«Στον τζαιρό μας εμείς… Εππέφταμε μες στα χωράφκια, ήμασταν αμαράζευτοι»
07:19 - 27 Ιανουαρίου 2020
«Στον τζαιρό μου εμείς…». Μια φράση που ακούμε συχνά από τους παλιούς… Από αυτούς που έζησαν διαφορετικά. Που δεν είχαν ότι έχουμε εμείς σήμερα. Είχαν λιγότερα, ήταν πιο απλοί, μα ήταν ευτυχισμένοι. Παιδιά που έβρισκαν την χαρά παίζοντας στις γειτονιές και δεν είχαν τάπλετ και κινητά τελευταίας τεχνολογίας. Παιδιά που πήγαιναν με το ποδήλατο τους στον φίλο τους για να του φωνάξουν να παίξουν. Αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν τα δικά τους παιδιά και τα παιδιά τους έκαναν τα δικά τους παιδιά. Και εμείς σήμερα έχουμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας που μας εξιστορούν όσα ζούσαν τον… τζιαιρό εκείνο.
Καθισμένη στην καρέκλα της, μπροστά από τη σόμπα της, η Ανθή Σάββα ή Ανθούλλα, όπως την ξέρουν οι συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, αναπολεί... Θυμάται τα παιδικά της χρόνια στην Ζώδια, τους καβγάδες με τα αδέλφια της, τις καλοκαιρινές νύχτες που ξάπλωναν έξω. Στα μάτια της αντικατοπτρίζεται ο πόνος και η θλίψη όταν η κουβέντα έρχεται στο μαύρο καλοκαίρι του 1974 και όλα όσα έζησαν μετά, μέχρι να καταλήξουν στην Περιστερώνα.
«Η ζωή μας δεν ήταν όπως τώρα. Τότε υπήρχε φτώχια. Ήμασταν έξι αδέλφια, εγώ είμαι η μεγαλύτερη. Μετά το σχολείο, έφτασα μέχρι την έκτη Δημοτικού, έμαθα να ράβω. Έραβα και δικά μου ρούχα και ξένα, δούλευα ράφτενα. Ήμουν στο σπίτι και έραβα, η αδελφή μου, η Μυροφόρα, ετοίμαζε το φαγητό. Όπως όλα τα αδέλφια, εμαλλώναμε και εμείς επειδή ήθελαν οι μιτσιοί να τους διώ λεφτά που έπιανα που τα ρούχα που έραφκα. Εδίουν τους. Αυτοί έπαιρναν τις τσούρες μας να τις βοσκήσουν τζιαι εγώ τους έδινα λεφτά, επειδή εν επήενα μαζί τους».
Τα παιχνίδια στα αλώνια και ο ύπνος στα άχερα
«Που ήμασταν μιτσιοί επαίζαμε μέσα στα αλώνια. Εκεί εμεγαλώσαμε. Το καλοκαίρι, όταν ήταν πυρά, απλώναμε ένα σεντόνι πάνω στο σανό και εππέφταμε μέσα στα αλώνια. Θυμούμαι, αλωνεύκαμε με τα γαϊδούρια και καθούμασταν στην δουκάνη και γυρίζαμε γυρώ-γυρώ. Εκάμαμε χαρά να κάτσουμε πάνω στη δουκάνη και να γυρίζουμε μέσα στο χωράφι».
«Που ήμασταν μιτσιοί επαίζαμε μέσα στα αλώνια. Εκεί εμεγαλώσαμε. Το καλοκαίρι, όταν ήταν πυρά, απλώναμε ένα σεντόνι πάνω στο σανό και εππέφταμε μέσα στα αλώνια. Θυμούμαι, αλωνεύκαμε με τα γαϊδούρια και καθούμασταν στην δουκάνη και γυρίζαμε γυρώ-γυρώ. Εκάμαμε χαρά να κάτσουμε πάνω στη δουκάνη και να γυρίζουμε μέσα στο χωράφι».
Έφτασε μέχρι την έκτη Δημοτικού και ήταν από τις καλύτερες μαθήτριες. Η δασκάλα την επέλεγε για να διαβάζει στους μικρότερους μαθητές.
«Μετά το σχολείο, επιένναμε στα χωράφκια και θερίζαμε. Οι μεγάλοι θερίζαν, για την ακρίβεια και εμείς δέναμε τις αγκάλες. Επεράσαν τα χρόνια. Εκείνες τις εποχές, κάποτε πηγαίναμε δουλειά, κάποτε όχι. Εγώ ήμουν σπίτι, έραφκα και έπιανα λεφτά από εκεί».
Ο γάμος, τα τρία παιδιά και τα δύο νεκρά μωρά
«Ο άνδρας μου, ήταν ο Στυλλής ο Παραπάνο, έτσι ήταν γνωστός όσο ήταν ζωντανός. Το παρατσούκλι βγήκε από τότε που γεννήθηκε. Η μακαρίτισσα η πεθερά μου είχε γεννήσει οκτώ παιδιά, ο Στυλλής ήταν ο τελευταίος. Μια μέρα, ο πεθερός μου πήγε στο καφενείο τζιαι οι χωρκανοί του είπαν, χαριτολογώντας “Θκειέ μα εγέννησε η θκειά μου; Μα πόσα εν να κάμεις;”. Αυτός απάντησε πίσω στο ίδιο ύφος “έκαμα πολλούς, έκαμα τζαι χτίστη, έκαμα τζαι πελεκάνο, έκαμα τζαι βοσκό. Τούτον έκαμα τον παραπάνω”. Έτσι, έμεινε του το παρατσούκλι».
«Ο άνδρας μου, ήταν ο Στυλλής ο Παραπάνο, έτσι ήταν γνωστός όσο ήταν ζωντανός. Το παρατσούκλι βγήκε από τότε που γεννήθηκε. Η μακαρίτισσα η πεθερά μου είχε γεννήσει οκτώ παιδιά, ο Στυλλής ήταν ο τελευταίος. Μια μέρα, ο πεθερός μου πήγε στο καφενείο τζιαι οι χωρκανοί του είπαν, χαριτολογώντας “Θκειέ μα εγέννησε η θκειά μου; Μα πόσα εν να κάμεις;”. Αυτός απάντησε πίσω στο ίδιο ύφος “έκαμα πολλούς, έκαμα τζαι χτίστη, έκαμα τζαι πελεκάνο, έκαμα τζαι βοσκό. Τούτον έκαμα τον παραπάνω”. Έτσι, έμεινε του το παρατσούκλι».
Η κουβέντα έρχεται στον γάμο και στα δύο παιδιά που έχασε. Το χαμόγελο σβήνει για λίγο από το πρόσωπό της.
«Παντρευτήκαμε και κάναμε πέντε παιδιά. Είχα μια αποβολή και γέννησα και ένα και πέθανε στη γέννα. Μετά γέννησα τις κόρες μου, Ευτυχία τζιαι Παναγιώτα. Ύστερα έμεινα ξανά έγκυος, αλλά τελικά απέβαλα. Ήταν γιος. Δεν ξέρω πως πέθανε. Ήταν τριών μηνών. Πήγα στο νοσοκομείο, μου έβαλαν ορούς, γέννησα και ήταν νεκρό. Μετά γέννησα τον γιο μου, τον Ανδρέα. Αλλά κακογέννησα πολύ. Γέννησα σπίτι, με τη μαμμού. Παρόλο που κακογέννησα σπίτι και στην πρώτη γέννα το ίδιο, δεν ήθελα να πάω στο νοσοκομείο.
Ο άνδρας μου είχε κοπάδι, με πρόβατα. Εγώ σπίτι, συνέχισα να ράφκω και παράλληλα έκαμνα και το γάλα. Είχαμε και περβόλια, βάζαμε καρότα, πατάτες… Φυτέψαμε και τα περβόλια μας και προλάβαμε να φάμε και τους καρπούς τους για ένα-δύο χρόνια. Μετά μας πρόλαβε ο πόλεμος».
Το μαύρο ξημέρωμα του καλοκαιριού του 1974
Οι σειρήνες που βομβάρδιζαν την Κύπρο, τους ξύπνησαν την 15η Ιουλίου 1974. Εκείνες τις ημέρες, είχαν και γάμο στην γειτονιά, τον οποίο τελικά γιόρτασαν στο σκοτάδι.
Οι σειρήνες που βομβάρδιζαν την Κύπρο, τους ξύπνησαν την 15η Ιουλίου 1974. Εκείνες τις ημέρες, είχαν και γάμο στην γειτονιά, τον οποίο τελικά γιόρτασαν στο σκοτάδι.
«Τη Δευτέρα, μετά το γάμο, ετοιμάζαμε φαγητά και εβάλαμμε τα μέσα στις κατσαρόλες και τα παίρναμε στο σπίτι του ζευγαριού. Παίρναμε μακαρόνια με την κότα, πίττες, πουρέκκια, πούλλες, πατάτες... Το ζευγάρι έστρωνε μόνο το τραπέζι, τα φαγητά τα παίρναμε εμείς. Ήμασταν όλοι μαζί, πήγαμε στη νύφη, επλουμίσαμε την. Το πραξικόπημα έγινε Δευτέρα και δεν ηξέραμε τι να κάμουμε; Να μαειρέψουμε ή να μεν μαειρέψουμε; Τελικά εν εμαειρέψαμε».
Στην πρώτη εισβολή, η Μόρφου δεν επηρεάστηκε. Στο χωριό είχαν φτάσει, εν τω μεταξύ, πρόσφυγες από διάφορα χωριά της Κύπρου, που είχαν εκδιωχθεί λόγω της εισβολής του τουρκικού στρατού.
«Στο χωρκό εφτάσαν άνθρωποι που τη Λάπηθο, την Κερύνεια, τα σχολεία είχαν γεμίσει. Έρχονταν στο χωρκό και ζητούσαν να τους δώσουμε πράγματα και εμείς τους τροφοδοτούσαμε. Στο σπίτι μας, πριν το ξημέρωμα της 14ης Αυγούστου, ήρταν κάτι φίλοι μας. Εμείς είχαμε βάλει στα παράθυρα χαρτόνια, για να μην φαίνεται το φως. Όταν ξημέρωσε, ο άνδρας μου, βγήκε από το σπίτι και πήγε να δει τα μωρά των αδελφών μου. Εμείς είχαμε βάλει φαγητό να ψήνεται. Όταν επέστρεψε, ήρταν μαζί του περίπου τρία-τέσσερα αυτοκίνητα. Έμειναν και αυτοί στο σπίτι μας εκείνη την νύχτα. Το σπίτι μας, ήταν δίπλα που την εκκλησία και το καμπαναριό έβλεπε στην αυλή μας. Οι Τούρκοι γυρόφερναν το καμπαναριό και τα κομμάτια έπεφταν στην αυλή μας».
Οι μαύρες μνήμες και η έγνοια στα παιδιά
Η κ. Ανθούλλα αρχίζει να διηγείται τα όσα έζησαν στην Τουρκική Εισβολή. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας της, οι μνήμες ακόμη νωπές στο μυαλό της.
Η κ. Ανθούλλα αρχίζει να διηγείται τα όσα έζησαν στην Τουρκική Εισβολή. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας της, οι μνήμες ακόμη νωπές στο μυαλό της.
«Η κόρη μου η μεγάλη μπήκε κάτω από το τραπέζι, επειδή φοβήθηκε. Έκλαιγε, φώναζε. Ο κόσμος που είχε αυτοκίνητο έφευγε. Εμείς δεν είχαμε αυτοκίνητο. Είχαν δύο φορτηγά οι γαμπρούες μου. Το δειλινό, ο άντρας της αδελφής μου της μικρής, ήρτε σπίτι, να μας πάρει κάπου με ασφάλεια και μετά να επιστρέψει. Ο άνδρας μου δεν ήθελε να φύγει. Στο μεταξύ, ήταν παραμονή Δεκαπενταύγουστου και όταν πήγαμε εκκλησία το πρωί, ο παπάς φώναζε σε όσους είχαν παιδιά να πάνε να τα βαφτίσουν. Πολλοί εβουρήσαν να τα βαφτίσουν.
Τη νύχτα, πήραμε τα παπλώματα που είχαμε και πήγαμε στο σπίτι της γειτόνισσας να κοιμηθούμε. Στις 3:00 τα ξημερώματα, ήρθε ο γαμπρός της γειτόνισσας, που ήταν αστυνομικός, ήρθε και μας είπε να φύγουμε. Τον ρώτησε ο άνδρας μου “ρε Κοκή, ήντα που γίνεται;”. Και του απάντησε “ήντα που γίνεται;! Ως και η Αστυνομία, έφυε που του Μόρφου”. Έφυγε, τότε, ο Στυλλής και πήγε στο σπίτι της αδελφής μου της μικρής. Εκεί, τους βρήκε όλους έτοιμους να μπουν στα αυτοκίνητα και να φύγουν. Ξεκίνησαν και ήρθαν εκεί που ήμασταν, πήραμε τα παπλώματα μας και περιμέναμε. Μαζί μου ήταν και η πεθερά μου. Δεν πιάσαμε τίποτε. Φύγαμε με αυτά που φορούσαμε και με τις παντόφλες. Ήρθαν, μπήκαμε στο φορτηγό και φύγαμε. Γεμίσαμε το φορτηγό».
Οι μέρες μακριά από το σπίτι έγιναν μήνες
«Βγήκαμε έξω από του Μόρφου, αξημέρωτα ακόμα και λέει ο Στυλλής του Αντρίκου “ε, σύγαμπρε που πάμε;”. Ο γείτονας, επειδή ήταν συγγενής του Ηγούμενου στον Κύκκο, μας είπε να πάμε στο Μοναστήρι. Πήγαμε εκεί. Το Μοναστήρι ήταν γεμάτο πρόσφυγες. Γεμάτες οι κάμαρες με πρόσφυγες. Μέσα σε μια κάμαρη μπήκαμε εμείς, που ήμασταν έξι άτομα, η αδελφή μου με την οικογένειά της και η συνύφισσα της αδελφής μου. Στην κάμαρη είχε τέσσερα κρεβάτια. Πέφταμε μέσα στην κάμαρη, στα κρεβάτια, στο πάτωμα και οι άνδρες κοιμήθηκαν και έξω, επειδή ήταν καλοκαίρι».
«Βγήκαμε έξω από του Μόρφου, αξημέρωτα ακόμα και λέει ο Στυλλής του Αντρίκου “ε, σύγαμπρε που πάμε;”. Ο γείτονας, επειδή ήταν συγγενής του Ηγούμενου στον Κύκκο, μας είπε να πάμε στο Μοναστήρι. Πήγαμε εκεί. Το Μοναστήρι ήταν γεμάτο πρόσφυγες. Γεμάτες οι κάμαρες με πρόσφυγες. Μέσα σε μια κάμαρη μπήκαμε εμείς, που ήμασταν έξι άτομα, η αδελφή μου με την οικογένειά της και η συνύφισσα της αδελφής μου. Στην κάμαρη είχε τέσσερα κρεβάτια. Πέφταμε μέσα στην κάμαρη, στα κρεβάτια, στο πάτωμα και οι άνδρες κοιμήθηκαν και έξω, επειδή ήταν καλοκαίρι».
Ξημέρωσε και το Μοναστήρι είχε πλημμυρίσει με κόσμο. Πρόσφυγες από διάφορες περιοχές της Κύπρου, βρήκαν εκεί καταφύγιο.
«Καταφέραμε και βρήκαμε έξι πιάτα και έξι πιρούνια πλαστικά. Έτρωγαν οι μισοί πρώτα και οι άλλοι μισοί μετά. Καθημερινά περνούσαν αυτοκίνητα και πηγαίναν στον Κάμπο. Πήγαμε με την αδελφή μου να αγοράσουμε πιάτα και πιρούνια, αλλά δεν βρήκαμε τίποτε επειδή και εκεί είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες. Στον Κάμπο, βρήκαμε ένα παπά και του ζητήσαμε έξι πιάτα, έξι φλυτζάνια, έξι ποτήρια, έξι πιρούνια και έξι κουτάλια. Μας έδωσε. Στις 8 Σεπτεμβρίου είχε πανηγύρι. Τότε, αγόρασα και εγώ πράγματα από το πανηγύρι και επέστρεψα στον πάτερ τα πράγματα του. Μείναμε στον Κύκκο τρεις μήνες».
Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στον Κύκκο, δούλευαν, ώστε να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους.
«Στην Περιστερώνα φτάσαμε λίγο πριν το Πάσχα του 1975. Καταλήξαμε εδώ επειδή έραβα για τον αδελφό μιας γειτόνισσας μου που ήταν παντρεμένος δαμέσα. Εφτάσαμε εδώ αλλά δεν είχε τόπο να ππέσουμε δαμέ. Ένας συγγενής του άντρα μου, μας έδωσε μια κάμαρη να μείνουμε. Εδώσαμε πέντε campbed, ξύλινα, λίγες κουβέρτες που τη μέριμνα και μέσα σε μια κάμαρη εκάμαμε κουζίνα, τραπεζαρία και υπνοδωμάτιο».
Διαφορετική η ζωή σήμερα
Η ζωή σήμερα είναι εντελώς διαφορετικά από τότε.
Η ζωή σήμερα είναι εντελώς διαφορετικά από τότε.
«Τότε ήταν καλλύττερα. Ήμασταν αμαράζευτοι ανθρώποι. Έν είχαμε μαράζι όπως έχουμε τωρά, με τούτα ούλλα που γίνουνται. Έν είχαμε έννοιες. Τωρά, ο τζίρης πιάννει το μωρό του, άγνωστοι γυρέφκουν τζιαι πιάννουν τα μωρά που τους δρόμους. Εμείς εππέφταμε μέσα στα χωράφκια, πάνω στα δόματα τζιαι εν είχε κανένα να μας πειράξει. Τωρά εν μπορείς να περπατήσεις μέσα στους δρόμους. Φοάσε. Ο κόσμος άλλαξε».
Κι αν τη ρωτήσεις ποια εποχή από τις δύο επιλέγει, θα απαντήσει με σιγουριά την τότε εποχή.