«Εδέρναν με τζιαι επαρακάλουν να φκεί η ψυσιή μου, πριν να την φκάλουν τούτοι»

Ήταν νεαροί όσοι κλήθηκαν να προστατεύσουν την πατρίδα από τον τουρκικό Αττίλα. Στρατιώτες που δεν είχαν εμπειρία πολέμου, που μόλις είχαν τελειώσει το σχολείο. Κάποιοι έτοιμοι να απολυθούν, άλλοι είχαν ακόμη λίγους μήνες θητείας και τελικά δεν άφησαν τα όπλα, δεν έβγαλαν το χακί, κοίταξαν στα μάτια τον εχθρό και πάλεψαν με όλο τους το είναι. Κάποιοι κατάφεραν και γλίτωσαν, κάποιοι έπεσαν στην μάχη, κάποιοι ακόμη αγνοούνται και άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πέρασαν τα πάνδεινα στα χέρια των κατακτητών.
 
Ένας από αυτούς και ο Μενέλαος Αθανάσης, από την Περιστερώνα, ο οποίος υπηρετούσε τη θητεία του στο 211 Τάγμα Πεζικού, στον τρίτο λόχο, που βρισκόταν στην περιοχή Ομορφίτας-Χαμίτ Μάντρες. Βρισκόταν στο στρατόπεδο, όπως όλοι οι στρατιώτες, αφού το Πραξικόπημα που είχε γίνει μία εβδομάδα νωρίτερα, είχε ως αποτέλεσμα να τους κοπούν όλες οι έξοδοι.
 
Ο ίδιος μιλά στον REPORTER και θυμάται την επίθεση στο Φυλάκιό τους, την αιχμαλωσία, όλα όσα πέρασε στα χέρια των Τούρκων και πώς η γνωριμίες του πατέρα του, του έσωσαν τη ζωή.
 
Η πρώτη μάχη στο Φυλάκιο
«Στις 20 Ιουλίου ήμασταν στο Φυλάκιο, λόγω του ότι είχε γίνει το πραξικόπημα μία εβδομάδα πριν και δεν είχαμε εξόδους. Το πρωί του Σαββάτου ξεκίνησε ο πόλεμος, μας τραυμάτισαν τον φρουρό που ήταν και έπεσε στο χαράκωμα. Ετοιμαστήκαμε όλοι, μαζί με τον λοχία μας, σε θέσεις μάχης στα πολυβολεία. Ο φρουρός ήταν τραυματίας, σε ένα σημείο του δρόμου Ομορφήτας προς Χαμίτ Μάντρες και επήε ο λοχίας, μαζί με ένα άλλο στρατιώτη και έφεραν δύο Τουρκοκύπριους και τους ζήτησαν να βοηθήσουν. Τους είπαν “είσαστε εσείς δικοί τους, θα σας αφήσουν να τον φέρετε”. Πήγαν οι Τουρκοκύπριοι, τον έφεραν τζιαι εμεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και εγλύτωσε.
 
Εσυνεχίστηκε η ανταλλαγή των πυρών, μας έφεραν ακόμα τρεις εφέδρους και από τρεις που ήμασταν, εγίναμε οκτώ και δίπλα μας υπήρχε ένα πολυβολείο και δύο πεντάρικα όπλα, τα οποία όταν εβάλλαν χιαστή πυρά, εσταματούσαν τα επτά των Τούρκων απέναντι. Τόση ισχύ πυρός υπήρχε.
 
Την επόμενη ημέρα, την Κυριακή, μέσα σε κοπάδι προβάτων, ξεκινήσαν από απέναντί μας και έρχονταν προς τα πάνω μας ένοπλοι Τουρκοκύπριοι ή Τούρκοι, για να μπουν μέσα στο Φυλάκιο μας. Είδε τους ο παρατηρητής από το Πολυβολείο με τα πεντάρια και έδωσε εντολή να βάλλουν προς το κοπάδι. Θωρούμε ότι η περιοχή έγινε μία στάχτη και έραψε και το κοπάδι και τους ανθρώπους και άλλοι εβουρήσαν και εφύαν. Μετά εφωνάξαν μας να παν να πιάσουν τους νεκρούς. Εμείς το σεβαστήκαμε, ήταν και απέναντι μας στο δρόμο και δεν εσύραμε ούτε σσιηπεθκιά, ήρταν επιάσαν τους και εφύαν.
 
Στην περιοχή υπήρχε και ένα μικρό παιδάκι, ο Αλιτζίκ και έμαθε όπως εμιλούσαμε εμείς, έμαθε τζιαι εκείνος ελληνικά. Ήταν φίλος μας. Το ήξεραν οι δικοί του ότι ήταν φίλος μας και για να μεν σύρουμε στο σπίτι τους, εβάλαν τον μωρό στην βεράντα για να μεν σύρουμε τζιαμέ σφαίρες, κάτι που ετηρήσαμε.
 
Η στιγμή που πιάστηκαν αιχμάλωτοι
«Συνεχίστηκαν οι μέρες μας έτσι και τη Δευτέρα, απόγευμα προς νύχτα, πρέπει να έππεσε Φυλάκιο δεξιά μας, δικό μας και πρέπει να εκάμναν οπισθοχώρηση. Που τζιαμέ, οι Τούρκοι μας επερικυκλώσαν. Ξημέρωματα Τρίτης, 23 Ιουλίου, μόλις εξημέρωσε, ακούαμε ριπές από την πίσω πλευρά του Φυλακίου, πάνω στους τοίχους. Λαλεί ο λοχίας σε ένα στρατιώτη “έλα μαζί μου να δούμε πόθεν έρκουνται οι ριπές”. Τζίνη τη στιγμή, ένας έφεδρος εκατάλαβε ότι είμαστε περικυκλωμένοι και έχασε τα. Επροσπάθησε να βουρήσει να φύει και εσκαρφάλωσε πάνω σε ένα φούρνο που είχε εκεί και εφκήκε που το Φυλάκιο, για να πιάσει το δρόμο που τον εφέραν και να φύει. Εράψαν τον. Ήταν ο πρώτος που είδα να χτυπούν. Εν εκοντέψαμε κοντά, για να τον δούμε.
 
Όπως επήεν ο λοχίας και ο στρατιώτης στον ηλιακό του σπιθκιού έξω που το Φυλάκιο, εβρεθήκαν τετ-α-τετ με τους Τούρκους. Εξαπωλήσαν τα όπλα και επιάσαν τους αιχμαλώτους. Εφωνάζαν μας οι Τουρκοκύπριοι “παραδοθείτε, αλλιώς εν να τους σκοτώσουμε” και ένας-ένας επαραιτούσαν τα όπλα και επαραδίνονταν. Είπε μου ο τελευταίος συνάδελφος, που εμείναμε εγώ τζιαι εκείνος “άτε να παραδοθούμε τζιαι εμείς” τζιαι λαλώ του “όχι. Θα δώκουμε μάχη τζιαι η τελευταία σφαίρα που εν να μείνει, να τη βάλουμε πάνω μας”. Τότε είπε “εν πελλός τούτος” και έφυε και επαραδόθηκε. Για να μεν φανώ τούτο που με αποκάλεσε, εφκήκα τζιαι εγώ τελευταίος τζιαι επαραδώθηκα. Επιάσαν μας τις σφαίρες, τα όπλα αφήκαμε τα στο δωμάτιο, εσηκώσαμε τα χέρια μας ψηλά και επροχωρήσαμε.
 
Εμείναμε επτά άτομα εμείς τζιαι δεκαπέντε νοματοί που ήταν στο διπλανό Φυλάκιο επροχωρήσαμε με την απειλή των όπλων πίσω μας. Οι Τούρτζιοι εφωνάζαν “παραδοθείτε τζιαι εν να σκοτώσουμε τους δικούς σας”.
 
Είδα τον παρατηρητή, που εφκήκε παντές τζιαι ήταν να παρουσιαστεί, εκράταν τζιαι το όπλο τζιαι εφκήκε πάνω στην ταράτσα. Εράψαν τον οι Τούρτζιοι τζιαι έππεσε που την ταράτσα κάτω. Έφκαινε ένας-ένας να παραδοθούν, άλλοι με όπλα, άλλοι χωρίς. Τζιαι στο τέλος επαίζαν τους τζιαι εσύρναν και χειροβομβίδες.
 
Εμένα τζιαι ένας άλλο ένα στρατιώτη εκράταν μας ένας στρατιώτης που ήταν καλός. Εκράταν το όπλο, αλλά εν έριψε ριπή και εμείς εκαθούμασταν οκλαδόν χαμέ δίπλα του, όπως μας είπε. Είδα τον αξιωματικό των Τούρκων να ππέφτει χαμέ και δίπλα του τον λοχία το δικό μας, να κλωτσά τα πόθκια του, που έφαε σφαίρα στο κεφάλι, αλλά τελικά εγλίτωσε.
 
Ο Τούρκος που ήπιε γιαίμα και εσκότωσε ήδη, εγύρισε το όπλο του πάνω μας. Ο στρατιώτης που μας εκράταν είδεν τον τζιαι εγύρησε το όπλο πάνω του τζιαι είπε του “παρέτα ρε λαλεί του. Τα αρνιά κάθουνται δαμέ ήντα να τους πειράξεις;”. Τζιαι εσωθήκαμε, εγώ τζιαι ο διπλανός μου. Μετά εφωνάζαν να φέρουν κουβέρτες που τους γειτόνους, ετυλίξαν τον Τούρκο τον αξιωματικό μέσα τζιαι εβάλαν μας εμάς, οκτώ πλάσματα που εμείναμε που τους είκοσι τρεις τζιαι εμεταφέραμε τον Τούρκο προς τα τούρκικα. Εγώ τζιαι ο απέναντι, που εκρατούσαμε το κεφάλι, εμπήκαμε μέσα στο βαν για να τον τοποθετήσουμε καλλύτερα. Τζίνη την στιγμή ήρτε ο ανθυπολοχαγός που ανέλαβε τζιαι είπε του αξιωματικού να μας καθαρίσει όλους. Ο άλλος, ετοιμοθάνατος με τα μάθκια του κίτρινα, είπε του “τηλεφώνα στο Σαράγιο τζιαι ό,τι σου πουν”.
 
Εβάλαν μας σε μία σειρά οριζόντια τζιαι επήραν μας έξω που το στρατόπεδό τους. Εκάτσαν μας οκλαδόν στον τοίχο του στρατοπέδου, με τα χέρια στο κεφάλι. Ακούαμε που μέσα τηλέφωνα, ασυρμάτους κακό. Σε κάποια φάση, όταν ετέλειωσε τούτο το κακό, ήρταν δύο αυτοκίνητα τζιαι εβάλαν μας τέσσερις-τέσσερις μέσα. Ο συνοδηγός εκράταν το αυτόματο προς τα πάνω μας τζιαι εμπήκε ακόμα ένας τζιαι εσημάδεφκε μας. Επήραν μας προς τα τούρκικα τζιαι σε είχε road-block. Σε κάποια φάση ήρτε ένας τζιαι λαλεί σε ένα που τους στρατιώτες που ήμασταν μαζί “Μακάριος όξα Σάμψων;” τζιαι απάντησε Μακάριος τζιαι έδωκε του την ππουνιά τζιαι έβρισε τον. Επήεν στον δέυτερο, το ίδιο, στον τρίτο το ίδιο. Εν ελάλε κανένας Σάμψων. Εμένα όταν μου είπε “Μακάριος όξα Σάμψων”. Λαλώ του “ήμουν μαθητής, εν εψήφησα” τζιαι εν με έδερε. Μετά εξεκινήσαν τα ονόματα, χωρίς ππουνιά. Ήρτε σε μένα, λαλώ του “Μελής”. Επισκάλησε μου την ππουνιά που μου εχρώσταν που πριν».
 
Τα βασανιστήρια πριν τους μεταφέρουν στην Τουρκία
«Επροχωρήσαμε και επήαμε στο Σαράγιο. Τζιαμέ εκατεβήκαμε τζιαι η διαδικασία ήταν όπως τις φυλακές. Έπρεπε να παραδώσουμε τα πράματα μας τζιαι να πάμε στο κελί. Εδώσαμε την ταυτότητά μας τζιαι ότι λεφτά εκρατούσαμε πάνω μας. Είχα ένα πεντασέληνο, τον σταυρό μου τζιαι το φυλακτό μου μέσα στο τσαντάκι μου τζιαι επαρέδωσα το. Εδώκαν μου μία κουβέρτα τζιαι επήραν με σε ένα κελί. Τζιαμέ είχε ακόμα ένα στρατιώτη τζιαι άλλους πολίτες που επιάναν εις την περιοχή του αεροδρομίου, διαφόρων ηλικιών. Ήμασταν συνολικά επτά άτομα. Ήρταν οι ανακριτές, εφκάλαν μας ένα-ένα τζιαι επέρναν μας στην ανάκριση, που εξεκίνησε η ώρα 9 και ετέλειωσε περίπου η ώρα 1.
 
“Θέλουμε να μας πείτε που επήαν οι ΛΟΚατζίες τζιαι τα άρματα”. Είπαμε τους ότι εμείς μέσα στο Φυλάκιο ήμασταν πέντε άτομα τζιαι εφέραν μας άλλους τρεις εφέδρους. Εβρίζαν μας, εδέραν μας. Ένας επιάνε την καρέκλα τζιαι εδίαν μας που πάνω. Έδωκε μου την που πάνω σε κάποια φάση, έππεσα κάτω που το γραφείο τζιαι ετραβούσαν με που τα μαλλιά να σηκωθώ πάνω. “Που επήαν οι ΛΟΚατζίες με τα άρματα;”. “Με άρματα είδα, με ΛΟΚατζίες”. Μετά εμάθαμε ότι οι Τούρκοι είχαν πιάσει ένα Φυλάκιο, το λεγόμενο χοιροστάσιο και επήαν οι ΛΟΚατζίες τζιαι εξαναπιάσαν του που τους Τούρκους. Τζιαι έμεινε τους γινάτι.
 
Την φάση που ήμουν κάτω που το γραφείο, επρόλαβα και έκαμα την εξής προσευχή με όλη τη δύναμη της ψυσιής μου. “Παναγία μου έφκαλε την ψυσιή μου, πριν να την φκάλουν τούτοι οι Άθεοι”. Εν την έφκαλε η Παναγιά τζιαι ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Ελάλουν ότι αφού εν μου την έφκαλε η Παναγιά, μετά που τόσο συναίσθημα που είχα στην προσευχή, εσήμαινε ότι εν να ζήσω τζιαι επίστεψα του που τζίνη την ώρα ότι εν να ζήσω.
 
Ήταν ένα βήμα ο θάνατος, ένα η ζωή. Εφέραν μας πίσω στο κελί, επονούσαμε τζιαι την κκελέ μας τζιαι τα μάθκια μας. Εφέραν μας ψωμί τζιαι ελιές για να φάμε. Την επόμενη ημέρα το πρωί, ημέρα Τετάρτη, ήρτε ένας βαριάνος, επειδή εν βαριάνοι που μας επροσέχαν τζιαι λαλεί μου “έλα εσύ που είσαι νέος, φέρε το βάζο να βάλουμε νερό”. Έπιασα τον τζιαι εγώ τζιαι επήα να μου δείξει που εν η βρύση για να τον γεμώσω να έρτω.
 
Τζιαμέ που επήαμε, η βρύση ήταν έξω που την τουαλέτα. Λαλεί μου “θέλεις να πάεις τουαλέτα;” τζιαι επήα. Όταν εφκήκα έξω, είπε μου ο βαριάνος να πιω νερό τζιαι να πλυθώ. Όταν επλύθηκα, εγύρησα πάνω στον καθρέφτη τζιαι μονομιάς εγύρησα πίσω να δω ποιος ήταν ο μαυρόκκελος, που ήταν πρισμένος. Εν είχε κανένα. Ήμουν εγώ τζιαι δεν εκατάλαβα την φάτσα μου. Θυμούμαι έβαλα τα χέρια μου μέσα στα αυτιά μου για να δω αν φκάλουν αίμα. Εγέμωσα το νερό τζιαι επήα πίσω στο κελί.
 
Η μεταφορά στην Τουρκία
«Όταν εσυλληφθήκαμε ήταν Τρίτη. Επεράσαμε μία εβδομάδα τζιαι στις 30 Ιουλίου, την επόμενη Τρίτη εφέραν λεωφορεία. Εδίναν μας τα μάθκια τζιαι τα χέρια στην πλάτη τζιαι εβάλλαν μας μέσα στο λεωφορείο. Εκάμαμε μία διαδρομή μισή ώρα. Όπως επηένναμε ενιώσαμε την αλμύρα της θάλασσας. Αλλά κάτι εν επήε καλά. Εστραφήκαμε πίσω, εκατεβάσαν μας, ελύσαν τα χέρκα μας τζιαι είπαν μας να παραδώσουμε τα αντικείμενα μας, που μας τα είχαν δώσει που πριν, τζιαι να στραφούμε στο κελί μας.
 
Τετάρτη ήρταν πάλι τα λεωφορεία, το ίδιο σκηνικό. Εκλείσαν μας τα μάθκια μας, εδώκαν μας τα πράματα μας, εδίσαν μας τα χέρκα μας και επροχωρήσαμε μέχρι τη θάλασσα της Κερύνειας. Ήμασταν στην αποβατική περιοχή της Κερύνειας, εκάτσαμε τζιαμέ τζιαι επεριμέναμε. Σε κάποια φάση ήρτε ένας, εφάτσισε μου τζιαι είπε μου “σήκω πάνω”, λες τζιαι ήταν Έλληνας. Εσηκωθήκαμε, όπως εμπορούσαμε με τα δεμένα τα χέρκα τζιαι επροχωρούσαμε. Σκάλες πολλές, δεξιά, αριστερά. Επήραν μας στο πλοίο τζιαι τελικά εβάλαν μας στο αμπάρι.
 
Όταν έβαλα τη δύναμη να σηκωστώ στα πόδια μου, εκοπήκαν οι σπάοι που με είχαν δείσει τζιαι εν τους το είπα. Εσκέφτηκα ότι αν με σύρουν μέσα στη θάλασσα εν να κολυμπήσω να γλυτώσω. Αλλά τελικά είδε τα ο Τούρκος ότι εκοπήκαν τα σιοινιά, έπιασε το χέρι μου τζιαι λαλεί μου “τι είναι αυτό;” τζιαι εγώ είπα του εκοπήκαν. Εφώναξε ενός στρατιώτη, έβαλε με χαμε, εγονάτισε πάνω τζιαι έδεισε με.  
 
Όταν μας επήραν στο αμπάρι, κάποιοι εκαταφέραν να λύσουν τα χέρκα τους τζιαι τα μάθκια τους τζιαι εβοηθούσαν τζιαι τους άλλους. Κάποιος ήρτε τζιαι σε εμένα τζιαι άνοιξε μου τα μάθκια μου. Είπε μου να μου ξαπωλήσει τζιαι τα χέρκα τζιαι είπα τους να μου τα αφήσουν. Εν εξαναφέραν να μας κλείσουν τα μάθκια, αλλά τα χέρκα εξαναδίσαν τους τα. Όταν ενύχτωσε εξεκίνησε το πλοίο. Την επόμενη ημέρα εκατεβάσαν μας στα Άδανα.
 
Εβάλαν μας μέσα στα αυτοκίνητα, τα Bedford και επήραν μας στις φυλακές των Αδάνων. Μέσα στο αυτοκίνητο, κάποιος εκατάφερε να λύσει τα χέρκα του και εξαπώλησε μας ούλους. Εσύραμε τα σχοινιά, που ήταν όπως το σύρμα, μέσα στις σωλήνες του αυτοκινήτου. Έκοψε ο νους μας των στρατιωτών τζιαι εφκάλαμε την ταυτότητα μας τζιαι εσύρμναμε την μέσα στην τρυπούα.
 
Η φιλία του πατέρα του που του έσωσε τη ζωή
«Εφτάσαμε στα Άδανα, δεξιά τζιαι αριστερά στρατιώτες, επήαμε στην αυλή των φυλακών. Τζιαμέ είπαν μας ότι ήταν να μας δώσουν άλλα ρούχα, να τα φκάλουμε για να κάμουμε μπάνιο. Τι να κάμουμε εφκάλαμε τα, εκάμαμε τα βουνάρι τα ρούχα τζιαι επλυθήκαμε.
 
Εν εφέραν τελικά ρούχα τζιαι έπρεπε να έβρει ο καθένας τα ρούχα του. Σιγά-σιγά ήβραμε τα τζιαι μετά επήραν μας στους θαλάμους. Πριν να κάμουμε μπάνιο έπρεπε να παραδώσουμε τα πράματα μας τζιαι τότε εκατάλαβα ότι οι Τούρκοι εν ηξέραν ότι υπάρχει τσεπάκι μικρό στα ρούχα των στρατιωτών. Εν εκάμαν ποτέ έρευνα τζιαμέ. Εφακκούσαν πάνω στις τσέπες και πίσω. Οπότε εγώ τον σταυρό που είχα και το ρολόι μου, που του έφκαλα τα κολάνια, έβαλα τα μέσα σε τούτο το τσεπάκι τζιαι κανένας δεν το εκατάλαβε.
 
Εβάλαν μας ούλους τους στρατιώτες μέσα σε ένα θάλαμο, περίπου 78 άτομα και τους αξιωματικούς, λοχίες και πιο πάνω σε αξίωμα επήραν τους σε άλλο θάλαμο. Όταν λέω θάλαμο, ήταν ένας διάδρομος τζιαι δεξιά και αριστερά ήταν τα κελιά, που εβάλαν τους κρατούμενους.
 
Επέρασε ο καιρός και μία ημέρα εφκάλαν μας που τα κελιά τζιαι εβάλαν μας μέσα στην κλούβα. Επήραν μας ξανά για ανάκριση. Έφερε τους φακέλους από την Κύπρο ο Οσμάν Ορέκ, με τις καταθέσεις μας τζιαι εσυγκρίναν τις αν λέμε τα ίδια ή αν αλλάξαμε κάτι. Ήταν στην ανάκριση ο κ. Ορέκ, έδωσα ξανά την ανάκριση μου τζιαι ήταν ικανοποιημένοι, ούτε που με εχτυπήσαν. Μέσα στο γραφείο είχε και ένα συνταγματάρχη μεγάλο. Σε κάποια φάση σταμάτησε η ανάκριση τζιαι είπε μου “έτσι, Μενέλαος Αθανάση εν καταλαβαίνω. Πατέρας σου έχει κανένα παρατσούκλι κάτι;” τζιαι λαλώ του “εν ο μακαρίτης ο Γιωρκής του Αθανάση, ο βρακάς” τζιαι λαλεί μου “μα ο φίλος μου βρακάς επέθανε;”. Έμεινε στο νου μου.
 
Λαλεί μου “να μεν φοάσαι για τη ζωή σου. Θέλω να σου κάμω μια ερώτηση, διότι θα ζούμε ξανά οι Ελληνοκύπριοι τζιαι οι Τουρκοκύπριοι μαζί” τζιαι του απάντησα ευθέως, χωρίς προστριβή “με το ίδιο μάτι που τους έβλεπα πάντα. Τζείνοι τις δουλειές τους, εμείς τις δικές μας, κοινά καφενεία”. Εντάξει, λαλεί μου. Εφκήκε έξω τζιαι μετά αντιλήφθηκα ότι έδωσε οδηγίες σε τζείνους που ήταν έξω να μεν μου τζίσει κανένας. Επέρασα το διάδρομο χωρίς ένα χτύπημα. Επήα στο θάλαμο, ήβρα τους άλλους χαμέ φιρμένους που το ξύλο που εφάαν. Ένιωσα όπως τον προδότη, που εμπήκα με το κεφάλι ψηλά τζιαι επήα τζιαι έκατσα σε μια γωνιά. Εν ήξερα τι να τους πω. Εν εκατάλαβα πόσο φίλοι ήταν με τον πατέρα μου ο κύριος τζείνος, ο Οσμάν Ορέκ.
 
Όταν ελευθερώθηκα, στα καφενεία που εμίλουν με τους χωρκανούς, συγγενείς και φίλους τζιαι είπα τους την ιστορία, είπαν μου “ρε ο Οσμάν Ορέκ επήρε την πιο όμορφη Τουρκούα του χωρκού τζιαι έρκετουν στην Περιστερώνα τζιαι επαίζαν τάβλι με τον πατέρα σου τζιαι ήταν φίλοι”.
 
Εκάμαμε ένα μήνα στα Άδανα, δηλαδή τον Αύγουστο. Όσον ήμασταν τζιαμέ ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός τζιαι έγραψε μας τζιαι εδώκαν μας τζιαι ρούχα, ένα μαύρο παντελόνι τζιαι ένα άσπρο πουκάμισο. Έβαλα στην τσέπη το ρολόι τζιαι το σταυρό μου. Σεπτέμβρη επήραν μας στα Αμάσια. Έπρεπε τζιαι τζιαμέ να παραδώσουμε τα πράματα μας. Οι Τούρκοι εφαρμόζαν μια τακτική. Αλλάσαν μας θαλάμους τζιαι εν εμπορούσα να πω ήμουν με τον Ανδρέα που την αρχή.
 
Το λοχία που τον είδα να ππέφτει χαμέ δίπλα που τον Τούρκο αξιωματικό, όταν μας επιάσαν αιχμάλωτους, είδα τον στο διπλανό κελί που ήμουν εγώ. Εμίλησα του τζιαι είπε μου εν μεγάλη η ιστορία. “Εσηκώθηκα τζιαι δίπλα μου είχε νεκρούς, επροχώρησα στον τομέα μας, επιάσαν με τζιαι εφέραν με δαμέσα”. Έφαε την σφαίρα πάνω στο κράνος τζιαι έσωσε του τη ζωή του τζιαι έπαθε μία ολιγόωρη διάσειση. Στην Αμάσια ήταν καλές οι συνθήκες. Εδώκαν μας τζιαι άλλα ρούχα τζιαι είπαν μας να κάμουμε μπάνιο. Εγώ στο ένα χέρι εκράτουν το σταυρό και το ρολόι τζιαι με το άλλο έριχνα νερό. Εν εβρέθηκε κανένας να μου πει “ρε τι βαστάς τζιαμέ;”. Έβαλα τα μέσα στην τσέπη του παντελονιού τζιαι εν το εκατάλαβε κανένας.
 
Δύο μήνες μετά, στις 26 του Οκτώβρη, εφέραν μας με το πλοίο στην Κύπρο. Οι Τούρκοι εμάθαν τζιαι ελαλούσαν μας κάθε μέρα το παραμύθι ότι εν να φύουμε. Οπότε, ήρτε η μέρα που πραγματικά ήταν να φύουμε τζιαι εν το επιστέψαμε.  Ελαλούσαν μας εν να επιστρέψετε και επήραν μας στο λιμάνι τζιαι όταν αντίκρυσαν την Κύπρο μας καμένη, δεν την εκατάλαβα, ο Πενταδάκτυλος έμοιαζε με ερημονήσι. Όταν είδαμε το κάστρο εκαταλάβαμε ότι είμαστε στην Κερύνεια. Επήραν μας στο Σαράγιο και στις 27 Οκτωβρίου επήραν μας από το Λήδρα Πάλας στο Φιλοξένια. Εκάμαμε μπάνιο, εδώσαν μας στολές και που τρεις λίρες στο καθένα. Έφερα μαζί μου το πεντασέλινο, που το έταξα το στην εκκλησία των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνα και το σταυρό, που τον έδωκα τον της αδελφής μου».
 
Τα τραύματα που του προκάλεσε το ξύλο από τους Τούρκους
«Που τα χτυπήματα των Τούρκων, είχε προκληθεί πρόβλημα στον αυχένα μου. Στα πενήντα μου, όταν επήα στον γιατρό είπε μου “είχες κανένα ατύχημα;” τζιαι είπα του “όχι, είχα κάτι παραπάνω που ατύχημα” τζιαι είπα του την ιστορία. Είπε μου “έτσι δικαιολογείται”. Έκαμα εγχείρηση και με απόφαση του ιατρικού συμβουλίου, αφυπηρέτησα από την Αστυνομία, στην οποία ήμουν από το 1976.
 
Εγλιτώσαμε Δόξα τω Θεώ. Εκαταφέραμε να τα ξεπεράσουμε και να κάμουμε οικογένεια τζιαι να έχω σήμερα μια πολύτεκνη οικογένεια. Εύχομαι η Κύπρος μας να καταφέρει να έβρει πραγματική δημοκρατία και είμαι σίγουρος πως οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι θα τα έβρουν».
 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Δειτε Επισης

Διπλή κίτρινη προειδοποίηση για καταιγίδες και ανέμους από τη Μετεωρολογική
Επισπεύδεται η εφαρμογή του σχεδίου Δημοτικών Αποβλήτων
Δεν προκύπτει αδίκημα για το λειτουργό ΥΠΑΝ που καταγγέλθηκε για σεξουαλική παρενόχληση
Ρίχνουν 128 εκατομμύρια σε υποδομές για την Υγεία-Ιδρύεται πρότυπο Παιδογκολογικό κέντρο
Αναμένει ολοκληρωμένη πρόταση για αξιολόγηση εκπαιδευτικών η ΟΕΛΜΕΚ
Στα σκαριά κίνητρα για προσέλκυση ΣΥΟΠ από Υπουργείο Άμυνας-Οι προτάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι
Λειτουργία διαδικτυακής πλατφόρμας για «αγοραπωλησίες» ακινήτων στα κατεχόμενα-«Νέα εποχή στον τομέα»
Πραγματοποίησαν πορεία οι απεργοί του κλάδου σκυροδέματος-«Οι εργοδότες να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα»
Παράδειγμα φιλοπατρίας 18χρονη από την Πάφο-Άφησε την Φαρμακευτική και εντάχθηκε στη Σχολή Ευελπίδων
Σοβαρά περιστατικά σε Δημοτικά-Ένας μαθητής έφυγε μόνος του, άλλος χτύπησε δασκάλους