Η επιθεώρηση The Lancet απέσυρε την εμπίμαχη έρευνα για την υδροξυχλωροκίνη μετά την αποκήρυξή της
15:13 - 05 Ιουνίου 2020
Μετά την καταιγίδα των επικρίσεων από ολόκληρο τον κόσμο, η έρευνα της ιατρικής επιθεώρησης The Lancet που προκάλεσε την αλλαγή πολιτικής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σχετικά με την χρησιμοποίηση της υδροξυχλωροκίνης κατά της Covid-19 αποσύρθηκε τελικά χθες αφού αποκηρύχθηκε από τρεις εκ των τεσσάρων συγγραφείς της.
«Δεν μπορούμε πλέον να εγγυηθούμε την εγκυρότητα των πηγών των αρχικών δεδομένων», γράφουν οι τρεις συντάκτες στο Lancet, επικρίνοντας την άρνηση της εταιρείας που συγκέντρωσε τα δεδομένα, διευθυντής της οποίας είναι ο τέταρτος συντάκτης της έρευνας, να επιτρέψει την πρόσβαση στη βάση δεδομένων.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στις 22 Μαΐου στην έγκυρη ιατρική επιθεώρηση και το συμπέρασμά της ήταν ότι η υδροξυχλωροκίνη δεν έχει επωφελή αποτελέσματα για τους νοσηλευόμενους ασθενείς της Covid-19 και μπορεί να είναι και επιβλαβής.
Την στιγμή που και άλλες έρευνες μικρότερης κλίμακας έχουν φθάσει στο ίδιο συμπέρασμα, η δημοσίευσή της είχε παγκόσμια απήχηση και θεαματικές επιπτώσεις, οδηγώντας τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να διακόψει τις κλινικές δοκιμές για την υδροξυχλωροκίνη κατά της Covid-19.
Όμως οι επικρίσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή και προέρχονταν όχι μόνο από υπερασπιστές της υδροξυχλωροκίνης, όπως ο Γάλλος ερευνητής Ντιντιέ Ραούλτ, αλλά και από επιστήμονες που εμφανίζονται προβληματισμένοι για τις ωφέλειες του φαρμάκου επί των ασθενών της Covid-19.
Την Τετάρτη, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε τελικά την επανάληψη των κλινικών δοκιμών για την υδροξυχλωροκίνη και το ίδιο σχεδιάζει να κάνει η ευρωπαϊκή έρευνα Discovery.
Οι επικρίσεις επικεντρώθηκαν στην αξιοπιστία των δεδομένων αυτής της έρευνας (96.000 ασθενείς σε 671 νοσοκομεία) που περισυλλέχθηκαν από την Surgisphere, η οποία παρουσιάζεται ως εταιρεία αναλύσεων δεδομένων υγείας που διευθύνεται από τον Sapan Desai, τέταρτο συντάκτη του άρθρου που δημοσιεύθηκε στο Lancet.
Οι συντάκτες του άρθρου απάντησαν στις επικρίσεις ανακοινώνοντας την πραγματοποίηση ανεξάρτητης διαδικασίας ελέγχου για τα αποτελέσματα και την προέλευση των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα.
Όμως, η Surgisphere αρνήθηκε να μεταφέρει την βάση δεδομένων εξαιτίας των συμφωνιών εμπιστευτικότητας με τους πελάτες της και οι ειδικοί δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν την ανεξάρτητη διαδικασία ελέγχου και αποσύρθηκαν. Συνεπεία αυτού, οι τρεις συντάκτες του άρθρου, ανάμεσά τους και ο επικεφαλής της ομάδας Mandeep Mehra, αποσύρθηκαν αποκηρύσσοντας την έρευνα.
Σε ανακοίνωσή της η επιθεώρηση The Lancet διαβεβαιώνει ότι «λαμβάνει πολύ σοβαρά υπ΄όψιν τα θέματα επιστημονικής ακεραιότητας» και κρίνει ότι είναι «επείγον» να αξιολογήσει τις συνεργασίες της με την Surgisphere.
«Τεράστιο σκάνδαλο»
Υπάρχουν ακόμη εκκρεμή ερωτηματικά για την Surgisphere και τα δεδομένα που υποτίθεται ότι εντάχθηκαν στην έρευνα, επιμένει η ιατρική επιθεώρηση, η οποία είχε δημοσιεύσει το βράδυ της Τρίτης προειδοποίηση για την έρευνα υπό το σχήμα "expression of concern".
Η New England Journal of Medicine (NEJM), η οποία δημοσίευσε έρευνα της ίδιας ομάδας με βάση τα δεδομένα της Surgisphere που έφθανε στο συμπέρασμα ότι τα κοινά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τις καρδιακές παθήσεις δεν συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου από την Covid-19 ανακοίνωσε επίσης ότι αποσύρει το σχετικό άρθρο. Από την πλευρά του, ο Sapan Desai, ο οποίος υπερασπίσθηκε από την αρχή την «εγκυρότητα» των δεδομένων του, αρνήθηκε χθες να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο.
Σε ανοικτή επιστολή που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα , δεκάδες ερευνητές σε ολόκληρο τον κόσμο απαριθμούσαν πληθώρα προβλημάτων που παρουσίαζε η επίμαχη έρευνα, από την ασυνέχεια των χορηγούμενων δόσεων σε ορισμένες χώρες μέχρι θέματα ηθικής φύσεως στην συλλογή των δεδομένων.
Οι υπογράφοντες την επιστολή θεωρούν ότι πρέπει να γίνουν αυστηρές κλινικές δοκιμές για την αξιολόγηση των φαρμάκων, την ώρα που η αμφιλεγόμενη έρευνα δεν αποτελεί παρά συνδυασμό προϋπαρχόντων δεδομένων.
Η εν λόγω έρευνα επεσήμαινε άλλωστε επίσης την ανάγκη συνέχισης των κλινικών δοκιμών για την «επιβεβαίωση» των αποτελεσμάτων της. Την Τετάρτη, άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ και τον Καναδά και δημοσιεύθηκε στην NEJM έφθανε στο συμπέρασμα ότι το φάρμακο είναι αναποτελεσματικό στην πρόληψη της Covid-19.
Τα αποτελέσματά της ήταν πολυαναμενόμενα διότι επρόκειτο για μία τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή, πρωτόκολλο που θεωρείται σημείο αναφοράς για την μελέτη των κλινικών δοκιμών. «Αλλά είναι πολύ μικρής κλίμακας για να είναι αναμφισβήτητη», επέμεινε ο Martin Landray, επιδημιολόγος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Μετά την επανάληψη των κλινικών δοκιμών από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, αναμένονται νέα αποτελέσματα. «Οι τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές είναι αναγκαίες για να υπάρξουν αξιόπιστα αποτελέσματα. Ας ελπίσουμε ότι τα αποτελέσματα θα είναι διαθέσιμα σύντομα», σχολίασε ο Stephen Evans του London School of Hygiene and Tropical Medicine.
Στην αντίθετη περίπτωση, με την επιβράδυνση της επιδημίας που καθιστά δυσκολότερη την ανεύρεση νέων ασθενών, η λυσσώδης συζήτηση ανάμεσα σε υπερασπιστές και πολέμιους της υδροξυχλωροκίνης θα συνεχισθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση αυτή γύρω από την έρευνα του Lancet αποτελεί τεράστιο σκάνδαλο πολύ επιβλαβές για την επιστημονική κοινότητα», έγραψε στο Twitter ο καθηγητής Gilbert Deray, του νοσοκομείου Pitié-Salpêtrière στο Παρίσι.
Πηγή: ΑΠΕ
«Δεν μπορούμε πλέον να εγγυηθούμε την εγκυρότητα των πηγών των αρχικών δεδομένων», γράφουν οι τρεις συντάκτες στο Lancet, επικρίνοντας την άρνηση της εταιρείας που συγκέντρωσε τα δεδομένα, διευθυντής της οποίας είναι ο τέταρτος συντάκτης της έρευνας, να επιτρέψει την πρόσβαση στη βάση δεδομένων.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στις 22 Μαΐου στην έγκυρη ιατρική επιθεώρηση και το συμπέρασμά της ήταν ότι η υδροξυχλωροκίνη δεν έχει επωφελή αποτελέσματα για τους νοσηλευόμενους ασθενείς της Covid-19 και μπορεί να είναι και επιβλαβής.
Την στιγμή που και άλλες έρευνες μικρότερης κλίμακας έχουν φθάσει στο ίδιο συμπέρασμα, η δημοσίευσή της είχε παγκόσμια απήχηση και θεαματικές επιπτώσεις, οδηγώντας τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να διακόψει τις κλινικές δοκιμές για την υδροξυχλωροκίνη κατά της Covid-19.
Όμως οι επικρίσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή και προέρχονταν όχι μόνο από υπερασπιστές της υδροξυχλωροκίνης, όπως ο Γάλλος ερευνητής Ντιντιέ Ραούλτ, αλλά και από επιστήμονες που εμφανίζονται προβληματισμένοι για τις ωφέλειες του φαρμάκου επί των ασθενών της Covid-19.
Την Τετάρτη, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε τελικά την επανάληψη των κλινικών δοκιμών για την υδροξυχλωροκίνη και το ίδιο σχεδιάζει να κάνει η ευρωπαϊκή έρευνα Discovery.
Οι επικρίσεις επικεντρώθηκαν στην αξιοπιστία των δεδομένων αυτής της έρευνας (96.000 ασθενείς σε 671 νοσοκομεία) που περισυλλέχθηκαν από την Surgisphere, η οποία παρουσιάζεται ως εταιρεία αναλύσεων δεδομένων υγείας που διευθύνεται από τον Sapan Desai, τέταρτο συντάκτη του άρθρου που δημοσιεύθηκε στο Lancet.
Οι συντάκτες του άρθρου απάντησαν στις επικρίσεις ανακοινώνοντας την πραγματοποίηση ανεξάρτητης διαδικασίας ελέγχου για τα αποτελέσματα και την προέλευση των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα.
Όμως, η Surgisphere αρνήθηκε να μεταφέρει την βάση δεδομένων εξαιτίας των συμφωνιών εμπιστευτικότητας με τους πελάτες της και οι ειδικοί δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν την ανεξάρτητη διαδικασία ελέγχου και αποσύρθηκαν. Συνεπεία αυτού, οι τρεις συντάκτες του άρθρου, ανάμεσά τους και ο επικεφαλής της ομάδας Mandeep Mehra, αποσύρθηκαν αποκηρύσσοντας την έρευνα.
Σε ανακοίνωσή της η επιθεώρηση The Lancet διαβεβαιώνει ότι «λαμβάνει πολύ σοβαρά υπ΄όψιν τα θέματα επιστημονικής ακεραιότητας» και κρίνει ότι είναι «επείγον» να αξιολογήσει τις συνεργασίες της με την Surgisphere.
«Τεράστιο σκάνδαλο»
Υπάρχουν ακόμη εκκρεμή ερωτηματικά για την Surgisphere και τα δεδομένα που υποτίθεται ότι εντάχθηκαν στην έρευνα, επιμένει η ιατρική επιθεώρηση, η οποία είχε δημοσιεύσει το βράδυ της Τρίτης προειδοποίηση για την έρευνα υπό το σχήμα "expression of concern".
Η New England Journal of Medicine (NEJM), η οποία δημοσίευσε έρευνα της ίδιας ομάδας με βάση τα δεδομένα της Surgisphere που έφθανε στο συμπέρασμα ότι τα κοινά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τις καρδιακές παθήσεις δεν συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου από την Covid-19 ανακοίνωσε επίσης ότι αποσύρει το σχετικό άρθρο. Από την πλευρά του, ο Sapan Desai, ο οποίος υπερασπίσθηκε από την αρχή την «εγκυρότητα» των δεδομένων του, αρνήθηκε χθες να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο.
Σε ανοικτή επιστολή που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα , δεκάδες ερευνητές σε ολόκληρο τον κόσμο απαριθμούσαν πληθώρα προβλημάτων που παρουσίαζε η επίμαχη έρευνα, από την ασυνέχεια των χορηγούμενων δόσεων σε ορισμένες χώρες μέχρι θέματα ηθικής φύσεως στην συλλογή των δεδομένων.
Οι υπογράφοντες την επιστολή θεωρούν ότι πρέπει να γίνουν αυστηρές κλινικές δοκιμές για την αξιολόγηση των φαρμάκων, την ώρα που η αμφιλεγόμενη έρευνα δεν αποτελεί παρά συνδυασμό προϋπαρχόντων δεδομένων.
Η εν λόγω έρευνα επεσήμαινε άλλωστε επίσης την ανάγκη συνέχισης των κλινικών δοκιμών για την «επιβεβαίωση» των αποτελεσμάτων της. Την Τετάρτη, άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ και τον Καναδά και δημοσιεύθηκε στην NEJM έφθανε στο συμπέρασμα ότι το φάρμακο είναι αναποτελεσματικό στην πρόληψη της Covid-19.
Τα αποτελέσματά της ήταν πολυαναμενόμενα διότι επρόκειτο για μία τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή, πρωτόκολλο που θεωρείται σημείο αναφοράς για την μελέτη των κλινικών δοκιμών. «Αλλά είναι πολύ μικρής κλίμακας για να είναι αναμφισβήτητη», επέμεινε ο Martin Landray, επιδημιολόγος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Μετά την επανάληψη των κλινικών δοκιμών από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, αναμένονται νέα αποτελέσματα. «Οι τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές είναι αναγκαίες για να υπάρξουν αξιόπιστα αποτελέσματα. Ας ελπίσουμε ότι τα αποτελέσματα θα είναι διαθέσιμα σύντομα», σχολίασε ο Stephen Evans του London School of Hygiene and Tropical Medicine.
Στην αντίθετη περίπτωση, με την επιβράδυνση της επιδημίας που καθιστά δυσκολότερη την ανεύρεση νέων ασθενών, η λυσσώδης συζήτηση ανάμεσα σε υπερασπιστές και πολέμιους της υδροξυχλωροκίνης θα συνεχισθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση αυτή γύρω από την έρευνα του Lancet αποτελεί τεράστιο σκάνδαλο πολύ επιβλαβές για την επιστημονική κοινότητα», έγραψε στο Twitter ο καθηγητής Gilbert Deray, του νοσοκομείου Pitié-Salpêtrière στο Παρίσι.
Πηγή: ΑΠΕ