Το θέρετρο των κατασκόπων-Η αληθινή ιστορία πίσω από την ταινία του Netflix
17:56 - 01 Σεπτεμβρίου 2019
Το Arous ήταν ένα ειδυλλιακό θέρετρο διακοπών στη σουδανική έρημο, στις όχθες της Ερυθράς Θάλασσας. Αλλά, αυτός ο λαμπερός προορισμός υπήρξε επίσης η βάση ισραηλινών πρακτόρων. Τα γεγονότα ενέπνευσαν μια ταινία που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Netflix, το Red Sea Diving Resort. Όμως, όπως συμβαινει συχνά, η πραγματική ιστορία είναι με πολλούς τρόπους, πιο θεαματική από τη μυθοπλασία.
«Το Arous, στην Ερυθρά Θάλασσα, είναι ένας ξεχωριστός, θαυμάσιος κόσμος», λέει το γυαλιστερό διαφημιστικό φυλλάδιο, διαφημίζοντας το χωριό ως το απόλυτο «κέντρο αναψυχής και καταδύσεων του Σουδάν». Δεν υπερβάλλει.
Το Arous Village, στα όρια των θεαματικών κοραλλιογενών υφάλων και ενός πολύ περίεργου ναυαγίου, φαίνεται να είναι το όνειρο κάθε ερασιτέχνη δύτη.
Τα φυλλάδια τυπώθηκαν κατά χιλιάδες και διανεμήθηκαν από εξειδικευμένα ταξιδιωτικά πρακτορεία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι κρατήσεις πραγματοποιήθηκαν μέσω γραφείων στη Γενεύη και στο Χαρτούμ. Και με την πάροδο του χρόνου εκατοντάδες επισκέπτες πήγαιναν εκεί για διακοπές.
Ήταν ένα μακρύ ταξίδι. Αλλά όταν περνούσε κανείς την έρημο και βρισκόταν στην όαση του θερέτρου, απολάμβανε πρώτης τάξεως εγκαταστάσεις, θαλάσσια σπορ, καταδύσεις σε βαθιά θάλασσα και μια εντυπωσιακή ποικιλία από ντόπια φαγητά και κρασί. Στο βιβλίο των επισκεπτών καταγράφοντας ενθουσιώδη σχόλια.
Ο Οργανισμός Τουρισμού του Σουδάν είχε επίσης κάθε λόγο να είναι χαρούμενος. Είχε μισθώσει τις εγκαταστάσεις σε μια ομάδα ανθρώπων που παρουσόαζαν τους εαυτούς τους ως ευρωπαίους επιχειρηματίες, και οι οποίοι κατάφεραν να φέρουν τους πρώτους ξένους τουρίστες στη χώρα. Το μόνο πράγμα που δεν ήξεραν οι ανυποψίαστοι τουρίστες, είναι ότι το θέρετρο κατάδυσης στην Ερυθρά Θάλασσα, ήταν απολύτως ψεύτικο.
Ήταν μια βιτρίνα, που δημιουργήθηκε και λειτούργησε για περισσότερα από τέσσερα χρόνια στις αρχές της δεκαετίας του '80, από πράκτορες της Μοσάντ, της ισραηλινής Μυστικής Υπηρεσίας. Το χρησιμοποίησαν ως κάλυψη για μια ανθρωπιστική αποστολή: Να σώσουν Εβραίους, οι οποίοι έφυγαν από την Αιθιοπία και βρήκαν καταφύγιο στα στρατόπεδα προσφύγων στο Σουδάν. Στόχος της Μοσάντ ήταν να τους επαναπατρίσει, αλλά επειδή το Σουδάν ήταν εχθρικό προς το Ισραήλ κράτος, συνδεδεμένο με τον αραβικό κόσμο, η επιχείρηση έπρεπε να γίνει με άκρα μυστικότητα. Η επιχείρηση ήταν τόσο μυστική, που μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι γνώριζαν γι αυτήν. Οι πράκτορες δεν μιλούσαν γι' αυτήν ούτε καν στις οικογένειές τους.
Οι Εβραίοι της Αιθιοπίας ανήκαν σε μια κοινότητα που ονομάζεται Beta Israel (Οίκος του Ισραήλ), η προέλευση της οποίας περιβάλλεται από μυστήριο.
Για πολλούς αιώνες, μια θεωρία υποστήριζε ότι προέρχονταν από Ισραηλίτες που είχαν συνοδεύσει ένα γιο της βασίλισσας του Σαβά και του βασιλιά Σολομώντα στην Αιθιοπία γύρω στο 950 π.Χ., παίρνοντας μαζί τους την Κιβωτό της Διαθήκης. Πιο πιθανό σενάριο, πάντως, είναι ότι κατέληξαν εκεί μετά τον εμφυλίο πολέμο στο αρχαίο Ισραήλ ή έφυγαν στην εξορία μετά την καταστροφή του Εβραϊκού Ναού στην Ιερουσαλήμ, το 586 π.Χ. Οι Εβραίοι της Αιθιοπίας ασκούσαν μια βιβλική εκδοχή του Ιουδαϊσμού και προσεύχονταν σε κτήρια παρόμοια με τις συναγωγές. Όμως, απομονώθηκαν από την υπόλοιπη Εβραϊκή κοινότητα για χιλιετίες και έτσι, πίστευαν ότι ήταν οι τελευταίοι Εβραίοι στον κόσμο.
Το 1977 ένα από τα μέλη τους, ο Φερέντε Ακλούμ, που καταζητείτο από τις Αρχές της Αιθιοπίας για «αντι-κυβερνητική δραστηριότητα» (ο Ακλούμ ήταν ύποπτος για διασυνδέσεις με τους αντάρτες και ότι ενθάρρυνε τους Εβραίους να μεταναστεύσουν στο Ισραήλ) διέφυγε στο Σουδάν μαζί με ένα κύμα μη-Εβραίων προσφύγων οι οποίοι εγκατέλειπαν τη χώρα στην οποία ο εμφύλιος πόλεμος είχε δημιουργήσει μια άνευ προηγουμένου επισιτιστική κρίση.
Ο Ακλούμ έστειλε επιστολές σε διάφορους ανθρωπιστικιυς οργανισμούς, ζητώντας βοήθεια για να φτάσει στο Ισραήλ. Μια από αυτές, έπεσε στα χέρια της Μοσάντ. Για τον τότε Ισραηλινό Πρωθυπουργό, Μεναχέμ Μπέγκιν –που υπήρξε και ο ίδιος πρόσφυγας από την κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπη- ήταν απόλυτυη προτεραιότητα να προσφέρει καταφύγιο σε όσους Εβραίους βρίσκονταν σε κίνδυνο. Το Beta Israel δεν ήταν εξαίρεση και ο Μπέγκιν διέταξε τη Μοσάντ να ενεργήσει.
Η Μοσάντ ανέθεσε σε έναν από τους συνεργάτες της, τον Ντάνι, να εντοπίσει τον Ακλούμ και να βρει έναν τρόπο να επιστρέψουν όσοι Εβραίοι βρίσκονταν στο Σουδάν, στην πατρίδα τους.
Μετά από μια δύσκολη αναζήτηση -«σαν να ψάχνεις βελόνα στα άχυρα», λέει ο Ντάνι- ο πράκτορας βρήκε τον Ακλούμ στο Χαρτούμ και οι δύο άντρες συνεργάστηκαν. Ο Ακλούμ έστειλε μηνύματα στην κοινότητά του στην Αιθιοπία, λέγοντας ότι ο δρόμος προς την Ιερουσαλήμ περνούσε από το Σουδάν και έπρεπε να ακολουθήσουν τις οδηγίες του. Τους πρόσφερε την ευκαιρία να εκπληρώσουν ένα όνειρο 2.700 ετών. Ως τα τέλη του 1985, περίπου 14.000 Εβραίοι της κοινότητας Beta άδραξαν την ευκαιρία και έκαναν το επικίνδυνο ταξίδι 800 χλμ. με τα πόδια.
Περίπου 1.500 από τους Εβραίους πρόσφυγες σκοτώθηκαν στηο δρόμο, έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα γύρω από τον Γκενταρέφ και την Κασάλα, ή απήχθησαν. Καθώς δεν υπήρχαν Εβραίοι στο Σουδάν, μια χώρα με κατοίκους κατά πλειοψηφία μουσουλμάνους, έκρυβαν τη θρησκεία τους για να μην συλληφθούν από τη σουδανική μυστική αστυνομία. Παρά τον κίνδυνο, συνέχισαν τις εβραϊκές τους πρακτικές και διατροφικές συνήθειες.
Αποστολή διάσωσης
Σχεδόν αμέσως, ξεκίνησαν μυστικές επιχειρήσεις εκκένωσης μικρής κλίμακας, με επικεφαλής τον Ντάνι και τον Ακλούμ, και με τους Εβραίους να φεύγουν μέσω του αεροδρομίου του Χαρτούμ στην Ευρώπη με πλαστά χαρτιά και στη συνέχεια στο Ισραήλ. Αλλά καθώς οι αριθμοί αυξήθηκαν, έγινε φανερό ότι χρειαζόταν ένας άλλος τρόπος.
«Σκεφτόμουν τη θάλασσα», θυμάται ο Ντάνι στο βιβλίο μου για την επιχείρηση. «Το Σουδάν δεν ήταν σαν την Αιθιοπία, όπου ο εμφύλιος πόλεμος και το ορεινό έδαφος σήμαιναν ότι οι Εβραίοι δεν θα μπορούσαν να μεταφερθούν στην ακτή. Αν μπορούσαμε να απομακρύνουμε τους ανθρώπους μέσω της Ερυθράς Θάλασσας, θα μπορούσαμε να τους σώσουμε». Ήταν σε ένα ταξίδι στην ακτή του Σουδάν, κατά το οποίο αναζητούσε πιθανές παραλίες για μια τέτοια επιχείρηση, όταν στα τέλη του 1980 ο Ντάνι και ένας άλλος πράκτορας έπεσαν πάνω σε ένα εγκαταλελειμμένο θέρετρο το Arous, περίπου 70 χιλιόμετρα βόρεια του Port Sudan. «Είδαμε κάτι που μας φαινόταν σαν οπτασία», λέει. «Είδαμε κτίρια με κόκκινες κεραμοσκεπές, ήμασταν στο Σουδάν, δεν ήμασταν κάπου αλλού».
Ένας φύλακας τούς πληροφόρησε ότι το θέρετρο είχε χτιστεί από μια ιταλική εταιρεία αλλά είχε κλείσει μερικά χρόνια νωρίτερα. Τους έβαλε μέσα και τους έδειξε το χώρο. «Καταλάβαμε αμέσως ότι αν παίρναμε αυτό το χωριό, μπορούσαμε να κάνουμε τα πάντα”, λέει ο Ντάνι.
Αυτό που συνέβη στη συνέχεια ήταν το θέμα της ταινίας του Netflix, Red Sea Diving Resort. Τα γυρίσματα έγιναν στη Ναμίμπια - όπου αναδημιουργήθηκε το θέρετρο - και στη Νότια Αφρική. Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Captain America, Κρις Έβανς, του οποίου ο χαρακτήρας στην ταινία του Netflix βασίζεται στον Ντάνι (οι δυο τους συναντήθηκαν όταν ο Έβανς προετοίμαζε το ρόλο). Άλλοι βασικοί χαρακτήρες βασίζονται σε μέλη της ομάδας της Μοσάντ που δημιουργήθηκε από τον Ντάνι για την αποστολή. Η ταινία καθιστά σαφές ότι είναι «εμπνευσμένη» (και όχι «βασισμένο σε») πραγματικά γεγονότα, αφήνοντας άφθονο χώρο για αυτοσχεδιασμό. Κάποιες σκηνές είναι πολύ κοντινές στα γεγονότα, ενώ άλλες όχι και τόσο.
Το θέρετρο ολοκληρώθηκε το 1974 από Ιταλούς επιχειρηματίες και ήταν ένα σύμπλεγμα 15 μπανγκαλόου με κόκκινη στέγη, μια κουζίνα και μια μεγάλη τραπεζαρία, μια λιμνοθάλασσα και τη θάλασσα. Δεν υπήρχε υποδομή (ούτε καν δρόμος προσέγγισης), αλλά οι Ιταλοί έφεραν μια γεννήτρια και πήραν γλυκό νερό από το Port Sudan. Το λειτούργησαν με αρκετή επιτυχία για πέντε χρόνια, αλλά μετά από διαμάχες με σουδανέζους αξιωματούχους έφυγαν και το θέρετρο έκλεισε ένα χρόνο αργότερα. “Είναι ένα πολύ δύσκολο μέρος για να λειτουργήσεις, αν δεν έχεις τη Μοσάντ πίσω σου», λέει ένας πράκτορας που συμμετείχε στην επιχείρηση αλλά θέλησε να παραμείνει ανώνυμος.
Παριστάνοντας το διευθυντή μιας τουριστικής εταιρείας με έδρα την Ελβετία (η οποία στην πραγματικότητα δεν υπήρχε), ο Ντάνι έπεισε τις σουδανικές αρχές ότι θα μπορούσε να αναβιώσει το θέρετρο και να φέρει και πάλι τουρίστες σε αυτό. Συμφώνησαν να τον αφήσουν να το νοικιάσει για 250.000 δολάρια.
Μετά, οι πρόσφυγες παραλαμβάνονταν από λέμβους, οι οποίες τους οδηγούσαν στο ισραηλινό πλοίο INS Bat Galim, που περίμενε στη θάλασσα. Το πλοίο τους πήγαινε, στη συνέχεια, στο Ισραήλ. «Ήμασταν διαρκώς σε κίνδυνο», λέει ο ανώνυμος πράκτορας. «Όλοι γνωρίζαμε ότι αν κάποιος από εμάς αποκαλυφθεί, θα καταλήξουμε να κρεμαστούμε στο κέντρο του Χαρτούμ». Κι αυτό παραλίγο να συμβεί, το Μάρτιο του 1982, όταν στην τρίτη τέτοια επιχείρηση η ομάδα εντοπίστηκε στη μέση της μεταφοράς από την παραλία προς το πλοίο από Σουδανούς στρατιώτες. Ένας στρατιώτης άνοιξε πυρ, αλλά η λέμβος κατάφερε να διαφύγει.
Μετά από αυτό, αποφασίστηκε ότι οι από θαλάσσης εκκενώσεις ήταν πολύ επικίνδυνες, και ένα νέο σχέδιο επινοήθηκε. Οι πράκτορες αποφάσισαν να βρουν το κατάλληλο σημείο προσγείωσης στην έρημο για αεροσκάφη τύπου C130 Hercules. Οι πρόσφυγες έφυγαν από τη χώρα από αέρος...
Στο μεταξύ οι Ισραηλινοί συνέχιζαν να λειτουργούν το θέρετρο, το οποίο σημείωνε μεγάλη επιτυχία. Ήταν ένα πολύ όμορφο μέτος, με υπηρεσίες υψηλού επιπέδου και όλοι αναρωτιόντουσαν γιατί να ανοίξει κάποιος μια τέτοια τουριστική μονάδα εκεί. Το εντυπωσιακό είναι ότι το Arous έβγαλε αρκετά χρήματα για να συντηρήσει τον εαυτό του ως επιχείρηση και κάποιο κέρδος που βέβαια χρησιμοποιήθηκε στην επιχείρηση με τους πρόσφυγες. Και η επιχείρηση αερομεταφοράς συνεχιζόταν. Οι Ισραηλινοί βρήκαν δύο σημεία, εγκαταλελειμμένους βρετανικους αεροδιαδρόμους από το ΒΠΠ και το Μάιο του 1982 το πρώτο C130 προσγειώθηκε σε έναν από αυτούς. Πολλοί από τους πρόσφυγες δεν είχαν ξαναδεί αεροπλάνο και φοβόντουσαν να μπουν σε αυτό, θυμάται ο Ντάνι.
Παρά τους κινδύνους, συνολικά 17 τέτοιες επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν πριν, το 1984, ο Πρόεδρος του Σουδάν, Στρατηγός Τζαφάρ Νιμέιρι, αποφάσισε να επιτρέψει την απομάκρυνση των Εβραίων από το Χαρτούμ, μετά από μια γενναία δωροδοκία από τις ΗΠΑ. Συνολικά, σε αυτό που ονομάστηκε Επιχείρηση Μωϋσής, 6.380 Εβραίοι από την Αιθιοπία απομακρύνηκαν από το Σουδάν.
Όταν η επιχείρηση τελείωσε και με τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους, οι πράκτορες της Μοσάντ έφυγαν μια νύχτα από το θέρετρο, το οποίο στη συνέχεια έκλεισε.