Οι άνθρωποι που ζουν στο περιθώριο… του Ακάμα
15:14 - 16 Ιουνίου 2020
Η φημισμένη ομορφιά του Ακάμα ήταν η αφορμή για ένα τριήμερο στην περιοχή, λίγες μέρες μετά την ελάφρυνση των μέτρων προστασίας κατά του κορωνοϊού. Ήμαστε μεγάλη παρέα και επιλέξαμε να μείνουμε σε μία έπαυλη στο χωριό Ίνεια, αφού τυχαία είχαμε πληροφορηθεί προηγουμένως ότι υπάρχει δρόμος στο χωριό που οδηγεί προς την καρδιά του Ακάμα.
Τα μικρά χωριά που βρίσκονται στις παρυφές της χερσονήσου, έχουν το πλεονέκτημα της γειτνίασης με μια φύση απερίγραπτης ομορφιάς. Ειδικά η Ίνεια είναι πανέμορφη και ο κεντρικός πυρήνας του χωριού έχει ανακαινιστεί με πέτρα της περιοχής. Η πλακόστρωτη πλατεία του χωριού, μάλιστα, προσφέρει μια απίστευτη θέα προς τον Ακάμα.
Ωστόσο, η εικόνα στο εσωτερικό των χωριών αποπνέει ερήμωση και εγκατάλειψη. Οι δρόμοι είναι σχεδόν άδειοι, ενώ τα περισσότερα σπίτια είναι ακατοίκητα. Πίσω από τα κατεβασμένα παντζούρια και τις καγκελόπορτες, δεν υπάρχει κανένα ίχνος ζωής. Κατά μήκος των κεντρικών αρτηριών των χωριών, έχουν ξεμείνει ξεθωριασμένες ταμπέλες οικογενειακών επιχειρήσεων, όπως μπακάλικα, κομμωτήρια, ταβέρνες που σταμάτησαν να λειτουργούν εδώ και χρόνια.
Η απόκοσμη σιωπή στα σοκάκια των χωριών, μαρτυρά το μέγεθος της εγκατάλειψης. Ο εναπομείναντας πληθυσμός, όπως πληροφορηθήκαμε από τους θαμώνες στο καφενείο στην κεντρική πλατεία της Ίνειας, αποτελείται κυρίως από συνταξιούχους. Οι νέοι άνθρωποι φεύγουν, για να αναζητήσουν θέσεις εργασίας στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Το πρόβλημα της αστυφιλίας είναι τόσο βαθύ, που κανένα αναπλαστικό έργο στην περιοχή δεν κατάφερε να φέρει την επιθυμητή αναζωογόνηση. Οι δρόμοι έχουν γίνει πλακόστρωτοι, αλλά δεν υπάρχουν άνθρωποι για να τους περπατήσουν. Τα σπίτια έχουν συντηρηθεί και αναπαλαιωθεί, αλλά δεν υπάρχουν άνθρωποι για να τα κατοικήσουν.
Μιλώντας με τους ντόπιους, διακρίνεις τη μεγάλη αγάπη που τρέφουν για τον τόπο τους, αλλά και μια αίσθηση αγανάκτησης στο βλέμμα τους. Μετά από χρόνια διεκδικήσεων, οι περισσότεροι από τους κατοίκους είναι πεπεισμένοι ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει σε εκείνο το απομακρυσμένο κομμάτι του νησιού. Τα παιδιά τους έχουν εγκαταλείψει προ πολλού την περιοχή, αναζητώντας εργασία στα μεγάλα αστικά κέντρα κι εκεί, λένε, θα παραμείνουν, «γιατί μόνο έτσι μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια».
Η συζήτηση για τον Ακάμα η οποία συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες, παραμένει ανοιχτή πληγή για τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι αποδεκατίζονται χρόνο με τον χρόνο. Και είναι πράγματι άξιο απορίας, γιατί η συγκεκριμένη επίσημη συζήτηση δεν περιλαμβάνει, σχεδόν ποτέ, αυτούς τους ανθρώπους που ζουν στις παρυφές του. Μήπως το «Save Akamas», δεν θα έπρεπε να αφορά μόνο τη γη, τη θάλασσα, τα δέντρα, τα ζώα, τα ψάρια και τα φυτά του Ακάμα; Μήπως κάναμε λάθος που εμείς οι «Λευκωσιάτες» κρίναμε από την άνεση του καναπέ μας τόσα χρόνια και ξεχάσαμε να βάλουμε στην εξίσωση τους ανθρώπους του Ακάμα; Δεν είναι αυτοί που δημιούργησαν την παράδοση, τον ιδιαίτερο πολιτισμό και τον μοναδικό χαρακτήρα του Ακάμα; Μήπως ήρθε η ώρα να τους ακούσουμε;
Τα μικρά χωριά που βρίσκονται στις παρυφές της χερσονήσου, έχουν το πλεονέκτημα της γειτνίασης με μια φύση απερίγραπτης ομορφιάς. Ειδικά η Ίνεια είναι πανέμορφη και ο κεντρικός πυρήνας του χωριού έχει ανακαινιστεί με πέτρα της περιοχής. Η πλακόστρωτη πλατεία του χωριού, μάλιστα, προσφέρει μια απίστευτη θέα προς τον Ακάμα.
Ωστόσο, η εικόνα στο εσωτερικό των χωριών αποπνέει ερήμωση και εγκατάλειψη. Οι δρόμοι είναι σχεδόν άδειοι, ενώ τα περισσότερα σπίτια είναι ακατοίκητα. Πίσω από τα κατεβασμένα παντζούρια και τις καγκελόπορτες, δεν υπάρχει κανένα ίχνος ζωής. Κατά μήκος των κεντρικών αρτηριών των χωριών, έχουν ξεμείνει ξεθωριασμένες ταμπέλες οικογενειακών επιχειρήσεων, όπως μπακάλικα, κομμωτήρια, ταβέρνες που σταμάτησαν να λειτουργούν εδώ και χρόνια.
Η απόκοσμη σιωπή στα σοκάκια των χωριών, μαρτυρά το μέγεθος της εγκατάλειψης. Ο εναπομείναντας πληθυσμός, όπως πληροφορηθήκαμε από τους θαμώνες στο καφενείο στην κεντρική πλατεία της Ίνειας, αποτελείται κυρίως από συνταξιούχους. Οι νέοι άνθρωποι φεύγουν, για να αναζητήσουν θέσεις εργασίας στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Το πρόβλημα της αστυφιλίας είναι τόσο βαθύ, που κανένα αναπλαστικό έργο στην περιοχή δεν κατάφερε να φέρει την επιθυμητή αναζωογόνηση. Οι δρόμοι έχουν γίνει πλακόστρωτοι, αλλά δεν υπάρχουν άνθρωποι για να τους περπατήσουν. Τα σπίτια έχουν συντηρηθεί και αναπαλαιωθεί, αλλά δεν υπάρχουν άνθρωποι για να τα κατοικήσουν.
Μιλώντας με τους ντόπιους, διακρίνεις τη μεγάλη αγάπη που τρέφουν για τον τόπο τους, αλλά και μια αίσθηση αγανάκτησης στο βλέμμα τους. Μετά από χρόνια διεκδικήσεων, οι περισσότεροι από τους κατοίκους είναι πεπεισμένοι ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει σε εκείνο το απομακρυσμένο κομμάτι του νησιού. Τα παιδιά τους έχουν εγκαταλείψει προ πολλού την περιοχή, αναζητώντας εργασία στα μεγάλα αστικά κέντρα κι εκεί, λένε, θα παραμείνουν, «γιατί μόνο έτσι μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια».
Η συζήτηση για τον Ακάμα η οποία συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες, παραμένει ανοιχτή πληγή για τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι αποδεκατίζονται χρόνο με τον χρόνο. Και είναι πράγματι άξιο απορίας, γιατί η συγκεκριμένη επίσημη συζήτηση δεν περιλαμβάνει, σχεδόν ποτέ, αυτούς τους ανθρώπους που ζουν στις παρυφές του. Μήπως το «Save Akamas», δεν θα έπρεπε να αφορά μόνο τη γη, τη θάλασσα, τα δέντρα, τα ζώα, τα ψάρια και τα φυτά του Ακάμα; Μήπως κάναμε λάθος που εμείς οι «Λευκωσιάτες» κρίναμε από την άνεση του καναπέ μας τόσα χρόνια και ξεχάσαμε να βάλουμε στην εξίσωση τους ανθρώπους του Ακάμα; Δεν είναι αυτοί που δημιούργησαν την παράδοση, τον ιδιαίτερο πολιτισμό και τον μοναδικό χαρακτήρα του Ακάμα; Μήπως ήρθε η ώρα να τους ακούσουμε;