Spatial Intelligibility: Μια άλλη διάσταση της προσβασιμότητας
11:40 - 29 Ιουλίου 2020
Με τον όρο ‘προσβασιμότητα’ νοείται το χαρακτηριστικό του δομημένου περιβάλλοντος που επιτρέπει σε όλα τα άτομα – ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, κινητικής κατάστασης ή άλλων λοιπών χαρακτηριστικών – να έχουν ανεμπόδιστη, αυτόνομη και ανεξάρτητη διακίνηση. Ένα λοιπόν προσβάσιμο περιβάλλον (φυσικό ή δομημένο) μπορεί να εξυπηρετήσει ισότιμα όλο τον αριθμό ατόμων που το χρησιμοποιούν. Γι’ αυτό και η προσβασιμότητα αναγνωρίζεται πλέον ως βασικό συστατικό της κοινωνικής συνοχής και της ‘δημοκρατικής’ προσέγγισης στην αρχιτεκτονική.
Συχνά ωστόσο, βλέπουμε τον όρο προσβασιμότητα να καταλήγει σε ένα απλά λειτουργικό προσδιορισμό που μεταφράζεται με την ύπαρξη πεζοδρομίου, ράμπας εισόδου ή χώρου στάθμευσης για άτομα με αναπηρία. Σε αυτό το κείμενο θα εξετάσουμε ένα πιο διευρυμένο ορισμό της έννοιας και θα προσπαθήσουμε να θίξουμε την σημασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού για την δημιουργία μιας ισότιμής αρχιτεκτονικής που δεν θα καταλήγει μονάχα στο λειτουργικό προσδιορισμό της έννοιας αλλά σε ανώτερους βιωματικούς προσδιορισμούς της.
Σε αυτή την αναζήτηση θα χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα το νοσοκομείο Λευκωσίας, ένα κτίριο του ευρύτερου δημόσιου τομέα που εγκαινιάστηκε το 2007 και σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Φεραίος και Συνεργάτες. Ανατρέχοντας στις αρχικές προθέσεις του έργου, ο σχεδιασμός του φιλοδοξούσε στην δημιουργία μιας διμερούς δομής με ένα κεντρικό άξονα διακίνησης που θα παρείχε άμεση πρόσβαση στα επιμέρους τμήματα. Φιλοδοξούσε στην δημιουργία ενός ‘ νοσοκομειακού δρόμου’ που θα χώριζε την νοσοκομειακή δομή στα 2 και θα είχε εκατέρωθεν τους θαλάμους και τα εργαστήρια. Μορφολογικά, η αρχική αρχιτεκτονική πρόθεση μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητή αφού οι λειτουργικές ενότητες όχι μόνο αποστασιοποιούνται αλλά αποτυπώνονται και με διαφορετικά μορφολογικά στοιχεία (Εικόνα 1).
Με μια πρώτη ματιά, η αρχιτεκτονική δομή φαίνεται αρκετά απλή όσο και η αρχική πρόθεση. Αφήνοντας ωστόσο τα της φόρμας και κατεβαίνοντας στο επίπεδο του χρήστη, η πολυπλοκότητα αυξάνεται και δεν αναγνωρίζονται εύκολα τα 2 επιμέρους τμήματα καθώς η δομή χαρακτηρίζεται από πανομοιότυπες εκφράσεις και πολλαπλές πορείες (Εικόνα 2).
Αυτό μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό αν μελετήσει κανείς την χωρική δομή και τον τρόπο που σχετίζονται τα επιμέρους κομμάτια της μεταξύ τους. Σε αυτή την αναζήτηση, η θεωρία και μέθοδος του συντακτικού του χώρου (space syntax theory), η οποία αναγνωρίζει την ‘κοινωνική λογική’ στις χωρικές δομές και διερευνά την σχέση του δομημένου περιβάλλοντος με την ανθρώπινη συμπεριφορά, μπορεί να βοηθήσει στην περαιτέρω κατανόηση περίπλοκων συστημάτων όπως τα νοσοκομεία. Στην ουσία, η θεωρία εξετάζει τον χώρο ως ένα σύνολο υπο-χώρων που ενώνονται ή διαχωρίζονται μεταξύ τους, που επιτρέπουν ή παρεμποδίζουν δηλαδή την πρόσβαση. Μέσα από συστηματική ανάλυση του δομημένου περιβάλλοντος η θεωρία καταλήγει στην κωδικοποίηση των χώρων σε ‘ενσωματωμένους’ (integrated) και ‘απομονωμένους’ (segregated). Η κωδικοποίηση αυτή μέσα από συστηματικές αναλύσεις που έγιναν κατά καιρούς φαίνεται ότι μπορεί να εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που χρησιμοποιείται ένας χώρος (πώς δηλαδή θα κινηθούν οι χρήστες, σε ποια σημεία είναι πιο πιθανό να αλληλεπεπιδράσουν μεταξύ τους, πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να αναγνωρίσουν την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουν σε ένα κτίριο κ.λ.π). Στην ουσία, όσο πιο απομονωμένος είναι ένα χώρος τόσο πιο δύσκολα κανείς θα μπορέσει να φτάσει μέχρι αυτό τον χώρο. Από την άλλη πλευρά, όσο πιο ενσωματωμένος είναι ένα χώρος τόσο πιο υψηλές πιθανότητες έχει να αποτελέσει σημείο συνάντησης για πολλούς χρήστες (Hillier & Hanson, 1984).
Το πιο κάτω σχεδιάγραμμα αποτυπώνει με χρωματικές διαβαθμίσεις την κεντρικότητα των χώρων στο σύνολο του ισογείου του Νοσοκομείου Λευκωσίας (Εικόνα 3). Όπως ήταν αναμενόμενο, ο κεντρικό διάδρομος και η κεντρική είσοδος είναι οι πιο καλά ενσωματωμένοι χώροι του συστήματος τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε υπερτοπικό επίπεδο. Καταδεικνύετε ότι αυτοί οι χώροι εν δυνάμει θα φιλοξενούν τον ποιο μεγάλο αριθμό χρηστών. Ωστόσο, ο χρήστης φαίνεται να έχει μια τμηματική αντίληψη του χώρου αφού το κτίριο χαρακτηρίζεται από χαμηλό βαθμό intelligibility, δηλαδή δεν μπορεί εύκολα κάποιος να κατανοήσει την συνολική δομή από ένα τμήμα τής. Στην ουσία, μπαίνοντας κανείς στο κτίριο αδυνατεί να βρει χωρικά σημάδια προσανατολισμού αφού η οπτική πληροφορία που λαμβάνει για την πορεία είναι κατακερματισμένη και γι’ αυτό συχνά υποβοηθάτε από σήματα και πινακίδες με βελάκια προς όλες τις κατευθύνσεις.
Αυτό μπορεί να γίνει ακόμη πιο κατανοητό αν μελετηθεί το ‘βάθος’ των χώρων από τα 2 κεντρικά σημεία εισόδου. Όπως διαφαίνεται στην εικόνα 4, αν εισέλθει κανείς από την κεντρική είσοδο είναι πιο εύκολο να φτάσει μέχρι τον κεντρικό διάδρομο διακίνησης. Ωστόσο, το δευτερεύον σύστημα διακίνησης παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις και ως εκ τούτου κάποια σημεία είναι πιο προσβάσιμα από ότι άλλα. Το πρόβλημα φαίνεται να εντείνεται περισσότερο αν κανείς εισέλθει από το τμήμα πρώτων βοηθειών αφού ο κεντρικός διάδρομος διακίνησης είναι πολύ πιο απομακρυσμένος και είναι πιο δύσκολο κανείς να τον αναγνωρίσει.
Επιπλέον, τα αίθρια, ειδικότερα στην περίπτωση των εργαστήριων, φαίνεται να έχουν μια καθαρά λειτουργική λογική έτσι που να φέρουν φυσικό φωτισμό στις επιμέρους ενότητες που τα πλαισιώνουν. Θα μπορούσαν ωστόσο να χρησιμοποιηθούν με πιο ουσιαστικό τρόπο προσφέροντας οπτική πληροφορία όπως γίνεται για παράδειγμα στην περίπτωση των θαλάμων. Παράλληλα, οι κατακόρυφες συνδέσεις (σκάλες, ανελκυστήρες) φαίνεται να αντιμετωπίστηκαν κατά τον σχεδιασμό ως απλά τεχνικά στοιχεία αδυνατώντας να προσφέρουν επαρκή οπτική πληροφορία για την διακίνηση των χρηστών στον κατακόρυφο άξονα.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι ο όρος προσβασιμότητα δεν μπορεί μονάχα να ορίζεται από την ποσοτική ή λειτουργική παροχή υπηρεσιών για άτομα με αναπηρίες αλλά με την κατανόηση της χωρικής δομής στο σύνολο της και της αλληλένδετης σχέσης της με τον τρόπο διακίνησης και κατανόησης του δομημένου περιβάλλοντος από τον άνθρωπο.
Συχνά ωστόσο, βλέπουμε τον όρο προσβασιμότητα να καταλήγει σε ένα απλά λειτουργικό προσδιορισμό που μεταφράζεται με την ύπαρξη πεζοδρομίου, ράμπας εισόδου ή χώρου στάθμευσης για άτομα με αναπηρία. Σε αυτό το κείμενο θα εξετάσουμε ένα πιο διευρυμένο ορισμό της έννοιας και θα προσπαθήσουμε να θίξουμε την σημασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού για την δημιουργία μιας ισότιμής αρχιτεκτονικής που δεν θα καταλήγει μονάχα στο λειτουργικό προσδιορισμό της έννοιας αλλά σε ανώτερους βιωματικούς προσδιορισμούς της.
Σε αυτή την αναζήτηση θα χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα το νοσοκομείο Λευκωσίας, ένα κτίριο του ευρύτερου δημόσιου τομέα που εγκαινιάστηκε το 2007 και σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Φεραίος και Συνεργάτες. Ανατρέχοντας στις αρχικές προθέσεις του έργου, ο σχεδιασμός του φιλοδοξούσε στην δημιουργία μιας διμερούς δομής με ένα κεντρικό άξονα διακίνησης που θα παρείχε άμεση πρόσβαση στα επιμέρους τμήματα. Φιλοδοξούσε στην δημιουργία ενός ‘ νοσοκομειακού δρόμου’ που θα χώριζε την νοσοκομειακή δομή στα 2 και θα είχε εκατέρωθεν τους θαλάμους και τα εργαστήρια. Μορφολογικά, η αρχική αρχιτεκτονική πρόθεση μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητή αφού οι λειτουργικές ενότητες όχι μόνο αποστασιοποιούνται αλλά αποτυπώνονται και με διαφορετικά μορφολογικά στοιχεία (Εικόνα 1).
Με μια πρώτη ματιά, η αρχιτεκτονική δομή φαίνεται αρκετά απλή όσο και η αρχική πρόθεση. Αφήνοντας ωστόσο τα της φόρμας και κατεβαίνοντας στο επίπεδο του χρήστη, η πολυπλοκότητα αυξάνεται και δεν αναγνωρίζονται εύκολα τα 2 επιμέρους τμήματα καθώς η δομή χαρακτηρίζεται από πανομοιότυπες εκφράσεις και πολλαπλές πορείες (Εικόνα 2).
Αυτό μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό αν μελετήσει κανείς την χωρική δομή και τον τρόπο που σχετίζονται τα επιμέρους κομμάτια της μεταξύ τους. Σε αυτή την αναζήτηση, η θεωρία και μέθοδος του συντακτικού του χώρου (space syntax theory), η οποία αναγνωρίζει την ‘κοινωνική λογική’ στις χωρικές δομές και διερευνά την σχέση του δομημένου περιβάλλοντος με την ανθρώπινη συμπεριφορά, μπορεί να βοηθήσει στην περαιτέρω κατανόηση περίπλοκων συστημάτων όπως τα νοσοκομεία. Στην ουσία, η θεωρία εξετάζει τον χώρο ως ένα σύνολο υπο-χώρων που ενώνονται ή διαχωρίζονται μεταξύ τους, που επιτρέπουν ή παρεμποδίζουν δηλαδή την πρόσβαση. Μέσα από συστηματική ανάλυση του δομημένου περιβάλλοντος η θεωρία καταλήγει στην κωδικοποίηση των χώρων σε ‘ενσωματωμένους’ (integrated) και ‘απομονωμένους’ (segregated). Η κωδικοποίηση αυτή μέσα από συστηματικές αναλύσεις που έγιναν κατά καιρούς φαίνεται ότι μπορεί να εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που χρησιμοποιείται ένας χώρος (πώς δηλαδή θα κινηθούν οι χρήστες, σε ποια σημεία είναι πιο πιθανό να αλληλεπεπιδράσουν μεταξύ τους, πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να αναγνωρίσουν την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουν σε ένα κτίριο κ.λ.π). Στην ουσία, όσο πιο απομονωμένος είναι ένα χώρος τόσο πιο δύσκολα κανείς θα μπορέσει να φτάσει μέχρι αυτό τον χώρο. Από την άλλη πλευρά, όσο πιο ενσωματωμένος είναι ένα χώρος τόσο πιο υψηλές πιθανότητες έχει να αποτελέσει σημείο συνάντησης για πολλούς χρήστες (Hillier & Hanson, 1984).
Το πιο κάτω σχεδιάγραμμα αποτυπώνει με χρωματικές διαβαθμίσεις την κεντρικότητα των χώρων στο σύνολο του ισογείου του Νοσοκομείου Λευκωσίας (Εικόνα 3). Όπως ήταν αναμενόμενο, ο κεντρικό διάδρομος και η κεντρική είσοδος είναι οι πιο καλά ενσωματωμένοι χώροι του συστήματος τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε υπερτοπικό επίπεδο. Καταδεικνύετε ότι αυτοί οι χώροι εν δυνάμει θα φιλοξενούν τον ποιο μεγάλο αριθμό χρηστών. Ωστόσο, ο χρήστης φαίνεται να έχει μια τμηματική αντίληψη του χώρου αφού το κτίριο χαρακτηρίζεται από χαμηλό βαθμό intelligibility, δηλαδή δεν μπορεί εύκολα κάποιος να κατανοήσει την συνολική δομή από ένα τμήμα τής. Στην ουσία, μπαίνοντας κανείς στο κτίριο αδυνατεί να βρει χωρικά σημάδια προσανατολισμού αφού η οπτική πληροφορία που λαμβάνει για την πορεία είναι κατακερματισμένη και γι’ αυτό συχνά υποβοηθάτε από σήματα και πινακίδες με βελάκια προς όλες τις κατευθύνσεις.
Αυτό μπορεί να γίνει ακόμη πιο κατανοητό αν μελετηθεί το ‘βάθος’ των χώρων από τα 2 κεντρικά σημεία εισόδου. Όπως διαφαίνεται στην εικόνα 4, αν εισέλθει κανείς από την κεντρική είσοδο είναι πιο εύκολο να φτάσει μέχρι τον κεντρικό διάδρομο διακίνησης. Ωστόσο, το δευτερεύον σύστημα διακίνησης παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις και ως εκ τούτου κάποια σημεία είναι πιο προσβάσιμα από ότι άλλα. Το πρόβλημα φαίνεται να εντείνεται περισσότερο αν κανείς εισέλθει από το τμήμα πρώτων βοηθειών αφού ο κεντρικός διάδρομος διακίνησης είναι πολύ πιο απομακρυσμένος και είναι πιο δύσκολο κανείς να τον αναγνωρίσει.
Επιπλέον, τα αίθρια, ειδικότερα στην περίπτωση των εργαστήριων, φαίνεται να έχουν μια καθαρά λειτουργική λογική έτσι που να φέρουν φυσικό φωτισμό στις επιμέρους ενότητες που τα πλαισιώνουν. Θα μπορούσαν ωστόσο να χρησιμοποιηθούν με πιο ουσιαστικό τρόπο προσφέροντας οπτική πληροφορία όπως γίνεται για παράδειγμα στην περίπτωση των θαλάμων. Παράλληλα, οι κατακόρυφες συνδέσεις (σκάλες, ανελκυστήρες) φαίνεται να αντιμετωπίστηκαν κατά τον σχεδιασμό ως απλά τεχνικά στοιχεία αδυνατώντας να προσφέρουν επαρκή οπτική πληροφορία για την διακίνηση των χρηστών στον κατακόρυφο άξονα.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι ο όρος προσβασιμότητα δεν μπορεί μονάχα να ορίζεται από την ποσοτική ή λειτουργική παροχή υπηρεσιών για άτομα με αναπηρίες αλλά με την κατανόηση της χωρικής δομής στο σύνολο της και της αλληλένδετης σχέσης της με τον τρόπο διακίνησης και κατανόησης του δομημένου περιβάλλοντος από τον άνθρωπο.