Έτσι θα γίνει η χρηματοδότηση της κρίσης

Ο τομέας της υγείας μονοπωλεί την καθημερινότητα μας καθώς η καταστολή της πανδημίας του κορωνοιού είναι η κυρίαρχη προτεραιότητα μας. Τα θέματα όμως της οικονομίας μας επηρεάζουν πλέον άμεσα  σε προσωπικό επίπεδο, σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η διαχείριση της κρίσης άρχισε να παζαρεύεται  στο πιο ψηλό επίπεδο μέσα στην ΕΕ, αρχίζοντας με δυο μαραθώνιες συνεδρίες των ΥΠΟΙΚ του Eurogroup. Με δυστυχώς τους γνωστούς μας καυγάδες μεταξύ Βορρά και Νότου.

Το τελευταίο όμως Eurogroup  ήταν πολύ σημαντικό . Κι αυτό γιατί μέσα από την έντονη συζήτηση άρχισε να προδιαγράφεται η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί για την χρηματοδότηση  της κρίσης. Βασικά το κεφάλαιο χρηματοδότηση χωρίστηκε σε τρία μέρη. Το κόστος που σχετίζεται με τα συστήματα υγείας – τόσο όσο διαρκεί η κρίση όσο και την αντιμετώπιση και επαναφορά τους στην κανονικότητα . Το κόστος υποστήριξης  των θέσεων εργασίας και των επιχειρήσεων κατά την διάρκεια της κρίσης. Και τέλος το κόστος επανεκκίνησης των οικονομιών.

Σύμφωνα με τον Οικονομολόγο Ιωάννη Τελώνη που μίλησε στο InBusinessNews για το μεν πρώτο κεφάλαιο – κόστος υγείας – υπήρξε συμφωνία ότι θα χρηματοδοτηθούν  από την ΕΕ στον αναγκαίο βαθμό σε κάθε χώρα – με την Ολλανδία να αίρει τις αντιρρήσεις της για τον έλεγχο των δαπανών.

«Για το δεύτερο κεφάλαιο συμφωνήθηκε η χρηματοδότηση μέσα από ένα μείγμα δανείων και χορηγιών με τους Ιταλούς αυτή τη φορά να αποδέχονται κάποιου είδους έλεγχο και επιτήρηση στην χρηματοδότηση – χαλαρά μνημόνια αν θέλετε. Το τρίτο κομμάτι ουσιαστικά  αφέθηκε για απόφαση στην σύνοδο των αρχηγών για λύση με κάποιες κατευθυντήριες γραμμές, με κυριότερη την απουσία οποιασδήποτε νύξης για έκδοση συλλογικού χρέους  - το γνωστό ευρωομόλογο που εδώ και χρόνια ζητούν οι χώρες του Νότου. Και αυτός ο συμβιβασμός προήλθε μετά από πιέσεις του Γαλλογερμανικού άξονα», είπε.

Από τα πιο πάνω σύμφωνα πάντα με τον κ. Τελώνη προκύπτει το ερώτημα αν υπάρχει τρόπος να τετραγωνιστεί ο κύκλος σε επίπεδο αρχηγών κρατών, ώστε να ξεκλειδώσουν τα τεράστια ποσά που θα απαιτηθούν  για την χρηματοδότηση της επανεκκίνησης. «Φαίνεται πως υπάρχει -  με ένα χαρακτηριστικά ανορθόδοξο Ευρωπαϊκό τρόπο , το λεγόμενο «πολύ- εργαλείο»  του Σούπερ Μάριο που κρατά στα χέρια της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)», υπογράμμισε

Το πολύ-εργαλείο του Μάριο Ντράγκι
Το εργαλείο αυτό εξήγησε ο κ. Τελώνης είναι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων με την ονομασία  Outright Monetary Transactions ( OMT).  
«Το ΟΜΤ σχεδιάστηκε το 2012 μετά που ο τότε Διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δεσμεύτηκε να κάνει ότι χρειαζόταν – το περίφημο whatever it takes   για να σώσει το ευρώ κατά την διάρκεια της κρίσης χρέους της εποχής που απειλούσε το ευρώ με κατάρρευση. Επιγραμματικά , το πρόγραμμα   αυτό επιτρέπει στην ΕΚΤ να αγοράσει σχεδόν απεριόριστες ποσότητες κρατικών ομολόγων των κρατών μελών του ευρώ, σπρώχνοντας έτσι προς τα κάτω τις αποδόσεις και αφαιρώντας  τη δυνατότητα κερδοσκοπίας. Το πρόγραμμα αυτό δεν έχει χρησιμοποιηθεί  αλλά μόνο και μόνο η ύπαρξη του ως  δυνατότητα κάλμαρε τις αγορές το 2012 και έσωσε το ευρώ», εξήγησε.
 
Το ΟΜΤ ως εργαλείο με βάση την ανάλυση του κ. Τελώνη δεν ήταν ιδιαίτερα  δημοφιλές στην Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας η οποία μεταξύ άλλων διατύπωνε την ανησυχία ότι μπορεί να παραβιάζει την Ευρωπαϊκή νομοθεσία που απαγορεύει την χρηματοδότηση των εθνικών κυβερνήσεων από την ΕΚΤ.  

«Το πρόγραμμα έχει ακόμη μια προϋπόθεση για χρήση του. Τα κράτη μέλη καθίστανται επιλέξιμα  για αγορά των ομολόγων τους μέσω του ΟΜΤ μόνο εάν προηγουμένως  έχουν αιτηθεί και εξασφαλίσει πιστωτική γραμμή (δάνειο)  από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).  Με άλλα λόγια πρέπει να βρίσκονται σε μνημόνιο. Το μνημόνιο μεταξύ μέλους και  ESM  δεν πρέπει να προδιαθέτει τη συμμετοχή στο πρόγραμμα  ΟΜΤ για το οποίο αποφασίζει ανεξάρτητα η ΕΚΤ»., σημείωσε.

Γιατί είναι σημαντικό το ΟΜΤ
Το ΟΜΤ έχει ιδιαίτερη σημασία για δυο λόγους σύμφωνα με τον κ. Τελώνη.

«Πρώτο, το μέγεθος του επιτρέπει την αγορά σχεδόν απεριόριστου ποσού σε ομόλογα. Δεύτερο σε αντίθεση με τα υφιστάμενα προγράμματα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, δεν περιορίζει στην αγορά στην βάση της αναλογίας μεγέθους της χώρας και της επιλεξιμότητας της ποιότητας των ομολόγων της ( επενδυτικός βαθμός). Το πρακτικό αποτέλεσμα  της χρήσης αυτού του προγράμματος είναι ότι συγκεράζει τις απαιτήσεις των Βόρειων χωρών για ύπαρξη ελέγχου ( μνημονίου) ως μέρος της χρηματοδότησης και της ανάγκης των χωρών του Νότου για χρηματοδότηση σε υποφερτές αποδόσεις σε πανευρωπαϊκό εύρος – κάτι δηλαδή που μοιάζει με ευρωομόλογο», επεσήμανε.

Οι δυσκολίες στην εφαρμογή και οι λύσεις 
Εφόσον από την πιο πάνω ανάλυση προκύπτει ότι το OMT προσφέρει μια λύση στο πρόβλημα της χρηματοδότησης γιατί δεν χρησιμοποιήθηκε μέχρι τώρα.  Το πρώτο πρόβλημα αφορά την απαίτηση για αίτηση πιστωτικής γραμμής από τον  ESM και ένταξης σε μνημόνιο και το «στίγμα» που συνοδεύει μια τέτοια κίνηση.

«Η λύση σε αυτό είναι μια συμφωνία όπως όλες οι χώρες του Eurogroup κάνουν μια τέτοια αίτηση. Και ενώ πριν από την κρίση κάτι τέτοιο φάνταζε αδύνατο- τώρα με ακόμη και τα πιο ισχυρά κράτη όπως η Γερμανία να βρίσκονται στην ανάγκη χρημάτων μια τέτοια κίνηση από όλους γίνεται πλέον εφικτή. Φαίνεται μάλιστα πως στο τελευταίο Euro group κάτι τέτοιο έχει συμφωνηθεί  ως μέρος της συνεννόησης που πέτυχε ο γαλλογερμανικός άξονας», είπε.

Το δεύτερο πρόβλημα σύμφωνα με τον Ιωάννη Τελώνη αφορά το ότι η απόφαση για ενεργοποίηση του προγράμματος ανήκει στην ΕΚΤ.
«Και ενώ η νέα Διοικητής  της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρτ τάχθηκε στο παρελθόν αναφανδόν υπέρ της έκδοσης Ευρωομολόγου, τα γεράκια στο Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας  και ειδικά οι Γερμανοί   είναι εναντίον για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω. Μια ένδειξη όμως μιας πιθανής διαφοροποίησης της Γερμανικής στάσης  αποτελεί η πρόσφατη απόφαση του συμβουλίου της ΕΚΤ για αποδοχή των Ελληνικών ομολόγων στα υφιστάμενα προγράμματα αγοράς ομολόγων παρόλο που αυτά δεν βρίσκονται στην επενδυτική βαθμίδα», τόνισε.

Τα επόμενα βήματα
Τέλος ο κ. Τελώνης εξέφρασε την άποψη πως τα επόμενα βήματα θα αποφασιστούν πλέον σε επίπεδο αρχηγών κρατών.
«Η λύση της χρήσης του ΟΜΤ συγκεντρώνει πολιτικά πλεονεκτήματα, ειδικά για τις κυβερνήσεις που έχουν δυσκολίες με συντηρητικές λαϊκίζουσες παρατάξεις στις χώρες τους, όπως η Γερμανία και η Ιταλία . Η έκβαση λοιπόν αβέβαιη και το αποτέλεσμα αναμένεται με ενδιαφέρον», κατέληξε.