Το πρωτοφανές φονικό με τα ξόρκια που πάγωσε την Κύπρο-Θύματα δύο μάνες και δύο παιδιά
07:21 - 28 Σεπτεμβρίου 2019
31 Μαρτίου 1990… Η Αστυνομία έρχεται αντιμέτωπη με ένα φρικιαστικό θέμα, εισβάλλοντας σε διαμέρισμα στη Λεμεσό. Δύο μητέρες και δύο παιδιά, κείτονταν νεκροί σε λίμνη αίματος. Η κοινή γνώμη παγώνει και παρακολουθεί συγκλονισμένη τα όσα αποκαλύπτονται. Δράστης του άγριου φονικού, η μία εκ των δύο γυναικών, η οποία δολοφόνησε την αδελφή της, την κόρη της και τον αδελφότεκνο της, ενώ στη συνέχεια έθεσε και η ίδια τέρμα στη ζωή της. Κίνητρο της φρικτής δολοφονίας ο εξορκισμός της μαγείας.
Τα θύματα της τραγωδίας:
- Αντώνης (Τόνη) Γκάμπερ, 16 χρόνων: Εκτελέστηκε εξ’ επαφής με κυνηγετικό όπλο από τη θεία του. Κατά τη δολοφονία, το θύμα κοιμόταν (προφανώς από επήρεια υπνωτικών χαπιών) σε υπνοδωμάτιο του διαμερίσματος.
- Άννα Θεοδώρου Χίτσιου 20 χρόνων: Πυροβολήθηκε εξ’ επαφής από την μητέρα της, με τον ίδιο τρόπο, όπως και ο εξάδελφος της.
-Ιωάννα Γκάμπερ, 45 χρόνων: Δολοφονήθηκε στον ίδιο χώρο με τον γιο της, Τόνη, από την αδελφή της.
-Ζωή Ιακώβου, 47 χρόνων: Η δράστης του φονικού, αφού δολοφόνησε τα άλλα τρία πρόσωπα, ως σύγχρονη Μήδεια, έθεσε τέρμα στη ζωή της.
Παρότι η τραγωδία, σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, φαίνεται να διαπράχθηκε στις 24 Μαρτίου 1990, εντούτοις, κανείς δεν αντιλήφθηκε οτιδήποτε μέχρι τα ξημερώματα της 31ης Μαρτίου, οπότε ένας γείτονας είχε επικοινωνήσει με τις Αρχές, λέγοντας ότι μια περίεργη μυρωδιά αναδυόταν από το διαμέρισμα 402, πολυκατοικίας που βρισκόταν στην Μέσα Γειτονιά, στη Λεμεσό.
Μετά το τηλεφώνημα, ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις έσπευσαν στο σημείο, απέκλεισαν την σκηνή και αφού παραβίασαν την είσοδο, εισήλθαν στο διαμέρισμα. Τα όσα φρικαλέα αντίκρισαν δεν μπορούσε να τα χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Πτώματα σε δύο υπνοδωμάτια, δυσωδία και μια χαώδης κατάσταση...
Στα εν λόγω σημειώματα, οι τρεις έγραφαν ότι αυτοκτονούν για να λυτρωθούν από τα μάγια, ενώ έγραφαν επίσης πως αφήνουν όλα τα υπάρχοντα τους, στον αρραβωνιαστικό της Άννας.
Παράλληλα, ζητούσαν να μην ταφούν, ούτε να γίνει η κηδεία τους, αλλά να κομματιαστούν και να ριχθούν στη θάλασσα, αφού οι ιερείς δεν μπόρεσαν να τις βοηθήσουν, όπως έλεγαν στα σημειώματα τους, να τις ξορκίσουν.
Τι έδειξε η αυτοψία και οι νεκροτομές
Αυτοψία στη σκηνή που διαπράχθηκε το ειδεχθές έγκλημα, διενήργησε ο παθολογοανατόμος Ι. Μιχαηλίδης, ο οποίος ανέφερε ότι ο θάνατος τους οφείλεται σε θανατηφόρες κακώσεις στην κεφαλή, λόγω των τραυμάτων που προκλήθηκαν από το κυνηγετικό όπλο.
Την επόμενη μέρα, διενεργήθηκαν οι νενομισμένες νεκροτομές επί των τεσσάρων σορών από τους ιατροδικαστές, Ι.Μιχαηλίδης, Χ.Χαραλάμπους και Ι.Ζουβάνης στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού.
Όπως διαπιστώθηκε, ο θάνατος της Ζωής Ιακώβου, επήλθε από τραύμα στην αριστερή πλευρά του προσώπου.
Όσον αφορά την αδελφή της Ιωάννα, έφερε δύο τραύματα στο πρόσωπο, το ίδιο και ο γιος της Τόνη, ενώ η κόρη της Ζωής, Άννα, έφερε και εκείνη τραύμα στο πρόσωπο.
Όσο προχωρούσαν οι έρευνες των Αρχών, τόσο πιο συγκλονιστικά ήταν τα όσα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας, τα οποία καθήλωσαν την κοινή γνώμη.
Όπως είχε γίνει γνωστό, η Ζωή, δράστης του φονικού, είχε αγοράσει το κυνηγετικό όπλο λίγες μέρες προηγουμένως και το ενέγραψε, ενώ τα υπνωτικά χάπια που εντοπίστηκαν, τα κατανάλωνε για αρκετό διάστημα πριν το φρικτό έγκλημα της.
Διαπιστώθηκε επίσης, ότι κάθε είσοδος και έξοδος αέρα από το διαμέρισμα, ήταν κλειστή και προς τούτο, χρησιμοποιήθηκαν πετσέτες κι αυτοκόλλητες ταινίες, ενώ κάποιος που βρισκόταν στο σπίτι, είχε ανοίξει τις στρόφιγγες κυλίνδρων υγραερίου, με αποτέλεσμα η κατάσταση να είναι αποπνικτική.
Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι το ραδιόφωνο ήταν στη διαπασών και αυτός ήταν και ο λόγος που δεν ακούστηκαν οι πυροβολισμοί και το έγκλημα δεν αποκαλύφθηκε από την πρώτη μέρα.
Σύμφωνα με άλλα στοιχεία που κατείχε η Αστυνομία, στις 21 Μαρτίου, η Άννα είχε πει στον αρραβωνιαστικό της ότι θα πήγαινε με τη μητέρα και τη θεία της, σε φίλους στη Λευκωσία.
Τρεις μέρες αργότερα, η Άννα, μίλησε με τον αρραβωνιαστικό της και του είπε να μην ανησυχεί και ότι θα έμεναν στη Λευκωσία, με τη δικαιολογία ότι είχαν πολλούς φίλους να επισκεφθούν, ενώ του ανέφερε ότι θα επικοινωνούσε μαζί του στις 26 Μαρτίου.
Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν συνέβη και ως εκ τούτου, στις 29 Μαρτίου, ο αρραβωνιαστικός της Άννας, έψαξε για την σύντροφο του, στο σπίτι όπου εντοπίστηκε νεκρή, δύο μέρες αργότερα.
Παρότι ο σύντροφος της Άννας χτύπησε την πόρτα, κανένας δεν απάντησε, αλλά είχε ακούσει το ραδιόφωνο στη διαπασών και πίστεψε ότι το είχαν ξεχάσει ανοιχτό.
Αποκαλύφθηκε επίσης, ότι οι δύο αδελφές, το 1985 κι ενώ διέμεναν στην Αυστραλία, πίστευαν ότι τους είχαν κάνει μάγια και τους διακατείχε μανία καταδίωξης. Τελικά, το 1988, αποφάσισαν να φύγουν από τη χώρα και έφθασαν στην Λεμεσό, όπου επισκέπτονταν ιερείς για να τους λύσουν τα μάγια.
Οι Αρχές κατείχαν επίσης πληροφορίες, ότι η Ζωή και η αδελφή της, Ιωάννα, σε κάποια φάση, ενώ βρίσκονταν στην Αυστραλία, διετέλεσαν μέλη αίρεσης, πληροφορίες οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν, αλλά ούτε διαψεύστηκαν.
Όσα ανέφεραν γείτονες
Για τα θύματα, αλλά και για τα όσα άκουσαν και είδαν κατά τον επίδικο χρόνο, είχαν μιλήσει οι γείτονες, μεταξύ των οποίων ο άνθρωπος που ειδοποίησε τις Αρχές.
«Τη νύχτα της Δευτέρας 26 Μαρτίου 1990, ο χώρος του διαμερίσματος μύριζε γκάζι και δεν ήξερα τι συνέβαινε. Την Τρίτη, άκουγα στη διαπασών μουσική και άλλα που μετέδιδε το ραδιόφωνο του διαμερίσματος, το οποίο σταμάτησε μόνο αργά το βράδυ. Κράτησε για 3-4 μέρες η ίδια ιστορία με το ραδιόφωνο, ενώ στο μεταξύ η μυρωδιά άρχισε να αλλοιώνεται και να γίνεται βαριά. Το ανέφερα σε ένα μέλος της διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή.
Παρόλο που δεν είχαμε πάρε-δώσε με τους ενοίκους του 402, που προ πενταμήνου εγκαταστάθηκαν, αποφάσισα να κτυπήσω την πόρτα.
Δεν πήρα καμία απάντηση. Κλώτσησα την πόρτα, κανείς δεν μου απάντησε. Άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάτι συνέβαινε. Μυρωδιά… Ραδιόφωνο όλη μέρα και το βράδυ, με το κλείσιμο του σταθμού, σιωπούσε, ενώ συνέχιζε να κάνει το γνωστό θόρυβο που εκπέμπει ένας κλειστός ραδιοσταθμός. Προψές (σ.σ.31 Μαρτίου), όταν γύρισα στις 2:15 από τη δουλειά μου δεν άντεξα. Πήγα μόνος μου στην Αστυνομία και το ανέφερα».
Η μαρτυρία γειτόνισσας
«Δεν είχαμε οποιεσδήποτε σχέσεις με τους ενοίκους του 402, καθότι πριν μερικούς μήνες εγκαταστάθηκαν. Απλώς ένα «γειά» λέγαμε πότε-πότε που συναντιόμασταν στο ασανσέρ. Δύο φορές έτυχε να μεταφέρω τον 16χρονο Τόνη στο σχολείο που φοιτούσε, λόγω του ότι έβρεχε. Γενικά ήταν ήσυχος άνθρωπος.
Να σημειώσω όμως κάτι. Τη Δευτέρα το απόγευμα (σ.σ.26 Μαρτίου) επισκέφθηκε το σπίτι μια άγνωστη κοπέλα που έψαχνε τους ενοίκους, χωρίς όμως να πάρει καμία απάντηση».
Σε δηλώσεις για τον 16χρονο Τόνη Γκάμπερ, που έπεσε νεκρός από τα χέρια της θείας του, είχαν προβεί συμμαθητές του, οι οποίοι αποκάλυψαν ότι ο Τόνη τους είχε πει εμπιστευτικά, πως κάποιος ιερέας στην Αυστραλία έκανε μάγια στην οικογένεια του, τα οποία τους καταδίωκαν συνεχώς.
Ο ανήλικος τους είχε αποκαλύψει ακόμα, ότι σκόπευε σύντομα να μετακομίσει στον Καναδά.
Τάφηκαν στο κοιμητήριο Σφαλαγγιώτισσας
Η ταφή των θυμάτων τελέστηκε στο Κοιμητήριο Σφαλαγγιώτισσας στη Λεμεσό, χωρίς να τελεστή κηδεία, μετά από απόφαση των Υγειονομικών Υπηρεσιών για λόγους υγείας.
Στην ταφή παρέστησαν τριάντα περίπου άτομα, ωστόσο κανείς δεν ήταν στενό συγγενικό πρόσωπο των θυμάτων.
Πρώτος τάφηκε ο 16χρονος Τόνη, ενώ ακολούθησαν η ταφή της μητέρας του, της εξαδέλφης του και τελευταίας της 47χρονης Ζωής.
Τα έξοδα της ταφής, ανέλαβε ο αδελφός του αρραβωνιαστικού της Άννας.
Όταν κλήθηκε να απαντήσει γιατί προέβη σε αυτή την κίνηση, ανέφερε πως, «θεώρησα πρέπον αφού οι τέσσερις δεν είχαν κανένα συγγενή στην Κύπρο, να πληρώσω για την ταφή τους. Περισσότερο το έκανα για την Άννα, την αρραβωνιαστικιά του αδελφού μου και τον μικρό Τόνη που αγαπούσαμε όλοι».
Περιγράφοντας τον Τόνη, ανέφερε ότι «ήταν ένα αθώο πλάσμα, ένα καλοσυνάτο αγόρι. Εργαζόταν κοντά μας (σ.σ. στο εστιατόριο που διατηρούσαν) τα Σαββατοκύριακα και τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι αδελφές Ζωή και Ιωάννα, ήταν ιδιόρρυθμοι άνθρωποι. Λιγομίλητες, πάντα αποφεύγοντας να συνάψουν φιλίες με τον καθένα».
Είχε επισημάνει επίσης, ότι «δεκαπέντε μέρες από την εξαφάνιση τους, είχαν ρωτήσει τον αδελφό μου αν ήθελε να του αγοράσουν κυνηγετικό όπλο, για να γίνει κυνηγός και για πρώτη φορά η Άννα ξεστόμισε τους φόβους της, ότι δήθεν κάποιοι έκαναν στην οικογένεια της μάγια. Μάλιστα σε κάποια άτομα η ίδια έλεγε: “Κοιτάξετε τα μάγια τι με έκαναν… Χόντρυνα πολύ… Τα μάγια φταίνε για το πάχος μου…”»
Η συνέντευξη του αρραβωνιαστικού της Άννας
Αφού πέρασαν κάποιες μέρες από την ταφή των τριών γυναικών και του ανήλικου Τόνη, έγινε ο καθαρισμός του διαμερίσματος όπου διαπράχθηκε το άγριο φονικό, στην παρουσία του αρραβωνιαστικού της Άννας.
Ο χαροκαμένος σύντροφος, παρακολούθησε από μακριά τη μεταφορά των αιματομένων κρεβατιών κι άλλων αντικειμένων.
«Δεν πίστευα ποτέ μου ότι η Άννα θα αυτοκτονούσε. Περνούσαμε πολύ αγαπημένα. Ήταν ωραίος τύπος, ανοιχτόκαρδη και χαμογελαστή. Για όλα όσα έγιναν φταίει η Ζωή», ήταν τα πρώτα του λόγια όταν κλήθηκε να μιλήσει για πρώτη φορά μετά την τραγωδία.
«Όταν αναζητούσα επίμονα την Άννα και δεν την έβρισκα, λίγο μετά που έφυγαν δήθεν για τη Λευκωσία, και δεν είχα κανένα μήνυμα της, ανησύχησα. Έψαξα στο διαμέρισμα και βρήκα ένα τηλέφωνο του αδελφού της Ζωής και Ιωάννας στη Μελβούρνη και επικοινώνησα για να ρωτήσω να μάθω ποιοι ήταν οι συγγενείς που είχαν στη Λευκωσία. Από τον αδελφό της Ζωής, πληροφορήθηκα με έκπληξη μου ότι δεν ήξερε αν υπήρχαν συγγενείς και ότι δεν είχαν επικοινωνία με τις αδελφές τους, παρά μόνο πολύ αραιά. Διαπίστωσα πια, ότι μου έλεγαν όλοι πολλά ψέματα. Ο αδελφός, μεταξύ άλλων, δεν γνώριζε ότι εγώ αρραβωνιάστηκα με την Άννα, ενώ σ’ εμένα άλλα έλεγαν οι τρεις γυναίκες».
Αναφερόμενος στην πεθερά του Ζωή, την χαρακτήρισε παράξενο και ιδιόρρυθμο άνθρωπο.
«Ήθελε να είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων. Ήθελε όλοι να της δείχνουν την απαιτούμενη προσοχή. Κι η αδελφή της η Ιωάννα είχε τη “λόξα” της. Φαίνονταν τρομαγμένες και φοβισμένες κάποτε. Οι δύο αδελφές αναφέρονταν κάποτε για μάγια, μα εγώ δεν έδινα σημασία, νόμιζα ότι αστειεύονταν. Η Ζωή κι η Ιωάννα πάντοτε κυκλοφορούσαν μαζί, όπου πήγαινε η μια δίπλα βρισκόταν η άλλη. Μόνο μια φορά θυμάμαι, που η Ζωή είπε “δεν αξίζει κόπο να ζω, θα πεθάνω”. Τότε η Άννα είχε πει “Kι εγώ θα πεθάνω μαζί σου”. Δεν έδωσα σημασία γιατί υπέθεσα πως ήταν αστεία όλα αυτά».