτοσικλετιστών, να τους εξισώνει με τον κάθε ασεβή παράνομο, επειδή τυγχάνει να οδηγούν το ίδιο τύπο οχήματος.
Θα πρέπει, βεβαίως, να τονιστεί, ότι ηχορύπανση προκαλούν και αυτοκίνητα, για τα οποία δεν λήφθηκε καμία πρόνοια, γεγονός που επίσης προξενεί πολλά ερωτήματα, για το τι καταλαβαίνει η Αστυνομία ότι συμβαίνει πραγματικά.
Το ζήτημα είναι ξεκάθαρο. Η Αστυνομία αρνείται να αστυνομεύσει τους συγκεκριμένους δρόμους. Ρωτήστε οποιονδήποτε κάτοικο της περιοχής πέριξ της Γρίβα Διγενή στην Έγκωμη να σας πει τι συμβαίνει κάθε φορά που καταγγέλλει οχληρία στον τοπικό αστυνομικό σταθμό. Με πόση αδιαφορία βρίσκεται αντιμέτωπος και πόσες φορές έχει ακούσει πως «δεν έχουμε διαθέσιμο περιπολικό». Οι άνθρωποι σταμάτησαν, πλέον, να καταγγέλλουν, επειδή το θεωρούν μάταιο να προσπαθούν.
Τις λίγες φορές που η Αστυνομία αποφασίζει να ανταποκριθεί, πηγαίνει στο σημείο για λίγο και μόλις εξαφανιστεί αυτή, επανεμφανίζονται, σχεδόν διά μαγείας, οι ενοχλητικοί «ραλίστες» και συνεχίζουν λες και τίποτα δεν έγινε. Επειδή ξέρουν πως δεν θα γυρίσει, όπως δεν πάει εκεί τις περισσότερες νύχτες του χρόνου.
Εάν η Αστυνομία ενδιαφέρεται πραγματικά να περιορίσει την οχληρία, ας αρχίσει από τα απλά: Ας ξεκινήσει να αστυνομεύει. Ας βάλει τέλος στην παρανομία με τα όπλα που της παρέχει ο νόμος. Τα ελλιπή διατάγματα, το τσουβάλιασμα ατόμων που ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους και η μόνιμη περιφρόνηση των παραπόνων των επηρεαζόμενων πολιτών, δεν είναι, πάντως, ενδείξεις τέτοιας βούλησης.