Ενδεχόμενο αναπομπής του Νόμου για τις παρακολουθήσεις
11:39 - 27 Ιανουαρίου 2020

Μετά το πέρας του Υπουργικού Συμβουλίου, σε δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους, ο υπουργός Δικαιοσύνης, επανέλαβε πως ο συγκεκριμένος νόμος , είναι ένας νόμος στον οποίο η Κυβέρνηση επένδυσε αρκετά. «Δυστυχώς», πρόσθεσε, «παρά την τεράστια προσπάθεια που κάναμε σε συνεννόηση με τα κόμματα για να καταλήξουμε σέ ένα κοινώς αποδεκτό κείμενο, αυτό δεν έγινε κατορθωτό».
Όσον αφορά το ενδεχόμενο αναπομπής του Νόμου, ο Γιώργος Σαββίδης, σημείωσε πως αυτό είναι ένα Συνταγματικό δικαίωμα του Προέδρου το οποίο για να το εξασκήσει θα το εξασκήσει εφόσον λάβει την ενημέρωση του.
«Άρα αυτή τη στιγμή είναι νωρίς να μιλάμε για απόφαση του Προέδρου από τη στιγμή που δεν πήραμε τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα», δήλωσε.
«Τι προσθέτει o ‘σοβαρός λόγος’ δεν μπορώ να το αντιληφθώ αυτή τη στιγμή αλλά», ως επεσήμανε ο κ. Σαββίδης, «σίγουρα βάζει ένα ακόμη κριτήριο, το οποίο θα κάνει ακόμη πιο δύσκολή την απόφαση του Δικαστή, η οποία ενδεχομένως να πρέπει να ληφθεί και σε ώρες εκτός εργασίας, και δίδει ακόμη ένα όπλο, αν θέλετε, στον όποιο δικηγόρο αυτού ο οποίος μετά από διάταγμα θα βρεθεί ότι διέπραξε πολύ σοβαρό ποινικό αδίκημα, να μπορεί να αμφισβητήσει την κρίση του Δικαστή και να καταφέρει να ακυρωθεί όλη η μαρτυρία [και] να μην μπορεί να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο όλη η μαρτυρία.
Ενώ για την ‘εύλογη υποψία’ υπάρχει τεράστια νομολογία, γιατί είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για τα εντάλματα σύλληψης κι αν για εντάλματα σύλληψης – εκεί δηλαδή που στερείται η ελευθερία του ατόμου από απόφαση Δικαστηρίου – είναι αρκετό η ‘εύλογη υποψία’, η προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν χρειάζεται και δεν χρειαζόταν να προστεθεί, και δεν προσφέρει κάτι περισσότερο πέραν από το να δημιουργήσει προβλήματα μέχρι να καθιερωθεί νομολογιακά τι σημαίνει αυτός ο νέος όρος, ο ‘σοβαρός λόγος’, που δεν είναι νομικός όρος ο οποίος χρησιμοποιείται για να ξέρουμε πώς θα ερμηνευθεί από τα Δικαστήρια.»
Ως προς τη δεύτερη τροπολογία, ο υπουργός ανέφερε πως «είναι, κατά την προσωπική μου άποψη, η τεράστια προέκταση ή επέκταση κάποιου εντελώς και σαφώς καθιερωμένου επαγγελματικού απορρήτου των δικηγόρων, το οποίο είναι απολύτως σεβαστό από όλους στην έκταση που καλύπτεται από τον περί Δικηγόρων Νόμο και τον περί Δικηγόρων Κανονισμών. Εκείνο είναι απόλυτα σεβαστό, δηλαδή δεν μπορεί να προσαχθεί στο Δικαστήριο μαρτυρία υπό οποιεσδήποτε συνθήκες αν η μαρτυρία αυτή είναι το αποτέλεσμα της συνομιλίας δικηγόρου με πελάτη πάνω στο αδίκημα για το οποίο παρακολουθείται ο πελάτης και κάνει μια εμπιστευτική συνομιλία με τον δικηγόρο του. Αυτό να το ξεκαθαρίσω, είναι απόλυτα αποδεχτό από εμάς.
Αυτό που κάνει η τροπολογία που πέρασε, είναι ότι πέραν από το να λέει ότι δεν είναι αποδεχτό ως μαρτυρία, καθιστά παράνομη την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. Αυτό δημιουργεί τεράστια προβλήματα. Κατ’ αρχήν, ο άνθρωπος που εξουσιοδοτημένα θα παρακολουθεί τις συνομιλίες, θα έχει διαπράξει αδίκημα τεχνικά μέχρι να αντιληφθεί ότι μιλά πελάτης με δικηγόρο. Άρα εκεί είναι το πρώτο πρόβλημα. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι, ενώ είναι απόλυτα σεβαστή η μη χρήση πληροφοριών που ενδεχομένως να αφορούν στο συγκεκριμένο αδίκημα από τον παρακολουθούμενο σε μια προσπάθεια να εξηγήσει στον δικηγόρο του τι γίνεται, αν από τη συνομιλία αυτή προκύπτουν άλλα αδικήματα, ή αδικήματα από άλλους ανθρώπους, ή ακόμα και αν ο δικηγόρος στην απίθανη εκείνη περίπτωση που ενδεχομένως να δίδει παράνομες νομικές συμβουλές στον πελάτη του, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί να πρέπει να καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Δηλαδή, γίνεται μια τεράστια επέκταση που βάζει σε ξεχωριστή μοίρα τους δικηγόρους, κάτι το οποίο κρίνω ότι δεν είναι απόλυτα σωστό και είναι ένα από τα σημεία που θέλω να συζητήσω με τον Γενικό Εισαγγελέα.»