Πέρασε με αποδεκτό για όλους τροπο το Νομοσχέδιο για τις παρακολουθήσεις
14:04 - 07 Φεβρουαρίου 2020
Τη μερική αποδοχή της αναπομπής του νόμου για τις παρακολουθήσεις, ψήφισε η Ολομέλεια της Βουλής, στην παρουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, Γιώργου Σαββίδη. Υπέρ ψήφισαν 20 Βουλευτές, 2 εναντίον και 15 τήρησαν αποχή.
Λαμβάνοντας το λόγο ο Γιώργος Γεωργίου, Πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών, ανέφερε ότι η αναπομπή γίνεται μερικώς αποδεκτή με βάση διαβούλευση η οποία έχει γίνει στα πλαίσια της επανεξέτασης της υπό συζήτησης νομοθεσίας.
Είναι η πεποίθησή μας, σημείωσε ο κ. Γεωργίου, ότι ανεξαρτήτως των θέσεων των συναδέλφων σήμερα στέλνουμε όλοι ένα ισχυρό μήνυμα ότι όλα τα κόμματα, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία είμαστε δίπλα από τις δυνάμεις ασφαλείας από την αστυνομία και ότι είμαστε απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα, ενωμένη, όλη η πολιτική ηγεσία αυτής της χώρας.
Λαμβάνοντας το λόγο ο Γιώργος Γεωργίου, Πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών, ανέφερε ότι η αναπομπή γίνεται μερικώς αποδεκτή με βάση διαβούλευση η οποία έχει γίνει στα πλαίσια της επανεξέτασης της υπό συζήτησης νομοθεσίας.
Είναι η πεποίθησή μας, σημείωσε ο κ. Γεωργίου, ότι ανεξαρτήτως των θέσεων των συναδέλφων σήμερα στέλνουμε όλοι ένα ισχυρό μήνυμα ότι όλα τα κόμματα, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία είμαστε δίπλα από τις δυνάμεις ασφαλείας από την αστυνομία και ότι είμαστε απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα, ενωμένη, όλη η πολιτική ηγεσία αυτής της χώρας.
Την ικανοποίησή του για την έγκριση από την Βουλή μερικώς της αναπομπής του νόμου για τις παρακολουθήσεις επικοινωνιών ιδιωτικού περιεχομένου εξέφρασε ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης Γιώργος Σαββίδης, σημειώνοντας παράλληλα ότι έγιναν συμβιβασμοί από όλους και ευχαριστώντας τα κόμματα και την Βουλή γιατί έγινε κατορθωτό να εξευρεθεί μια συναινετική λύση.
«Με χαροποιεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι προ ολίγων λεπτών πέρασε ο νόμος των ιδιωτικών παρακολουθήσεων με τρόπο που να είναι αποδεκτός από όλους», ανέφερε ο κ. Σαββίδης στις δηλώσεις του.
Έγιναν συμβιβασμοί από όλες τις πλευρές, είπε, «και πιστεύω ότι καταλήξαμε σε ένα αποτέλεσμα και πιστεύω ότι από τη μια παρέχει τα αναγκαία εχέγγυα για να αποτελέσει αυτός ο νόμος ένα σημαντικό όπλο στην προσπάθεια των διωκτικών αρχών να καταπολεμήσουν το οργανωμένο έγκλημα, αλλά από την άλλη δίνει πολλές ασφαλιστικές δικλείδες, οι οποίες ικανοποίησαν τους Βουλευτές για το ότι έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό η πιθανότητα να υπάρξει οποιαδήποτε κατάχρηση του σοβαρού αυτού όπλου που δίνεται στις διωκτικές αρχές».
Ο κ. Σαββίδης επανέλαβε ότι «ο νόμος αυτός δεν δίνει μια γενική άδεια πλήρους παρακολούθησης όλων των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, είναι πάρα πολύ περιορισμένες οι συνθήκες, είναι πάρα πολύ περιορισμένα τα αδικήματα, είναι τα πολύ σοβαρά ποινικά αδικήματα, τα οποία περιγράφονται στην τροποποίηση του Συντάγματος και στον νόμο ο οποίος πέρασε πριν από λίγο».
Ο Υπουργός εξέφρασε τις θερμές του ευχαριστίες προς όλα τα κόμματα, «γιατί μέσα σ’ αυτή την δύσκολη και γεμάτη εμπόδια, προβλήματα, δυσκολίες και επιπλοκές πορεία που είχε το νομοσχέδιο αυτό καταλήξαμε πριν από λίγο σε μια συναινετική λύση».
«Θέλω θερμά να ευχαριστήσω όλα τα κόμματα για την συνεργασία, την βοήθεια και τελικά τη Βουλή για την ψήφιση του νόμου», είπε.
Σε ερώτηση πως αλλάζει το νομοσχέδιο απάντησε ότι υπήρχαν δύο τροπολογίες της ΕΔΕΚ για τις οποίες διαφωνήσαμε και έγινε η αναπομπή.
«Ξεκινώντας από το εύκολο, το θέμα του δικηγορικού απορρήτου, με την τροπολογία που είχα παρουσιάσει προχθές στη Βουλή, ξεκαθαρίζει απόλυτα ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιοδήποτε δικαστήριο ποινικό ή πολιτικό η μαρτυρία η οποία προκύπτει από παρακολούθηση τηλεφωνικής συνδιάλεξης δικηγόρου – πελάτη, εφόσον το περιεχόμενό της είναι στο επαγγελματικό απόρρητο το οποίο καθορίζει ο περί Δικηγόρων Νόμος και οι περί Δικηγόρων Κανονισμοί», ανέφερε.
Όπως ήταν η τροπολογία η προηγούμενη με την οποία είχα διαφωνήσει, εξήγησε, «δεν ήταν θέμα αν θα ήταν αποδεκτή η μαρτυρία στο δικαστήριο ήταν παράνομη η παρακολούθηση».
«Με τον τρόπο αυτό η παρακολούθηση θα μπορεί να γίνεται απλά δεν θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε καλώς νοούμενο επαγγελματικό απόρρητο μεταξύ πελάτη και δικηγόρου στα δικαστήρια», είπε.
Η άλλη τροπολογία που είχε ζητήσει η ΕΔΕΚ, ανέφερε ο κ. Σαββίδης, «να προστεθεί δηλαδή ο σοβαρός λόγος και η αναγκαιότητα ως προϋπόθεση για να εξασφαλιστεί το διάταγμα, έχουν φύγει οι δύο οροί αυτοί, ο σοβαρός λόγος και η αναγκαιότητα».
Επίσης πρόσθεσε, ενώ το δικό μας κείμενο αναφερόταν σε εύλογη υποψία ή πιθανότητα, υπαλλακτικά δηλαδή η πιθανότητα, δεχτήκαμε ότι η λέξη πιθανότητα ενδεχομένως να ήταν πιο χαμηλή σε επίπεδο αναγκαιότητας απόδειξης από την εύλογη υποψία και δεχτήκαμε να μείνει μόνο η εύλογη υποψία.
Άρα, σημείωσε, «θα μπορεί να γίνει παρακολούθηση αν πειστεί το δικαστήριο μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα ότι υπάρχει εύλογη υποψία».
«Αυτός ο όρος, είναι πολύ σημαντικό να αναφέρουμε, ότι είναι πολύ γνωστός στους δικαστές γιατί είναι βάσει αυτού που στερούν το ύψιστο δικαίωμα του πολίτη που είναι η ελευθερία του ατόμου», είπε.
«Με χαροποιεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι προ ολίγων λεπτών πέρασε ο νόμος των ιδιωτικών παρακολουθήσεων με τρόπο που να είναι αποδεκτός από όλους», ανέφερε ο κ. Σαββίδης στις δηλώσεις του.
Έγιναν συμβιβασμοί από όλες τις πλευρές, είπε, «και πιστεύω ότι καταλήξαμε σε ένα αποτέλεσμα και πιστεύω ότι από τη μια παρέχει τα αναγκαία εχέγγυα για να αποτελέσει αυτός ο νόμος ένα σημαντικό όπλο στην προσπάθεια των διωκτικών αρχών να καταπολεμήσουν το οργανωμένο έγκλημα, αλλά από την άλλη δίνει πολλές ασφαλιστικές δικλείδες, οι οποίες ικανοποίησαν τους Βουλευτές για το ότι έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό η πιθανότητα να υπάρξει οποιαδήποτε κατάχρηση του σοβαρού αυτού όπλου που δίνεται στις διωκτικές αρχές».
Ο κ. Σαββίδης επανέλαβε ότι «ο νόμος αυτός δεν δίνει μια γενική άδεια πλήρους παρακολούθησης όλων των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, είναι πάρα πολύ περιορισμένες οι συνθήκες, είναι πάρα πολύ περιορισμένα τα αδικήματα, είναι τα πολύ σοβαρά ποινικά αδικήματα, τα οποία περιγράφονται στην τροποποίηση του Συντάγματος και στον νόμο ο οποίος πέρασε πριν από λίγο».
Ο Υπουργός εξέφρασε τις θερμές του ευχαριστίες προς όλα τα κόμματα, «γιατί μέσα σ’ αυτή την δύσκολη και γεμάτη εμπόδια, προβλήματα, δυσκολίες και επιπλοκές πορεία που είχε το νομοσχέδιο αυτό καταλήξαμε πριν από λίγο σε μια συναινετική λύση».
«Θέλω θερμά να ευχαριστήσω όλα τα κόμματα για την συνεργασία, την βοήθεια και τελικά τη Βουλή για την ψήφιση του νόμου», είπε.
Σε ερώτηση πως αλλάζει το νομοσχέδιο απάντησε ότι υπήρχαν δύο τροπολογίες της ΕΔΕΚ για τις οποίες διαφωνήσαμε και έγινε η αναπομπή.
«Ξεκινώντας από το εύκολο, το θέμα του δικηγορικού απορρήτου, με την τροπολογία που είχα παρουσιάσει προχθές στη Βουλή, ξεκαθαρίζει απόλυτα ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιοδήποτε δικαστήριο ποινικό ή πολιτικό η μαρτυρία η οποία προκύπτει από παρακολούθηση τηλεφωνικής συνδιάλεξης δικηγόρου – πελάτη, εφόσον το περιεχόμενό της είναι στο επαγγελματικό απόρρητο το οποίο καθορίζει ο περί Δικηγόρων Νόμος και οι περί Δικηγόρων Κανονισμοί», ανέφερε.
Όπως ήταν η τροπολογία η προηγούμενη με την οποία είχα διαφωνήσει, εξήγησε, «δεν ήταν θέμα αν θα ήταν αποδεκτή η μαρτυρία στο δικαστήριο ήταν παράνομη η παρακολούθηση».
«Με τον τρόπο αυτό η παρακολούθηση θα μπορεί να γίνεται απλά δεν θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε καλώς νοούμενο επαγγελματικό απόρρητο μεταξύ πελάτη και δικηγόρου στα δικαστήρια», είπε.
Η άλλη τροπολογία που είχε ζητήσει η ΕΔΕΚ, ανέφερε ο κ. Σαββίδης, «να προστεθεί δηλαδή ο σοβαρός λόγος και η αναγκαιότητα ως προϋπόθεση για να εξασφαλιστεί το διάταγμα, έχουν φύγει οι δύο οροί αυτοί, ο σοβαρός λόγος και η αναγκαιότητα».
Επίσης πρόσθεσε, ενώ το δικό μας κείμενο αναφερόταν σε εύλογη υποψία ή πιθανότητα, υπαλλακτικά δηλαδή η πιθανότητα, δεχτήκαμε ότι η λέξη πιθανότητα ενδεχομένως να ήταν πιο χαμηλή σε επίπεδο αναγκαιότητας απόδειξης από την εύλογη υποψία και δεχτήκαμε να μείνει μόνο η εύλογη υποψία.
Άρα, σημείωσε, «θα μπορεί να γίνει παρακολούθηση αν πειστεί το δικαστήριο μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα ότι υπάρχει εύλογη υποψία».
«Αυτός ο όρος, είναι πολύ σημαντικό να αναφέρουμε, ότι είναι πολύ γνωστός στους δικαστές γιατί είναι βάσει αυτού που στερούν το ύψιστο δικαίωμα του πολίτη που είναι η ελευθερία του ατόμου», είπε.