Πώς οι χάκερ επιτίθενται και απειλούν εταιρείες και πολίτες μέσω ενός μηνύματος
06:55 - 12 Φεβρουαρίου 2020

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, για το 2019, ένας στους τρεις Ευρωπαίους πολίτες, από 16 μέχρι 74 ετών, έχουν αναφέρει στις Αρχές περιστατικά που σχετίζονται με την ασφάλεια κατά τη χρήση του διαδικτύου.
Σε αυτό το διάστημα, το πιο συχνό περιστατικό ασφάλειας που καταγγέλθηκε από τους πολίτες, αφορούσε το phishing (ψευδή μηνύματα), από το οποίο πλήγηκαν το 25% όσων προχώρησαν σε καταγγελίες.
Τι είναι το phising
Κληθείς από τον REPORTER να εξηγήσει τι είναι το phising, ο υπεύθυνος του Γραφείου Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Ανδρέας Αναστασιάδης, ανέφερε ότι είναι η αποστολή κάποιου ηλεκτρονικού συνδέσμου (link), το οποίο είναι παραπλανητικό και παραπέμπει σε κάτι ωραιοποιημένο. Για παράδειγμα, ο χάκερ στέλνει ένα e-mail ή ένα sms στο θύμα, στο οποίο συστήνεται ως αξιόπιστο πρόσωπο, που ανήκει σε κάποια εταιρεία ή οργανισμό. Πολλές φορές παρουσιάζεται, μάλιστα, ως πρόσωπο από την ίδια την υπηρεσία του e-mail και ζητά από το θύμα κάποια προσωπικά στοιχεία.
Αν κάποιος πατήσει στο σύνδεσμο που του αποστέλνεται, μπορεί να δώσει τα προσωπικά του στοιχεία στον άγνωστο που κρύβεται πίσω από το email.
«Όλοι μπορεί να πέσουν θύματα τέτοιους είδους απάτης. Οι νέοι, σίγουρα είναι πιο ενημερωμένοι από τους μεγαλύτερους σε ηλικία, αλλά υπάρχει κάποτε και ο ενθουσιασμός ή η βιασύνη για διεκπεραίωση κάποιων ενεργειών, με αποτέλεσμα να πέφτουν θύματα των χάκερ», ανέφερε ο κ. Αναστασιάδης.
Οι χάκερ δεν χτυπούν, όμως, μόνο πολίτες αλλά και εταιρείες, με σκοπό την απόσπαση χρημάτων, υπό το καθεστώς απειλής.
Οι χάκερ, όπως εξήγησε ο κ. Αναστασιάδης, ζητούν ως επί το πλείστον τα χρήματα σε bitcoins, απειλώντας τις εταιρείες, ότι θα διαδώσουν τα στοιχεία που υπέκλεψαν, σε ανταγωνιστικές εταιρείες ή πρόσωπα. Αφού οι εταιρείες ενδώσουν στις απειλές και ο χάκερ πάρει τα χρήματα, στη συνέχεια ξεκλειδώνει τα αρχεία που κλείδωσε μέσω της διαδικασίας των ψευδών μηνυμάτων (phising).
«Κυρίως, ζητούν τα χρήματα σε bitcoins, τα οποία δεν μπορούν να ανιχνευθούν εύκολα».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Το 52% των Ευρωπαίων και το 51% των Κυπρίων θεωρούν ότι μπορούν να προστατευθούν από το κυβερνοέγκλημα
H δεύτερη πιο συχνή μέθοδος απάτης που καταγράφεται κατά το 2019, είναι η τεχνική του pharming, από την οποία επηρεάστηκε το 12% των πολιτών, που έπεσαν θύματα απάτης.
Το pharming ομοιάζει με το phishing, ωστόσο, είναι μια μέθοδος σαφώς πιο επικίνδυνη.
Το pharming, είναι ένα ειδικό πρόγραμμα που εκμεταλλεύεται κενά ασφαλείας του συστήματος. Διεισδύει στον υπολογιστή του θύματος και το επηρεάζει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ακόμη και αν ο χρήστης πληκτρολογεί τη σωστή διεύθυνση του διαδικτυακού τόπου που θέλει να επισκεφθεί, ο υπολογιστής τον οδηγεί μόνο σε πλαστές ιστοσελίδες.
Ειδικότερα, αν πρόκειται για ιστοσελίδα τράπεζας, η προσπάθεια του θύματος να πραγματοποιήσει τις συναλλαγές του μέσω on-line banking, καταλήγει στη μεταφορά των χρημάτων του στους χάκερ.
Το pharming, μπορεί να στοχεύσει επίσης τόσο εταιρείες, όσο και πολίτες.
Για να προστατευθούν από τέτοιου είδους επιθέσεις, οι χρήστες του διαδικτύου πρέπει να αλλάζουν συχνά τους κωδικούς στους λογαριασμούς που διατηρούν και να έχουν αναβαθμισμένα λογισμικά και antivirus.
«Προτού πατήσουν σε οποιοδήποτε σύνδεσμο ή μήνυμα που λαμβάνουν, είναι καλύτερα να επιθεωρούν το αντικείμενο, να υποψιάζονται ότι πιθανόν να υπάρχει το ενδεχόμενο απάτης και να είναι επιφυλακτικοί».
Σε ότι αφορά στις εταιρείες, ο κ. Αναστασιάδης τόνισε πως πρέπει να έχουν τα αρχεία τους σε ανεξάρτητο server, ώστε σε περίπτωση που πάθουν οποιαδήποτε ζημιά, να μπορούν να συνεχίσουν την εργασία τους απρόσκοπτα και χωρίς προβλήματα.
Σε ότι αφορά τη στατιστική πλευρά των στοιχείων για απάτες μέσω διαδικτύου, τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στη Δανία (50%). Ακολουθεί η Γαλλία (46%), η Σουηδία (45%), η Μάλτα και η Ολλανδία (42%), η Φινλανδία (41%) και η Γερμανία (40%).
Στη μέση η Κύπρος
Η χώρα μας βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (32%), αφού οι καταγγελίες έφθασαν στο 21%.
Σε ότι αφορά τα αποτελέσματα της έρευνας της Eurostat, o κ. Αναστασιάδης, ανέφερε ότι είναι θετικά τα αποτελέσματα για τη χώρα μας, αλλά θα μπορούσαν να είναι και καλύτερα.
«Είναι παγκόσμιο το φαινόμενο της παραβίασης ή της παράνομης πρόσβασης στα δεδομένα κάποιου υπολογιστή ή κάποιας εταιρείας και λοιπά. Πολλοί μπορεί να μην καταγγέλλουν αυτά τα περιστατικά, όπως για παράδειγμα μια εταιρεία που φοβάται για την εικόνα της».
Όπως σημείωσε ο κ. Αναστασιάδης, η Αστυνομία από την πλευρά της, κάνει μεγάλη προσπάθεια για ενημέρωση των πολιτών και των εταιρειών για το τι πρέπει να προσέχουν.
«Είναι ευχάριστο ότι είμαστε από τις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά. Θέλουμε να αναφέρουν, όμως οι εταιρείες και οι πολίτες, τις περιπτώσεις που τους απασχολούν και να ξέρουν ότι η εμπιστευτικότητα και η εχεμύθεια είναι δεδομένη. Εμείς, σε συνεργασία με την Europol, προσπαθούμε να καταπολεμήσουμε τα αδικήματα μέσω διαδικτύου».
«Με την ευκαιρία να πούμε και για την ιστοσελίδα μας, www.cyberalert.cy, όπου υπάρχει αρκετό υλικό για τα αδικήματα μέσω διαδικτύου, μέθοδοι πρόληψης, προστασία και υποβολή αναφοράς ή καταγγελίας, την οποία είναι καλό να επισκέπτονται οι πολίτες», ανέφερε καταλήγοντας o υπεύθυνος του Γραφείου Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.