Ιστορικών μεταβολών πρόκληση
11:10 - 18 Απριλίου 2019
Το διεθνοπολιτικό σκηνικό που συνέχει την παρουσία του ελληνισμού, Ελλάδος και Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο, βρίσκεται προδήλως σε μια εν εξελίξει εκτιθέμενη πορεία δομικών μεταβολών, που συνιστούν κατά ταύτα επερχόμενες γεωπολιτικές εξελίξεις, οι οποίες άπτονται πρωτοβουλιών και στρατηγικών κινήσεων, εν προκειμένω του τουρκικού παράγοντα. Δεδομένου μάλιστα του γεγονότος μιας κατά παράδοση αντίληψης του ευμετάβλητου και οιονεί των συνθηκών ισχύος μεταβαλλόμενου διεθνοπολιτικού πλαισίου παρεμβατικής λειτουργίας των υποκειμένων διεθνούς δικαίου, τα κράτη και εν προκειμένω Αθήνα και Λευκωσία, όντας κρατικές οντότητες ομοεθνικών κοινωνικών δομών, οφείλουν να αναπτύξουν κοινές στρατηγικές κινήσεις πολιτικής στοχοθεσίας.
Η Τουρκία κινούμενη σήμερα προς ανατολάς εκπίπτει στα όμματα της Ουάσιγκτον και του δυτικού εν γένει παράγοντα ως αξιόπιστος σύμμαχος και ως κατά ταύτα συμμαχικός δρών – εταίρος. Η Κύπρος, ούσα ούτως ή άλλως, κατά την προσφιλή ρήση του Χένρι Κίσσιγκερ, το αβύθιστο αεροπλανοφόρο της Μεσογείου, οφείλει να προστρέξει στην κατεύθυνση της εκδήλωσης παρουσίας ως της άλλης πλευράς του διεθνοπολιτικού σκηνικού, που ευνοεί την Ουάσιγκτον και τα δυτικά στρατηγικά συμφέροντα.
Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε το γεγονός πως η διεθνής πολιτική διαρθρώνεται σύμφωνα με την βούληση και τις αναπτυσσόμενες πρωτοβουλίες των δρώντων πρωταγωνιστών στο διεθνοπολιτικό γίγνεσθαι, όπου κινείται επί πραγματικών συνθηκών και εξελίξεων και δρομολογεί μεταβολές επί του εδάφους και όχι εν κενώ. Επομένως, εναπόκειται στις πολιτικές ηγεσίες του έθνους, σε Αθήνα και Λευκωσία, να αναπτύξουν την στρατηγική του ελληνισμού, κατά Θουκυδίδεια λογική, ενός μέλλοντος που υπερβαίνει κράτη και ηγεσίες, αλλά παραπέμπει στην ιστορία με αναφορές στο παρελθόν και προσανατολισμό στο ιστορικό μέλλον.
Η σύγκρουση Τραμπ – Ερντογάν δεν είναι προσωπική πλέον, αλλά εξελίσσεται σε θεσμική, δηλαδή δομική τέτοια. Τούτου δεδομένου η Κύπρος και η Ελλάδα προβάλλοντας ως σταθεροί σύμμαχοι στα μάτια της Ουάσιγκτον, οφείλουν να μην αρκεστούν σε διακηρυκτικές διαβεβαιώσεις συμμαχικής πίστης ή ενίσχυσης οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας των δύο χωρών, όπως και επέρχεται, αλλά είναι υποχρεωμένες να προσανατολιστούν τη συνεννόησή με την Ουάσιγκτον, για την μεθόδευση της ανατροπής των κατοχικών δεδομένων στην Κύπρο και την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας, που βιαίως και παρανόμως διασαλεύθηκε το 1974. Αυτό θα σήμαινε το σχεδιασμό εφαρμοσμένων στρατηγικών κινήσεων με αποκλειστικό στόχο την επιστροφή στο status quo ante στην Κύπρο, πράγμα που θα παρέπεμπε σε μια αντιστροφή ιστορικών διεργασιών υπενθύμισης του ρόλου της αμερικανικής διπλωματίας στα γεγονότα του 1974.
Τούτο αποτυπώνεται πρωτίστως στον σχεδιασμό κοινών δράσεων, που περιλαμβάνουν πολιτικοδιπλωματικές, οικονομικές και στρατιωτικές κινήσεις εις βάρος της Τουρκίας και στρατιωτική ενίσχυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κύπρος υφίσταται ως ισχυρό προπύργιο γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής σημασίας στην παρουσία, την εποπτεία και τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής, ενώ ταυτόχρονα κείται στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας. Αυτό το πλαίσιο με την στρατηγική του υπεραξία, εάν στηριχθεί εμπράκτως έτσι ώστε να αποκαταστήσει την διεθνή νομιμότητα και την κυριαρχία του σε ολόκληρη την κυπριακή επικράτεια, θα συνιστούσε ένα βαρύτατο πλήγμα για την τουρκική γεωστρατηγική παρουσία στην περιοχή, με απρόβλεπτες συνέπειες για το εσωτερικό του μετακεμαλικού πολιτικού συστήματος.
Οι ΗΠΑ θα προέβαιναν σε μια τέτοια κίνηση αφενός για να ενισχύσουν την παρουσία τους οι ίδιες στην περιοχή, αλλά και για να πλήξουν το κύρος και την αξιοπιστία της Τουρκίας, πρωτίστως μάλιστα της σημερινής ηγεσίας. Η Ουάσιγκτον χρησιμοποιεί μέχρι στιγμής μόνο το Κουρδικό ζήτημα, το οποίο συνιστά εσωτερική υπόθεση του τουρκικού κράτους. Η διεθνής όμως αξιοπιστία της Τουρκίας, το κύρος και η εν γένει παρουσία της στον κόσμο των κρατών θα υφίστατο βαρύτατο πλήγμα εάν υποχρεούτο να εγκαταλείψει ηττώμενη ένα κρίσιμο διεθνοπολιτικά χώρο, τον οποίο κατέχει παρανόμως τέσσερις και πλέον δεκαετίες. Αυτό θα ήταν μείζον πλήγμα με διεθνείς και εσωτερικές επιπτώσεις για το τουρκικό καθεστώς.
Είναι γνωστή εξάλλου και η τραυματική εμπειρία που υπέστη το τουρκικό κράτος το 1964 από την παρέμβαση Λίντον Τζόνσον στην τότε τουρκική ηγεσία, διά της οποίας εκαλείτο η Άγκυρα να αποφύγει οποιαδήποτε κίνηση θα έθιγε ή θα έπληττε την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πρέπει δε κανείς να σημειώσει πως παρούσης και της κλιμακούμενης αντιπαράθεσης της Ουάσιγκτον με την Άγκυρα, η πιθανότητα να κινηθεί συγκρουσιακά εν είδει διεξόδου η Τουρκία προς Αιγαίο και Κύπρο είναι εξαιρετικά περιορισμένη, στον βαθμό που σε αυτές τις περιπτώσεις επιχειρεί κανείς να περιορίσει τα συγκρουσιακά του μέτωπα και όχι να τα αυξήσει. Η Τουρκία βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο πολιτικών, διότι εάν εγκαταλείψει το άνοιγμα προς Μόσχα θα έχει απώλειες σε επίπεδο κύρους και αξιοπιστίας, καθώς θα το έχει πράξει κατόπιν υποδείξεων της αμερικανικής υπερδύναμης και δεν θα ήταν προϊόν αυτόβουλης απόφασης.
Η Ελλάδα και η Κύπρος ήδη προσλαμβάνουν ρόλο ενισχυμένου στρατηγικού εταίρου προς τις ΗΠΑ, ενώ το Κογκρέσο αίρει την παλαιόθεν ψηφισθείσα απαγόρευση αμερικανικού οπλισμού στην Κύπρο. Στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίζονται και οι μέχρι τούδε έξι Τριμερείς Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, όπου και ο ρόλος του Ισραήλ είναι ως γνωστόν εξαιρετικά σημαντικής και ισχυρής επιρροής προς την Ουάσιγκτον και τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Πρόκειται δηλαδή για ένα ευνοϊκό διεθνές σκηνικό για τον ελληνισμό ως Ελλάδα και Κύπρο και ένα αρνητικό πλαίσιο κλιμακούμενης συγκρουσιακής αντίθεσης για την Άγκυρα.
Η Τουρκία πορεύεται σε διεργασίες που μπορεί να την οδηγήσουν εν τοις πράγμασι εκτός συμμαχικών σχεδιασμών στο πλαίσιο του διεθνοπολιτικού ρόλου των ΗΠΑ. Τον ρόλο της Τουρκίας στην Μεσόγειο θα κληθεί να τον αναλάβει από κοινού η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ, κατά περίπτωση δε και με την Αίγυπτο. Η Ελλάδα και η Κύπρος πλέον κατακτούν το μονοπώλιο της εμπιστοσύνης, δηλαδή ως αξιόπιστων εταίρων στην περιοχή και εμφανίζονται ταυτόχρονα ως αντιστάθμισμα του κενού που αφήνει η διατρέχουσα εν δυνάμει απώλεια του τουρκικού παράγοντα. Οι αλλαγές που ενδεχομένως επέλθουν είναι ιστορικής σημασίας. Τούτο γιατί, όχι μόνο εισέρχεται η Κύπρος στο παιγνίδι της σύμπραξης με τις ΗΠΑ και το δυτικό στρατόπεδο, αλλά κυρίως γιατί η Τουρκία απωλέσασα την εμπιστοσύνη των συμμάχων της, βρίσκεται σε διαδρομή μιας οιονεί δυνάμει εξόδου μετά από 65 χρόνια από τον αμυντικό συνασπισμό της δύσης. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός της μοναδικότητας και κυρίαρχης προβολής δύο αντιτιθέμενων ηγετικών προσωπικοτήτων, Τραμπ και Ερντογάν εν προκειμένω, στην Ουάσιγκτον και στην Άγκυρα.
Η αντίληψη του διεθνούς περιβάλλοντος είναι τόσο ανάγλυφη και ορατή, που αναγνωρίζεται ακόμη και διά γυμνού οφθαλμού. Συνεπώς, των εξελίξεων δεδομένων που είναι στρατηγικής υφής, η ανάγκη ορθής, δηλαδή σύμφωνης προς το εθνικό συμφέρον ανάγνωσης των συγκρουσιακών δεδομένων και των επιπτώσεών τους είναι επιβεβλημένη, διότι τούτο συνιστά και την ικανότητα των ηγεσιών να αξιοποιήσουν το μομέντουμ. Εάν οι ηγεσίες δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσουν την χρονική συγκυρία υπέρ Κύπρου και Ελλάδος θα έχουν απολέσει μια σπανίως εμφανιζόμενη ευκαιρία για να λειτουργήσουν υπέρ κρίσιμων εθνικών συμφερόντων, που άπτονται του παρόντος και του μέλλοντος στην περιοχή.
Η Τουρκία κινούμενη σήμερα προς ανατολάς εκπίπτει στα όμματα της Ουάσιγκτον και του δυτικού εν γένει παράγοντα ως αξιόπιστος σύμμαχος και ως κατά ταύτα συμμαχικός δρών – εταίρος. Η Κύπρος, ούσα ούτως ή άλλως, κατά την προσφιλή ρήση του Χένρι Κίσσιγκερ, το αβύθιστο αεροπλανοφόρο της Μεσογείου, οφείλει να προστρέξει στην κατεύθυνση της εκδήλωσης παρουσίας ως της άλλης πλευράς του διεθνοπολιτικού σκηνικού, που ευνοεί την Ουάσιγκτον και τα δυτικά στρατηγικά συμφέροντα.
Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε το γεγονός πως η διεθνής πολιτική διαρθρώνεται σύμφωνα με την βούληση και τις αναπτυσσόμενες πρωτοβουλίες των δρώντων πρωταγωνιστών στο διεθνοπολιτικό γίγνεσθαι, όπου κινείται επί πραγματικών συνθηκών και εξελίξεων και δρομολογεί μεταβολές επί του εδάφους και όχι εν κενώ. Επομένως, εναπόκειται στις πολιτικές ηγεσίες του έθνους, σε Αθήνα και Λευκωσία, να αναπτύξουν την στρατηγική του ελληνισμού, κατά Θουκυδίδεια λογική, ενός μέλλοντος που υπερβαίνει κράτη και ηγεσίες, αλλά παραπέμπει στην ιστορία με αναφορές στο παρελθόν και προσανατολισμό στο ιστορικό μέλλον.
Η σύγκρουση Τραμπ – Ερντογάν δεν είναι προσωπική πλέον, αλλά εξελίσσεται σε θεσμική, δηλαδή δομική τέτοια. Τούτου δεδομένου η Κύπρος και η Ελλάδα προβάλλοντας ως σταθεροί σύμμαχοι στα μάτια της Ουάσιγκτον, οφείλουν να μην αρκεστούν σε διακηρυκτικές διαβεβαιώσεις συμμαχικής πίστης ή ενίσχυσης οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας των δύο χωρών, όπως και επέρχεται, αλλά είναι υποχρεωμένες να προσανατολιστούν τη συνεννόησή με την Ουάσιγκτον, για την μεθόδευση της ανατροπής των κατοχικών δεδομένων στην Κύπρο και την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας, που βιαίως και παρανόμως διασαλεύθηκε το 1974. Αυτό θα σήμαινε το σχεδιασμό εφαρμοσμένων στρατηγικών κινήσεων με αποκλειστικό στόχο την επιστροφή στο status quo ante στην Κύπρο, πράγμα που θα παρέπεμπε σε μια αντιστροφή ιστορικών διεργασιών υπενθύμισης του ρόλου της αμερικανικής διπλωματίας στα γεγονότα του 1974.
Τούτο αποτυπώνεται πρωτίστως στον σχεδιασμό κοινών δράσεων, που περιλαμβάνουν πολιτικοδιπλωματικές, οικονομικές και στρατιωτικές κινήσεις εις βάρος της Τουρκίας και στρατιωτική ενίσχυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κύπρος υφίσταται ως ισχυρό προπύργιο γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής σημασίας στην παρουσία, την εποπτεία και τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής, ενώ ταυτόχρονα κείται στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας. Αυτό το πλαίσιο με την στρατηγική του υπεραξία, εάν στηριχθεί εμπράκτως έτσι ώστε να αποκαταστήσει την διεθνή νομιμότητα και την κυριαρχία του σε ολόκληρη την κυπριακή επικράτεια, θα συνιστούσε ένα βαρύτατο πλήγμα για την τουρκική γεωστρατηγική παρουσία στην περιοχή, με απρόβλεπτες συνέπειες για το εσωτερικό του μετακεμαλικού πολιτικού συστήματος.
Οι ΗΠΑ θα προέβαιναν σε μια τέτοια κίνηση αφενός για να ενισχύσουν την παρουσία τους οι ίδιες στην περιοχή, αλλά και για να πλήξουν το κύρος και την αξιοπιστία της Τουρκίας, πρωτίστως μάλιστα της σημερινής ηγεσίας. Η Ουάσιγκτον χρησιμοποιεί μέχρι στιγμής μόνο το Κουρδικό ζήτημα, το οποίο συνιστά εσωτερική υπόθεση του τουρκικού κράτους. Η διεθνής όμως αξιοπιστία της Τουρκίας, το κύρος και η εν γένει παρουσία της στον κόσμο των κρατών θα υφίστατο βαρύτατο πλήγμα εάν υποχρεούτο να εγκαταλείψει ηττώμενη ένα κρίσιμο διεθνοπολιτικά χώρο, τον οποίο κατέχει παρανόμως τέσσερις και πλέον δεκαετίες. Αυτό θα ήταν μείζον πλήγμα με διεθνείς και εσωτερικές επιπτώσεις για το τουρκικό καθεστώς.
Είναι γνωστή εξάλλου και η τραυματική εμπειρία που υπέστη το τουρκικό κράτος το 1964 από την παρέμβαση Λίντον Τζόνσον στην τότε τουρκική ηγεσία, διά της οποίας εκαλείτο η Άγκυρα να αποφύγει οποιαδήποτε κίνηση θα έθιγε ή θα έπληττε την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πρέπει δε κανείς να σημειώσει πως παρούσης και της κλιμακούμενης αντιπαράθεσης της Ουάσιγκτον με την Άγκυρα, η πιθανότητα να κινηθεί συγκρουσιακά εν είδει διεξόδου η Τουρκία προς Αιγαίο και Κύπρο είναι εξαιρετικά περιορισμένη, στον βαθμό που σε αυτές τις περιπτώσεις επιχειρεί κανείς να περιορίσει τα συγκρουσιακά του μέτωπα και όχι να τα αυξήσει. Η Τουρκία βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο πολιτικών, διότι εάν εγκαταλείψει το άνοιγμα προς Μόσχα θα έχει απώλειες σε επίπεδο κύρους και αξιοπιστίας, καθώς θα το έχει πράξει κατόπιν υποδείξεων της αμερικανικής υπερδύναμης και δεν θα ήταν προϊόν αυτόβουλης απόφασης.
Η Ελλάδα και η Κύπρος ήδη προσλαμβάνουν ρόλο ενισχυμένου στρατηγικού εταίρου προς τις ΗΠΑ, ενώ το Κογκρέσο αίρει την παλαιόθεν ψηφισθείσα απαγόρευση αμερικανικού οπλισμού στην Κύπρο. Στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίζονται και οι μέχρι τούδε έξι Τριμερείς Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, όπου και ο ρόλος του Ισραήλ είναι ως γνωστόν εξαιρετικά σημαντικής και ισχυρής επιρροής προς την Ουάσιγκτον και τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Πρόκειται δηλαδή για ένα ευνοϊκό διεθνές σκηνικό για τον ελληνισμό ως Ελλάδα και Κύπρο και ένα αρνητικό πλαίσιο κλιμακούμενης συγκρουσιακής αντίθεσης για την Άγκυρα.
Η Τουρκία πορεύεται σε διεργασίες που μπορεί να την οδηγήσουν εν τοις πράγμασι εκτός συμμαχικών σχεδιασμών στο πλαίσιο του διεθνοπολιτικού ρόλου των ΗΠΑ. Τον ρόλο της Τουρκίας στην Μεσόγειο θα κληθεί να τον αναλάβει από κοινού η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ, κατά περίπτωση δε και με την Αίγυπτο. Η Ελλάδα και η Κύπρος πλέον κατακτούν το μονοπώλιο της εμπιστοσύνης, δηλαδή ως αξιόπιστων εταίρων στην περιοχή και εμφανίζονται ταυτόχρονα ως αντιστάθμισμα του κενού που αφήνει η διατρέχουσα εν δυνάμει απώλεια του τουρκικού παράγοντα. Οι αλλαγές που ενδεχομένως επέλθουν είναι ιστορικής σημασίας. Τούτο γιατί, όχι μόνο εισέρχεται η Κύπρος στο παιγνίδι της σύμπραξης με τις ΗΠΑ και το δυτικό στρατόπεδο, αλλά κυρίως γιατί η Τουρκία απωλέσασα την εμπιστοσύνη των συμμάχων της, βρίσκεται σε διαδρομή μιας οιονεί δυνάμει εξόδου μετά από 65 χρόνια από τον αμυντικό συνασπισμό της δύσης. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός της μοναδικότητας και κυρίαρχης προβολής δύο αντιτιθέμενων ηγετικών προσωπικοτήτων, Τραμπ και Ερντογάν εν προκειμένω, στην Ουάσιγκτον και στην Άγκυρα.
Η αντίληψη του διεθνούς περιβάλλοντος είναι τόσο ανάγλυφη και ορατή, που αναγνωρίζεται ακόμη και διά γυμνού οφθαλμού. Συνεπώς, των εξελίξεων δεδομένων που είναι στρατηγικής υφής, η ανάγκη ορθής, δηλαδή σύμφωνης προς το εθνικό συμφέρον ανάγνωσης των συγκρουσιακών δεδομένων και των επιπτώσεών τους είναι επιβεβλημένη, διότι τούτο συνιστά και την ικανότητα των ηγεσιών να αξιοποιήσουν το μομέντουμ. Εάν οι ηγεσίες δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσουν την χρονική συγκυρία υπέρ Κύπρου και Ελλάδος θα έχουν απολέσει μια σπανίως εμφανιζόμενη ευκαιρία για να λειτουργήσουν υπέρ κρίσιμων εθνικών συμφερόντων, που άπτονται του παρόντος και του μέλλοντος στην περιοχή.
Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης. Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής