Γέμισε με φίλους το σπίτι
22:37 - 14 Απριλίου 2020

Σαν το πάρτι του Κηλαϊδόνη:
Θέλω ένα βράδυ να κάνω ένα πάρτι,
πάρτι από εκείνα τα παλιά
και να καλέσω σ’ εκείνο το πάρτι
να 'ρθουν τα πιο καλά παιδιά.
Θέλω ένα βράδυ να κάνω ένα πάρτι,
πάρτι από εκείνα τα παλιά
και να καλέσω σ’ εκείνο το πάρτι
να 'ρθουν τα πιο καλά παιδιά.
Μόνο που εμείς δεν μείναμε στο θέλω του εμπνευστή, το είπαμε και το κάναμε. Τα καλέσαμε στο σπίτι τα καλά παιδιά, που ήλθαν και μας άρεσε και τους άρεσε κι έμειναν και τώρα έχουν εγκατασταθεί παντού - από το σαλόνι στη βεράντα κι από εκεί στα υπνοδωμάτια και δεν ξέρω πού αλλού. Παντού, ένα πράμα, χωράνε και πάνε ασορτί με την ψυχολογία μας: Θέλει παρέα η απομόνωση και καλοπέραση, την καλύτερη. Και την έχουμε.
Και τώρα που τη βρήκαμε σε φίλους νέους, παλιούς, ακόμα και πάλαι ποτέ κολλητούς, δεν λέμε να ξεκολλήσουμε.
Ο Βασίλης, ο Όλιβερ και ο θείος Ντίκενς
Ήταν μια κουλτούρα παλιά που αναβίωσε; Μια πρώτη αγάπη που δεν ξεχνιέται; Είναι μια τάση καινούργια και πρωτόγνωρη; Είναι μια δοκιμή, μια ανάγκη; Όπως και να ‘χει, ο καθένας καλεί τους φίλους του για τους δικούς του λόγους. Ύστερα, μένουν μαζί αν η σχέση ευδοκιμήσει, καθοριζόμενη πια από αμοιβαίους όρους.
Σχέση που ήλθε κι έδεσε περίπου από το πουθενά, όπως αυτή του Βασίλη στο απέναντι διαμέρισμα με τον Όλιβερ Τουίστ του Ντίκενς, που τον κατέβασε από το ράφι η γιαγιά του και του τον έστειλε σε νάιλον σακούλι με την πρώτη ευκαιρία, μαζί με το… λαθραίο ψητό της περασμένης Κυριακής.
Από την πρώτη στιγμή έγιναν φίλοι. Ο Βασίλης, το βιβλίο, ο Όλιβερ Τουίστ και ο Ντίκενς, φίλοι κολλητοί.
Ο Τάκης και ο Μόντης ο δικός του
Ε, ρε τι κάνει η απομόνωση και των θαυμαστών ουκ έσται τέλος, καθώς κολλητούς γυρεύει και κολλητούς δεν έχει αυτό τον δύσκολο καιρό ο Τάκης - στέλεχος εταιρικό των οικονομικών ετών 40 και κάτι, πατέρας του Βασιλάκη, καμία σχέση με τα βιβλία πέραν των αυστηρώς επαγγελματικών -, αλλά τώρα θες εμπνεύστηκε, θες ζήλεψε από τον μικρό, ανέσυρε από τη βιβλιοθήκη ένα πόνημα ξεχασμένο. Πάντοτε τον είχε σε υπόληψη μεγάλη τον Μόντη - δικός μας, σαφής, ντόπρος και καθαρός έλεγε - μόνο που ποτέ δεν ασχολήθηκε, δεν είχε καιρό. Τώρα έχει. Πίνουν μαζί τον καφέ τους, διαβάζουν ποίηση, ο ένας γράφει και απαγγέλλει, ο άλλος ακούει και μιλά.
Παίρνει τη Μαρία του ξωπίσω και λέει και ξαναλέει για τον Μόντη και για το τι έγραψε για την Κερύνεια και τον Πενταδάκτυλο και για τους Έλληνες που ο Θεός έκανε λίγους, γιατί όλοι οι άλλοι είναι πολλοί, κάπως έτσι το κατάλαβε.
Η Πίλτσερ, η Κάθυ και η Μαρία του Τάκη
Η Μαρία, παρόλο που από ένα σημείο και μετά απλώς τον ανέχεται για να μην τον αποπάρει, θέλει να του πει πως τόσο καιρό που εκείνη δεν κοιμότανε, αν πρώτα δεν περνούσε το καθιερωμένο μισάωρό της με κάποιο βιβλίο, εκείνος ένα περίπου την κορόιδευε, ειρωνευόμενος την Πίλτσερ και την Κάθυ Κέλλυ, τις ξενόφερτες φιλενάδες της και τον Μάνεση που θεωρούσε πάντα παράξενο έως και ακατανόητο. Και μπορεί να είχε και δίκαιο. Αλλά ποιος είναι σε θέση να βάζει όρια στις επιλογές των άλλων, των φιλιών και των φίλων τους; Κανένας βέβαια, ούτε καν ο απεχθής ιός, κυρίως αυτός.
Ένα βιβλίο κι εγώ, αυτή η φιλία ωφελεί σοβαρά την υγεία και βλάφτει έως θανάτου τον εξαποδώ.
