Ανετράπη η πρωτόδικη απόφαση και αυξήθηκε η ποινή κατάδικου για κακοποίηση παιδιού
13:04 - 10 Δεκεμβρίου 2020

Σε τρία χρόνια από την αρχική των 10 μηνών αύξησε το Ανώτατο, σε τριμελή σύνθεσή του, την ποινή που είχε επιβληθεί πρωτόδικα σε καταδικασθέντα για την σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, ενώ σε άλλη, μείωσε την ποινή που είχε επιβληθεί από τα 7 στα 5 χρόνια.
Η πρώτη υπόθεση είχε εκδικασθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αλλά είχε καταχωρηθεί έφεση από τη Δημοκρατία γιατί είχε θεωρηθεί ότι η ποινή που επιβλήθηκε ήταν «έκδηλα ανεπαρκής».
Η παραπονουμένη ήταν, τότε, δεκατριάμισι χρονών και διέμενε με τον πατέρα της σε άλλη διεύθυνση ενώ την κακοποίηση είχε διαπράξει ο σύντροφος της μητέρας της ο οποίος και συζούσε μαζί της.
Το Ανώτατο, αφού παραθέτει την ισχύουσα νομοθεσία, προηγούμενη νομολογία του, αλλά και την πρακτική που ακολουθείται στο Ηνωμένο Βασίλειο στο συγκεκριμένο τομέα, στην απόφασή του αναφέρει ότι «στην παρούσα υπόθεση, ουδόλως, δικαιολογείτο, στη βάση μόνο των πιο πάνω παραγόντων, η επιβληθείσα στον εφεσίβλητο ποινή των δέκα μηνών».
«Ο κατ’ επανάληψη εκφρασθείς αποτροπιασμός του Δικαστηρίου, δεδομένης της σοβαρότητας, όπως, ορθώς, το ίδιο διαπίστωσε, των αδικημάτων που αυτός διέπραξε και των περιστάσεών τους, σαφώς, δεν επέτρεπε την επιβολή της, ως άνω, ποινής. Αυτή, αντικειμενικά κρινόμενη, υπό το φως και της σχετικής νομολογίας, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, αναμφίβολα, είναι ανεπαρκής, μη δυναμένη να επιτελέσει το σκοπό που επιτάσσουν οι προαναφερθείσες αρχές, και, ως εκ τούτου, δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου», σημειώνεται.
«Στην παρούσα υπόθεση, στους επιβαρυντικούς, συγκαταλέγονται η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ του εφεσίβλητου και της παραπονουμένης, το γεγονός ότι ο πρώτος ενήργησε κατά παράβαση “σχέσης εμπιστοσύνης” προς την τελευταία και το ότι οι επιλήψιμες πράξεις έλαβαν χώρα στο σπίτι της μητέρας της παραπονουμένης», αναφέρεται.
Ως ελαφρυντικοί παράγοντες, προστίθεται, «εκτιμώνται η παραδοχή του εφεσίβλητου, με τη σημασία που της έχει ήδη αποδοθεί, και το λευκό ποινικό του μητρώο». Άλλες προσωπικές περιστάσεις που αναφέρθηκαν από τον συνήγορο υπεράσπισης του καταδικασθέντα κρίθηκε ότι δεν έχουν καταδειχθεί η σοβαρότητα και οι πραγματικές συνέπειές τους, ειδικά, σε ό,τι αφορά τον ίδιο και θεωρήθηκαν ως ουδέτερης σημασίας.
«Καταλήγοντας, κρίνεται ότι οι επιβληθείσες στον εφεσίβλητο ποινές φυλάκισης των δέκα μηνών, με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις, είναι ανεπαρκείς και αυξάνονται σε τρία χρόνια σε κάθε κατηγορία. Διατάσσεται δε αυτές να συντρέχουν», αναφέρει το Ανώτατο στην απόφασή του.
Η πρώτη υπόθεση είχε εκδικασθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αλλά είχε καταχωρηθεί έφεση από τη Δημοκρατία γιατί είχε θεωρηθεί ότι η ποινή που επιβλήθηκε ήταν «έκδηλα ανεπαρκής».
Η παραπονουμένη ήταν, τότε, δεκατριάμισι χρονών και διέμενε με τον πατέρα της σε άλλη διεύθυνση ενώ την κακοποίηση είχε διαπράξει ο σύντροφος της μητέρας της ο οποίος και συζούσε μαζί της.
Το Ανώτατο, αφού παραθέτει την ισχύουσα νομοθεσία, προηγούμενη νομολογία του, αλλά και την πρακτική που ακολουθείται στο Ηνωμένο Βασίλειο στο συγκεκριμένο τομέα, στην απόφασή του αναφέρει ότι «στην παρούσα υπόθεση, ουδόλως, δικαιολογείτο, στη βάση μόνο των πιο πάνω παραγόντων, η επιβληθείσα στον εφεσίβλητο ποινή των δέκα μηνών».
«Ο κατ’ επανάληψη εκφρασθείς αποτροπιασμός του Δικαστηρίου, δεδομένης της σοβαρότητας, όπως, ορθώς, το ίδιο διαπίστωσε, των αδικημάτων που αυτός διέπραξε και των περιστάσεών τους, σαφώς, δεν επέτρεπε την επιβολή της, ως άνω, ποινής. Αυτή, αντικειμενικά κρινόμενη, υπό το φως και της σχετικής νομολογίας, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, αναμφίβολα, είναι ανεπαρκής, μη δυναμένη να επιτελέσει το σκοπό που επιτάσσουν οι προαναφερθείσες αρχές, και, ως εκ τούτου, δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου», σημειώνεται.
«Στην παρούσα υπόθεση, στους επιβαρυντικούς, συγκαταλέγονται η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ του εφεσίβλητου και της παραπονουμένης, το γεγονός ότι ο πρώτος ενήργησε κατά παράβαση “σχέσης εμπιστοσύνης” προς την τελευταία και το ότι οι επιλήψιμες πράξεις έλαβαν χώρα στο σπίτι της μητέρας της παραπονουμένης», αναφέρεται.
Ως ελαφρυντικοί παράγοντες, προστίθεται, «εκτιμώνται η παραδοχή του εφεσίβλητου, με τη σημασία που της έχει ήδη αποδοθεί, και το λευκό ποινικό του μητρώο». Άλλες προσωπικές περιστάσεις που αναφέρθηκαν από τον συνήγορο υπεράσπισης του καταδικασθέντα κρίθηκε ότι δεν έχουν καταδειχθεί η σοβαρότητα και οι πραγματικές συνέπειές τους, ειδικά, σε ό,τι αφορά τον ίδιο και θεωρήθηκαν ως ουδέτερης σημασίας.
«Καταλήγοντας, κρίνεται ότι οι επιβληθείσες στον εφεσίβλητο ποινές φυλάκισης των δέκα μηνών, με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις, είναι ανεπαρκείς και αυξάνονται σε τρία χρόνια σε κάθε κατηγορία. Διατάσσεται δε αυτές να συντρέχουν», αναφέρει το Ανώτατο στην απόφασή του.