«Ήταν γυμνές… Εφορούσαν τους ζουρλομανδία και μετά εδέναν τες πας το σίδερο»
06:48 - 30 Ιανουαρίου 2020
Το κέρφιου την πρώτη μέρα
«Είχα ένα ξάδελφο, που τότε εργαζόταν στο ψυχιατρείο και πήρα τα βιβλία του. Μου άρεσε πάντα να διαβάζω, ότι έβρισκα μπροστά μου. Διάβασα για τις πρώτες βοήθειες, ακόμα και πώς στρώνουν το κρεβάτι στα νοσοκομεία. Το καλοκαίρι που τέλειωσα το σχολείο, πήγα να μείνω λίγο με τον αδελφό μου στο Γερόλακκο. Ήρθε ένας συγγενής της νύφης μου, που ήταν brother στο ψυχιατρείο και με ρώτησε εάν βρήκα δουλειά. Αν και πήρα υποτροφία από την Αρχιεπισκοπή, για να σπουδάσω στην Ελλάδα δεν με άφησε ο αδελφός μου. Είπε μου, “εν θα πάεις μες τους καλαμαράες, μια κοπελλούα μόνη σου”.
Έτσι έκαμα αίτηση και πήγα στο ψυχιατρείο, που εξυπηρετούσε όλη την Κύπρο. Με προσέλαβαν ως νοσοκόμα. Το παλιό ψυχιατρείο ήταν κοντά στο Hilton. Πρώτη του Αυγούστου του 1958, έπρεπε να πάω δουλειά. Έγινε όμως κέρφιου και δεν μας επιτρέπαν να πάμε Λευκωσία. Νόμιζα πως θα με διώξουν. Πήγα τη δεύτερη μέρα και δεν ήξερα από ποια πόρτα να μπω. Κτύπησα και έπαιξε μέσα η καμπανέλλα. Άνοιξε ένα μικρό παραθυράκι. Κάποιος με ρώτησε ποια είμαι και άνοιξε. Έμαθα μετά ότι ήταν ασθενής. Με έβαλαν δίπλα από μία τουρκοκύπρια νοσοκόμα για να μάθω τη δουλειά.
Τότε δεν υπήρχαν θεραπείες και φάρμακα. Τον ένα μήνα κάναμε νυχτέρκα. Κάποιες νύκτες κοιμούμουν στο ψυχιατρείο. Στην πορεία, ενοικίασα ένα δωμάτιο στη Λευκωσία».
«Δεν έπαθα καθόλου σοκ. Έτσι εν ο χαρακτήρας μου. Δεν ένιωθα ότι εθώρουν κάτι παράξενο. Αντιμετώπιζα κάθε κατάσταση όπως την έβρισκα. Ο στόχος μου, ήταν να φροντίσω τους ασθενείς.
Είχε μέσα ακόμα και άτομα με νοητική υστέρηση, ανάπηρους και ηλικιωμένους. Δεν ήταν ψυχικοί άρρωστοι, αλλά τους έφερναν στο ψυχιατρείο οι συγγενείς τους, επειδή δεν ήξεραν που να τους πάρουν. Τους περιποιούμαστε. Λέγαμε ότι εν ήταν σωστό, αλλά τι να κάνουμε.
Είχαμε και ασθενείς που ήταν επιθετικοί. Κάποιοι νόμιζαν ότι ήμασταν δαίμονες, κάποιοι άλλοι πίστευαν ότι ήμασταν συγγενείς τους, που θέλουμε να τους κάμουμεν κακό. Αν τα καταφέρναμε, τους ηρεμούσαμε….
Σκύβει το κεφάλι και κάνει μακρά παύση όταν ερωτάται, για τις φήμες ότι αρχές του περασμένου αιώνα οι τρόφιμοι του ψυχιατρείου υπόκειντο σε βασανιστήρια.
Από την εποχή που αρχίσαμε να μπαίνουμε εμείς, που ήμασταν πιο μορφωμένοι, άρχισαν και οι ασθενείς να έχουν άλλη συμπεριφορά. Είχε νοσοκόμες, που ήταν αγράμματες. Κάποιες ήταν πολύ καλές και κάποιες όχι. Παλιά το κριτήριο για προσλάβουν νοσοκόμες ήταν να ήταν ψηλές και γεροδεμένες, για να κουμαντάρουν τους ασθενείς».
«Αρχικά όταν πήγα, κάναμε ινσουλονοθεραπεία στους ασθενείς. Είχαμε χαμηλά κρεβάτια. Ξάπλωνε ο ασθενής, του έδιναν μια δόση ινσουλίνης και έπεφτε σε κώμα. Έπρεπε να προλάβουμε, να διακόψουμε εκείνο το κώμα. Περνούσαμε λάστιχο από τη μύτη στο στομάχι, κτυπούσαμε δύο αυγά με το γάλα και τα διοχετεύαμε στο στομάχι με ένα χωνί. Αυτό γινόταν για να μεν πάθει σοκ από την ινσουλίνη ο ασθενής.
Η κουβέντα, πάει στην κοπέλα που ήταν τρόφιμος για περίπου είκοσι χρόνια στο ψυχιατρείο και με την οποία ανέπτυξε αδελφική σχέση. Είχε μπει στο ψυχιατρείο τη δεκαετία του 1950 και το 1974, την έβγαλε με άδεια των γονιών της. Για 43 ολόκληρα χρόνια και μέχρι το 2017 που απεβίωσε, έμενε με την ίδια και το σύζυγό της.
«Συνδέεσαι με τους ανθρώπους όταν δουλεύεις. Αγαπούσαμε τους ασθενείς. Φροντίζαμε να γίνουν καλά να επιστρέψουν στην οικογένειά τους. Εζυμώναμε και κάναμε τα απογεύματα τσάγια, κανένα πάρτι... Περνούσαμε καλά.
«Ίγκος κόρη Καίτη…»
«Είχε και αρκετά ευτράπελα στο ψυχιατρείο. Θυμούμαι ήμασταν στο θάλαμο των ασθενών που ήταν σοβαρά. Μια νοσοκόμα φοβήθηκε μια ασθενή. Άρχισε να τρέχει μες το διάδρομο. Όπως έτρεχε έπεσε πας το κάγκελο και έπεσε. Πάει η ασθενής κοντά της και λαλεί της ίγκος κόρη Καίτη ( δηλ. ήβρα σε…). Ενόμιζεν ότι επαίζαν χωστό…».
Το μυστικό είναι η αγάπη
«Κάποιες έρχονταν νεαρές και γερνούσαν μέσα στο ψυχιατρείο. Κάποιες δεν τις ήθελαν οι συγγενείς τους, δεν έρχονταν καν να τις δουν, λόγω της προκατάληψης. Πολλές φορές τους στέλλαμε μηνύματα να έρθουν να τις δουν επειδή ήταν κρίμα. Είχε μια ψυχικά ασθενή που ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Τσακώθηκε με μία άλλη και μπήκα να τις χωρίσω. Έδωσε μου έναν πάτσο για να φύω και μετά ήρθε και εζήτησε μου συγνώμη, επειδή την αντιμετώπιζα με αγάπη. Οι δικοί της δεν ήρθαν ποτέ να την δουν.
Ο ψυχικά ασθενής θέλει αγάπη, θέλει αναγνώριση. Μπορεί να έχει τα δικά του, τις σκέψεις του αλλά ο τρόπος που θα του συμπεριφερθείς, η προσέγγιση έχει μεγάλη σημασία. Όταν τον αγαπήσεις σε αγαπά πιο πολλά αυτός. Μπορεί να θυσιαστεί για σένα ο ασθενής. Όταν καταλάβει, ότι θεωρείς ότι είναι άνθρωπος αλλάζει στάση».
Η ιστορία της νοσηλεύτριας πρότυπο, Αριστοθέας Χατζηπαύλου, μας υπενθυμίζει πως έχουμε ακόμη πολλά να κάνουμε, για αυτούς που πάσχουν με ψυχικά νοσήματα. Και το πιο σημαντικό από αυτά, είναι να τους αποδεχθούμε…
*Οι φωτογραφίες της κ.Αριστοθέας, τη δεκαετία του 1960-70, είναι από το βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου, Ιστορική διαδρομή της Ψυχικής Νόσου στην Κύπρο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Η απόφαση του Χρίστου να γίνει μαιευτής, οι κλειστές πόρτες και τα ταμπού
- «Έπρεπε να παρατήσω τη ζωή μου στη μέση, για να διεκδικήσω δεύτερη ευκαιρία»
- Μια διαδικασία δευτερόλεπτων και το τηλεφώνημα που άλλαξε τη ζωή της Έλενας
- ΒΙΝΤΕΟ: Η γιαγιά Μαρούλλα ετών…101-Τρίγλωσση και από τις πρώτες τηλεφωνήτριες