Σημαντική πρόοδος αλλά και αδυναμίες εντοπίζει η Moneyval στην Κύπρο
07:36 - 12 Φεβρουαρίου 2020
Πρόοδο αλλά και «σημαντικές αδυναμίες» στο κυπριακό πλαίσιο της καταπολέμησης ξεπλύματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, διαπιστώνει η Επιτροπή Αξιολόγησης των μέτρων που λαμβάνονται κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Moneyval) του Συμβουλίου της Ευρώπης, καταγράφοντας κινδύνους που σχετίζονται με το πρόγραμμα πολιτογραφήσεων και τις ξένες εταιρείες που είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ογκώδη έκθεση (281 σελίδες) κατόπιν της πέμπτης αξιολόγησης της Κύπρου, που δόθηκε στη δημοσιότητα τα ξημερώματα της Τετάρτης, η Κύπρος πέτυχε συμμόρφωση και ευρεία συμμόρφωση σε 37 από τις 40 τεχνικές αξιολογήσεις, ενώ πήρε το βαθμό της μερικής συμμόρφωσης σε τρεις. Παράλληλα, πήρε τον δεύτερο ψηλότερο βαθμό (substantial) σε τρεις από τις έντεκα αξιολογήσεις αποτελεσματικότητας, παίρνοντας μέτριο βαθμό (moderate) στις άλλες οκτώ.
Ωστόσο, η Moneyval επισημαίνει πως οι κυπριακές αρχές δεν έχουν αξιολογήσει συνολικά τον κίνδυνο που σχετίζεται με το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα.
«Ο κίνδυνος στον τομέα των ακινήτων, έχει αυξηθεί εκθετικά εφόσον (η επένδυση στα ακίνητα) κατέστη το προτιμητέο όχημα επένδυσης για απόκτηση υπηκοότητας κάτω από το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα. Αυτοί οι κίνδυνοι δεν έχουν μετριαστεί κατάλληλα», αναφέρει η Moneyval, προσθέτοντας πως η υλοποίηση προληπτικών μέτρων και του εποπτικού του πλαισίου του τομέα «παρουσιάζουν σημαντικές αδυναμίες».
Η έκθεση καλύπτει την περίοδο από το 2013 μέχρι το 2018.
Στη σύνοψη της έκθεσης καταγράφονται πέντε σημεία στα οποία το κυπριακό πλαίσιο καταπολέμησης του ξεπλύματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας λειτουργεί επαρκώς.
Αναφέρεται ειδικότερα ότι η Κύπρος κατανοεί τους κινδύνους από το ξέπλυμα χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε μεγάλο βαθμό και ότι αριθμός μέτρων έχουν εφαρμοστεί για τον μετριασμό των κύριων κινδύνων με αποτελεσματικό τρόπο.
Ενδεικτικά, αναφέρει πως η Κύπρος παρουσίασε εθνικό πρόγραμμα αξιολόγησης κινδύνων σε σχέση με την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και σχετικό σχέδιο δράσης. Βάσει του προγράμματος λήφθηκαν πρωτοβουλίες όπως τις δεσμευτικές οδηγίες για τις εταιρείες κέλυφος, το αυστηρότερο πλαίσιο στις τράπεζες αναφορικά με το άνοιγμα λογαριασμών πελατών που προτείνονται από παρόχους διοικητικών υπηρεσιών, την συνάντηση με πελάτες που προτείνονται από παρόχους διοικητικών υπηρεσιών, καθώς και με τους τελικούς δικαιούχους.
Σημειώνει επίσης ότι υπάρχει καλό επίπεδο συντονισμού των αρμόδιων αρχών τόσο σε επίπεδο πολιτικής όσο και σε λειτουργικό επίπεδο.
Τονίζει ακόμη ότι ο τραπεζικός τομέας έχει καταστεί πιο αποτελεσματικός στον μετριασμό των κινδύνων και συμπληρώνει ότι «αυτό αποδίδεται ευρέως στις ολοένα και πιο ορθές εποπτικές πρακτικές της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου».
Για την Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (ΜΟΚΑΣ) η Mοneyval αναφέρει πως έχει την ικανότητα να υποστηρίξει τις λειτουργικές ανάγκες των αρμόδιων αρχών, μέσω της ανάλυσης και της παροχής πληροφοριών.
Αναφέρεται ακόμη και στην ανάπτυξη μηχανισμών για έγκαιρη και εποικοδομητική παροχή πληροφοριών σε άλλες χώρες τόσο σε επίσημη όσο και ανεπίσημη βάση.
Κάνει ωστόσο λόγο για «σημαντικές αδυναμίες» που παρεμποδίζουν την αποτελεσματικότητα του πλαισίου καταπολέμησης ξεπλύματος χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Πέραν από το θέμα των πολιτογραφήσεων, η Moneyval σημειώνει ότι δεν υπάρχει επαρκής καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος από έσοδα από εγκληματικές πράξεις εκτός Κύπρου, «που αποτελούν την υψηλότερη απειλή για το κυπριακό χρηματοοικονομικό σύστημα».
Οι κυπριακές αρχές, όπως αναφέρεται, δεν ήταν ενεργές στο πάγωμα και δήμευση εσόδων από εγκληματικές πράξεις που ανήκουν σε ξένα πρόσωπα με δική τους πρωτοβουλία, παρόλο που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αρωγή άλλων χωρών.
Αναφέρεται στην απουσία μιας επίσημης αξιολόγησης κινδύνων που σχετίζονται από τη λειτουργία εταιρειών στην Κύπρο, παρά το ότι υπάρχει ένα εξελιγμένος τομέας προσέλκυσης εταιρειών και παροχής διοικητικών υπηρεσιών. «Αυτό έχε μειώσει την ικανότητα των αρχών να εφαρμόσουν πιο στοχευμένα μέτρα μετριασμού, για να διασφαλίσουν την διαφάνεια των νομικών προσώπων» σημειώνει η έκθεση.
Αν και σημειώνει ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την υλοποίηση ενός συνολικού εποπτικού πλαισίου για παρόχους υπηρεσιών και υπηρεσιών εμπιστευματοδόχου, η Moneyval επισημαίνει ότι υπάρχουν αδυναμίες στην υλοποίηση προληπτικών μέτρων ευρύτερα στον τομέα αυτό.
«Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις για την ύπαρξη πληροφοριών του τελικού δικαιούχου νομικών προσώπων ή εταιρικών δομών που είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο και την αναφορά εκθέσεων ύποπτων συναλλαγών».
Για τους παρόχους διοικητικών υπηρεσιών, η Moneyval σημειώνει πως δεν επέδειξαν ομοιόμορφο επίπεδο κατανόησης των κινδύνων αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, κάτι που χαρακτηρίζει «σημαντική ευπάθεια» δεδομένου ότι η Κύπρος είναι διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο με τους παροχείς διοικητικών υπηρεσιών να λειτουργών και ως «φύλακες».
Για τον τραπεζικό τομέα, η έκθεση επισημαίνει πως πολλές εκθέσεις ύποπτων συναλλαγών (SARs) που υποβάλλονται από τις τράπεζες περιέχουν συναφείς και ακριβείς πληροφορίες και συνάδουν με τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Κύπρος. Σημειώνει μάλιστα πως ένα σημαντικό μέρος οδήγησαν σε εγχώριες έρευνες ή αποτέλεσαν καταλύτη για παροχή πληροφοριών από την ΜΟΚΑΣ σε ξένες μονάδες καταπολέμησης ξεπλύματος.
Ωστόσο σημειώνει πως προκαλεί ανησυχία το γεγονός ότι, ενώ οι τράπεζες είναι σε θέση να εντοπίσουν ύποπτη δραστηριότητα στη βάση των συνεχιζόμενων διαδικασιών παρακολούθησης, οι πάροχοι διοικητικών υπηρεσιών απέτυχαν να το πράξουν, σε περιπτώσεις που είχαν κοινούς πελάτες. Αυτό καταδεικνύει πως η πιθανότητα εντοπισμού ύποπτης δραστηριότητας είναι χαμηλότερη σε περιπτώσεις που οι εταιρείες που τυγχάνουν διαχείρισης από πάροχους διοικητικών υπηρεσιών δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό στην Κύπρο, προσθέτει.
Όσον αφορά την εποπτεία και αδειοδότηση των παρόχων διοικητικών υπηρεσιών, η Moneyval σημειώνει ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου και ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Ελεγκτών εφαρμόζουν ολοκληρωμένους ελέγχους στο πλαίσιο της διαδικασίας αδειοδότησης, ενώ οι έλεγχοι πιστοποίησης του Δικηγορικού Συλλόγου είναι πιο περιορισμένοι.
Δέσμευση €115 εκατ. κατάσχεση €13 εκατ.
Σύμφωνα με την Mοneyval, κατά την υπό εξέταση περίοδο, η Κύπρος προχώρησε στο πάγωμα €115 εκατ. και προχώρησε στην κατάσχεση €13 εκατ., περιλαμβανομένης της εκτέλεσης διαταγμάτων κατάσχεσης από το εξωτερικό. Χαρακτηρίζει το όλο ποσό ως ενθαρρυντικό, για να σημειώσει πως υπάρχει αδράνεια στο πάγωμα και στην κατάσχεση κεφαλαίων μετά από εγχώρια πρωτοβουλία.
Σημειώνει μάλιστα ότι σε μερικές περιπτώσεις οι κυπριακές αρχές ενημέρωσαν οικειοθελώς ξένες αρχές για την ύπαρξη εσόδων ή αντίστοιχης περιουσίας την οποία πάγωσαν προληπτικά εν αναμονή αιτημάτων εκτέλεσης διατάγματος κατάσχεσης.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ογκώδη έκθεση (281 σελίδες) κατόπιν της πέμπτης αξιολόγησης της Κύπρου, που δόθηκε στη δημοσιότητα τα ξημερώματα της Τετάρτης, η Κύπρος πέτυχε συμμόρφωση και ευρεία συμμόρφωση σε 37 από τις 40 τεχνικές αξιολογήσεις, ενώ πήρε το βαθμό της μερικής συμμόρφωσης σε τρεις. Παράλληλα, πήρε τον δεύτερο ψηλότερο βαθμό (substantial) σε τρεις από τις έντεκα αξιολογήσεις αποτελεσματικότητας, παίρνοντας μέτριο βαθμό (moderate) στις άλλες οκτώ.
Ωστόσο, η Moneyval επισημαίνει πως οι κυπριακές αρχές δεν έχουν αξιολογήσει συνολικά τον κίνδυνο που σχετίζεται με το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα.
«Ο κίνδυνος στον τομέα των ακινήτων, έχει αυξηθεί εκθετικά εφόσον (η επένδυση στα ακίνητα) κατέστη το προτιμητέο όχημα επένδυσης για απόκτηση υπηκοότητας κάτω από το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα. Αυτοί οι κίνδυνοι δεν έχουν μετριαστεί κατάλληλα», αναφέρει η Moneyval, προσθέτοντας πως η υλοποίηση προληπτικών μέτρων και του εποπτικού του πλαισίου του τομέα «παρουσιάζουν σημαντικές αδυναμίες».
Η έκθεση καλύπτει την περίοδο από το 2013 μέχρι το 2018.
Στη σύνοψη της έκθεσης καταγράφονται πέντε σημεία στα οποία το κυπριακό πλαίσιο καταπολέμησης του ξεπλύματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας λειτουργεί επαρκώς.
Αναφέρεται ειδικότερα ότι η Κύπρος κατανοεί τους κινδύνους από το ξέπλυμα χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε μεγάλο βαθμό και ότι αριθμός μέτρων έχουν εφαρμοστεί για τον μετριασμό των κύριων κινδύνων με αποτελεσματικό τρόπο.
Ενδεικτικά, αναφέρει πως η Κύπρος παρουσίασε εθνικό πρόγραμμα αξιολόγησης κινδύνων σε σχέση με την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και σχετικό σχέδιο δράσης. Βάσει του προγράμματος λήφθηκαν πρωτοβουλίες όπως τις δεσμευτικές οδηγίες για τις εταιρείες κέλυφος, το αυστηρότερο πλαίσιο στις τράπεζες αναφορικά με το άνοιγμα λογαριασμών πελατών που προτείνονται από παρόχους διοικητικών υπηρεσιών, την συνάντηση με πελάτες που προτείνονται από παρόχους διοικητικών υπηρεσιών, καθώς και με τους τελικούς δικαιούχους.
Σημειώνει επίσης ότι υπάρχει καλό επίπεδο συντονισμού των αρμόδιων αρχών τόσο σε επίπεδο πολιτικής όσο και σε λειτουργικό επίπεδο.
Τονίζει ακόμη ότι ο τραπεζικός τομέας έχει καταστεί πιο αποτελεσματικός στον μετριασμό των κινδύνων και συμπληρώνει ότι «αυτό αποδίδεται ευρέως στις ολοένα και πιο ορθές εποπτικές πρακτικές της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου».
Για την Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (ΜΟΚΑΣ) η Mοneyval αναφέρει πως έχει την ικανότητα να υποστηρίξει τις λειτουργικές ανάγκες των αρμόδιων αρχών, μέσω της ανάλυσης και της παροχής πληροφοριών.
Αναφέρεται ακόμη και στην ανάπτυξη μηχανισμών για έγκαιρη και εποικοδομητική παροχή πληροφοριών σε άλλες χώρες τόσο σε επίσημη όσο και ανεπίσημη βάση.
Κάνει ωστόσο λόγο για «σημαντικές αδυναμίες» που παρεμποδίζουν την αποτελεσματικότητα του πλαισίου καταπολέμησης ξεπλύματος χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Πέραν από το θέμα των πολιτογραφήσεων, η Moneyval σημειώνει ότι δεν υπάρχει επαρκής καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος από έσοδα από εγκληματικές πράξεις εκτός Κύπρου, «που αποτελούν την υψηλότερη απειλή για το κυπριακό χρηματοοικονομικό σύστημα».
Οι κυπριακές αρχές, όπως αναφέρεται, δεν ήταν ενεργές στο πάγωμα και δήμευση εσόδων από εγκληματικές πράξεις που ανήκουν σε ξένα πρόσωπα με δική τους πρωτοβουλία, παρόλο που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αρωγή άλλων χωρών.
Αναφέρεται στην απουσία μιας επίσημης αξιολόγησης κινδύνων που σχετίζονται από τη λειτουργία εταιρειών στην Κύπρο, παρά το ότι υπάρχει ένα εξελιγμένος τομέας προσέλκυσης εταιρειών και παροχής διοικητικών υπηρεσιών. «Αυτό έχε μειώσει την ικανότητα των αρχών να εφαρμόσουν πιο στοχευμένα μέτρα μετριασμού, για να διασφαλίσουν την διαφάνεια των νομικών προσώπων» σημειώνει η έκθεση.
Αν και σημειώνει ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την υλοποίηση ενός συνολικού εποπτικού πλαισίου για παρόχους υπηρεσιών και υπηρεσιών εμπιστευματοδόχου, η Moneyval επισημαίνει ότι υπάρχουν αδυναμίες στην υλοποίηση προληπτικών μέτρων ευρύτερα στον τομέα αυτό.
«Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις για την ύπαρξη πληροφοριών του τελικού δικαιούχου νομικών προσώπων ή εταιρικών δομών που είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο και την αναφορά εκθέσεων ύποπτων συναλλαγών».
Για τους παρόχους διοικητικών υπηρεσιών, η Moneyval σημειώνει πως δεν επέδειξαν ομοιόμορφο επίπεδο κατανόησης των κινδύνων αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, κάτι που χαρακτηρίζει «σημαντική ευπάθεια» δεδομένου ότι η Κύπρος είναι διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο με τους παροχείς διοικητικών υπηρεσιών να λειτουργών και ως «φύλακες».
Για τον τραπεζικό τομέα, η έκθεση επισημαίνει πως πολλές εκθέσεις ύποπτων συναλλαγών (SARs) που υποβάλλονται από τις τράπεζες περιέχουν συναφείς και ακριβείς πληροφορίες και συνάδουν με τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Κύπρος. Σημειώνει μάλιστα πως ένα σημαντικό μέρος οδήγησαν σε εγχώριες έρευνες ή αποτέλεσαν καταλύτη για παροχή πληροφοριών από την ΜΟΚΑΣ σε ξένες μονάδες καταπολέμησης ξεπλύματος.
Ωστόσο σημειώνει πως προκαλεί ανησυχία το γεγονός ότι, ενώ οι τράπεζες είναι σε θέση να εντοπίσουν ύποπτη δραστηριότητα στη βάση των συνεχιζόμενων διαδικασιών παρακολούθησης, οι πάροχοι διοικητικών υπηρεσιών απέτυχαν να το πράξουν, σε περιπτώσεις που είχαν κοινούς πελάτες. Αυτό καταδεικνύει πως η πιθανότητα εντοπισμού ύποπτης δραστηριότητας είναι χαμηλότερη σε περιπτώσεις που οι εταιρείες που τυγχάνουν διαχείρισης από πάροχους διοικητικών υπηρεσιών δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό στην Κύπρο, προσθέτει.
Όσον αφορά την εποπτεία και αδειοδότηση των παρόχων διοικητικών υπηρεσιών, η Moneyval σημειώνει ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου και ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Ελεγκτών εφαρμόζουν ολοκληρωμένους ελέγχους στο πλαίσιο της διαδικασίας αδειοδότησης, ενώ οι έλεγχοι πιστοποίησης του Δικηγορικού Συλλόγου είναι πιο περιορισμένοι.
Δέσμευση €115 εκατ. κατάσχεση €13 εκατ.
Σύμφωνα με την Mοneyval, κατά την υπό εξέταση περίοδο, η Κύπρος προχώρησε στο πάγωμα €115 εκατ. και προχώρησε στην κατάσχεση €13 εκατ., περιλαμβανομένης της εκτέλεσης διαταγμάτων κατάσχεσης από το εξωτερικό. Χαρακτηρίζει το όλο ποσό ως ενθαρρυντικό, για να σημειώσει πως υπάρχει αδράνεια στο πάγωμα και στην κατάσχεση κεφαλαίων μετά από εγχώρια πρωτοβουλία.
Σημειώνει μάλιστα ότι σε μερικές περιπτώσεις οι κυπριακές αρχές ενημέρωσαν οικειοθελώς ξένες αρχές για την ύπαρξη εσόδων ή αντίστοιχης περιουσίας την οποία πάγωσαν προληπτικά εν αναμονή αιτημάτων εκτέλεσης διατάγματος κατάσχεσης.