Διαστρέβλωση πάνω στη διαστρέβλωση από Έιντε-Πυρ και μανία ο Αναστασιάδης
08:35 - 04 Μαρτίου 2019
Λάβρος κατά του τέως ειδικού απεσταλμένου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό Έσπεν Μπαρθ Έιντε εμφανίστηκε για μια ακόμη φορά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, αφήνοντας σαφέστατες αιχμές για το ρόλο που διαδραμάτισε κατά τη διαπραγματευτική διαδικασία στο Κραν Μοντανά, αλλά και επεξηγώντας τις διαφορές μεταξύ των παραμέτρων που παρέθεσε ο Αντόνιο Γκουτέρες και της σύνοψης στην οποία προέβη ο κ. Έιντε, με αποτέλεσμα να γίνεται σήμερα μεγάλη συζήτηση γύρω από τα πρακτικά της 4ης Ιουλίου.
Μιλώντας χθες το βράδυ σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Εθνική Ομοσπονδία Κυπρίων Ηνωμένου Βασιλείου στο Λονδίνο, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έστειλε μηνύματα και στον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί, και την τουρκική πλευρά γενικότερα, όσον αφορά την αξίωσή της για μια θετική ψήφο.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επανέλαβε και τόνισε πως δεν πρόκειται αποδεχτεί κάτι τέτοιο, καθώς όπως υπογράμμισε, δεν θεωρεί ότι είναι προς όφελος του κυπριακού λαού γενικότερα, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
«Μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά», υπέδειξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «και ύστερα από μια σειρά επιστολών προς τον Γ.Γ., τα Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, τους εταίρους μας στην Ε.Ε., τις δια ζώσης μεταφοράς της αποφασιστικότητας μας να εμπλακούμε σε ένα διάλογο δημιουργικό στη βάση των παραμέτρων που ο Γ.Γ. καθόρισε, αποφάσισε ο Γ.Γ. και διόρισε την κ. Λουτ ως Ειδική Απεσταλμένη προκειμένου, μέσα από διαβουλεύσεις, τόσο με τα μέρη στην Κύπρο όσο και με τις εγγυήτριες δυνάμεις και την Ε.Ε., να καθορίσει όρους αναφοράς, έτσι ώστε να μπορέσουμε με προοπτική να αντιμετωπίσουμε την επανάληψη ενός διαλόγου που θα μας οδηγήσει σε αυτό που για τόσα χρόνια προσπαθούμε.
Συναντήθηκα τρεις φορές με την κ. Λουτ και ήδη βρίσκεται στην τρίτη προσπάθεια αναμένοντας τη συνάντηση με την τουρκική πλευρά. Η Βρετανία, η Ευρώπη, η Ελλάδα, και οι εμπλεκόμενοι στην Κύπρο έχουμε συναντηθεί τρεις φορές με την κ. Λουτ, αναμένουμε τη συνάντηση να καθοριστεί από την Άγκυρα. Πολλά εξαρτώνται από το τι θα λεχθεί αλλά και το τι θα διαλαμβάνουν οι όροι αναφοράς.
Και αν ακούτε κάποιες συζητήσεις που γίνονται στην Κύπρο-αυτές θα ήταν αχρείαστες αν ήμασταν λίγο προσεκτικότεροι, περί των πρακτικών ή περιγράμματος της 4ης Ιουλίου όπου διασαφηνίστηκε αυτό το οποίο παρουσιάστηκε ως το περίγραμμα που κατέθεσε στις 30 Ιουνίου ο Γ.Γ.- δεν είναι τυχαία που γίνεται η συζήτηση.
Είναι γιατί η κ. Λουτ θα συμπεριλάβει μέρος εκείνων των παραμέτρων. Και άλλο είναι η παράμετρος που έλεγε ότι θα πρέπει να καταργηθεί το αναχρονιστικό σύστημα των εγγυήσεων, το επεμβατικό δικαίωμα, και άλλο είναι να αναφέρεται στο έγγραφο που ετοίμασε ο κ. Έσπεν Άιντε ότι καταργείται το δικαίωμα της επέμβασης ωσάν να θέλει να αφήσει να νοηθεί και σαφώς συμπεραίνεται εκ του κειμένου ότι παραμένουν οι εγγυήσεις, αλλά δεν έχουν δικαίωμα επέμβασης.
Όπως και το άλλο. Ο Γ.Γ. μίλησε για δραστική μείωση των στρατευμάτων από την πρώτη μέρα, για να φτάσουμε σύντομα στους αριθμούς που προέβλεπαν οι Συνθήκες του ΄60 και να αποφασιστεί αν θα παραμείνουν, για πόσο, με ρήτρα τερματισμού ή αναθεώρησης, και άλλο είναι να γράφει ότι το θέμα του στρατού θα εξεταστεί σε επίπεδο Πρωθυπουργών των εγγυητριών δυνάμεων.
Και είναι και πολλά άλλα που δυστυχώς έχουν διαστρεβλωθεί. Για αυτό και εμμένω, και ευτυχώς για μας υπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία, που όμως δυστυχώς δεν καταγράφονται στο πρακτικό της συνάντησης που έγινε στις 10 το πρωί στις 4 Ιουλίου που διευκρινίζετο έναν απαράδεκτο έγγραφο που παρουσίασε ο τότε Ειδικός Σύμβουλος του Γ.Γ.
Όλες οι συναντήσεις καταγράφηκαν από τις 28 Ιουνίου μέχρι τα ξημερώματα της 7ης Ιουλίου, υπάρχουν πρακτικά για όλες τις συναντήσεις. Το μόνο πρακτικό που λείπει είναι αυτό στο οποίο διευκρινιζόταν τι ο Γ.Γ. ζήτησε από τον κ. Άιντε να δηλώσει στα μέρη όταν μετά την παράδοση του εγγράφου στις 2 Ιουλίου, για αποτύπωση τάχα του τι ο Γ.Γ. είχε πει το πρώτο βράδυ της συνάντησης μας. Δεν υπήρχαν πρακτικογράφοι (note takers). Αδιανόητα βεβαίως κάποιοι φρόντισαν ή μερίμνησαν και κρατήθηκαν λεπτομερή πρακτικά. Και υπάρχουν και άλλες αναφορές σε άλλα πρακτικά που δεν υπολόγισαν ότι θα μπορούσε να βρίσκονταν στα χέρια μας. Όμως δεν θα επεκταθώ σε αυτά.
Αυτό που έχει σημασία είναι να διαβεβαιώσω ένα. Ότι για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε, για να μπορέσουμε να ελπίζουμε σε ένα νέο δημιουργικό διάλογο, αυτό που απαιτείται είναι οι όροι αναφοράς όχι μόνο να καθορίζουν τα υπό συζήτηση θέματα, αλλά και τι είναι αποδεκτό και τι είναι απαράδεκτο. Και έχουμε συμφωνήσει με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη παλαιότερα και είναι μια αρχή που υιοθέτησε και ο Γ.Γ., ότι η ασφάλεια του ενός δεν μπορεί να αποτελεί απειλή για τον άλλον, και συνεπώς υπάρχουν οι βασικές αρχές που πρέπει αν πραγματικά όλοι θέλουμε την ειρηνική λύση αλλά και, το πιο σημαντικό, την ειρηνική συμβίωση, να σεβαστούμε όχι μόνο τις αρχές του Χάρτη των ΗΕ, τα ψηφίσματα, τις αρχές και αξίες της ΕΕ, αλλά και να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη μεταξύ μας.
Και αυτή η εμπιστοσύνη αποκαθίσταται όταν ο ένας δεν θέλει η κοινότητα του να επιβάλλεται στην άλλη. Και αναφέρομαι πιο συγκεκριμένα στα θέματα που αφορούν την πολιτική ισότητα ή την αποτελεσματική συμμετοχή στα όργανα του κράτους.
Η αξίωση που υποβάλλει η τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι ότι για όλες τις αποφάσεις θα πρέπει να έχει τουλάχιστον τη δική της θετική ψήφο, δηλαδή η μια κοινότητα θα καθορίζει τις αποφάσεις ή θα επιβάλλεται επί της άλλης. Εάν αυτό υπάρχει σε οποιοδήποτε άλλο Σύνταγμα του κόσμου, κάλεσα και το ανέφερα και στον ΓΓ και στην κα Λουτ και πολύ περισσότερο στον κ. Ακιντζί, θέλω να μου το υποδείξουν. Πού η λιγότερο πληθυσμιακή κοινότητα ή έστω η μια κοινότητα μπορεί μέσα από τα προνόμια που θα αποκτήσει να καθορίζει τις αποφάσεις της άλλης ή να επιβάλλεται εν τη ουσία επί της άλλης.
Εγώ έχω πει ότι και την πολιτική ισότητα αναγνωρίζουμε και το δικαίωμα της θετικής ψήφου και βεβαίως αποδεχόμαστε, αλλά εκεί και όπου ενδεχόμενα να υπήρξε κατάχρηση από πλευράς της πλειοψηφούσας κοινότητας, των Ελληνοκυπρίων δηλαδή, ώστε να πάρουν αποφάσεις που θα ήταν σε βάρος της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Εκεί ναι, να είχαν το δικαίωμα, την ασπίδα να προβάλουν ότι χωρίς τη δική τους θετική ψήφο δεν μπορεί να παρθεί απόφαση διότι επηρεάζονται αρνητικά. Αυτό το αποδεχόμαστε, είναι λογικό. Αλλά όσο λογικό είναι να προασπίζεσαι και να δίδεις την ευκαιρία προάσπισης της μιας κοινότητας, άλλο τόσο παράλογο εκείνη η κοινότητα να θέλει να έχει τον κύριο λόγο διακυβέρνησης μιας ολόκληρης χώρας. Και αν αναλογιστούμε και λυπάμαι που το λέω- την εξάρτηση των Τουρκοκυπρίων από την Άγκυρα, αντιλαμβάνεστε ότι στο τέλος δεν θα είναι οι Τουρκοκύπριοι που θα αποφασίζουν, αλλά οι ελέγχοντες και οι ελέγχοντες είναι εκείνοι που μέχρι σήμερα κατέχουν, είναι εκείνοι που μέχρι σήμερα θέλουν και επιμένουν να διατηρήσουν κατοχικά στρατεύματα και εγγυήσεις στην πατρίδα μας.
Αυτό δεν πρόκειται να το κάνω αποδεκτό, δεν θεωρώ ότι είναι προς όφελος του κυπριακού λαού γενικότερα, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων».
Μιλώντας χθες το βράδυ σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Εθνική Ομοσπονδία Κυπρίων Ηνωμένου Βασιλείου στο Λονδίνο, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έστειλε μηνύματα και στον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί, και την τουρκική πλευρά γενικότερα, όσον αφορά την αξίωσή της για μια θετική ψήφο.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επανέλαβε και τόνισε πως δεν πρόκειται αποδεχτεί κάτι τέτοιο, καθώς όπως υπογράμμισε, δεν θεωρεί ότι είναι προς όφελος του κυπριακού λαού γενικότερα, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
«Μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά», υπέδειξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «και ύστερα από μια σειρά επιστολών προς τον Γ.Γ., τα Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, τους εταίρους μας στην Ε.Ε., τις δια ζώσης μεταφοράς της αποφασιστικότητας μας να εμπλακούμε σε ένα διάλογο δημιουργικό στη βάση των παραμέτρων που ο Γ.Γ. καθόρισε, αποφάσισε ο Γ.Γ. και διόρισε την κ. Λουτ ως Ειδική Απεσταλμένη προκειμένου, μέσα από διαβουλεύσεις, τόσο με τα μέρη στην Κύπρο όσο και με τις εγγυήτριες δυνάμεις και την Ε.Ε., να καθορίσει όρους αναφοράς, έτσι ώστε να μπορέσουμε με προοπτική να αντιμετωπίσουμε την επανάληψη ενός διαλόγου που θα μας οδηγήσει σε αυτό που για τόσα χρόνια προσπαθούμε.
Συναντήθηκα τρεις φορές με την κ. Λουτ και ήδη βρίσκεται στην τρίτη προσπάθεια αναμένοντας τη συνάντηση με την τουρκική πλευρά. Η Βρετανία, η Ευρώπη, η Ελλάδα, και οι εμπλεκόμενοι στην Κύπρο έχουμε συναντηθεί τρεις φορές με την κ. Λουτ, αναμένουμε τη συνάντηση να καθοριστεί από την Άγκυρα. Πολλά εξαρτώνται από το τι θα λεχθεί αλλά και το τι θα διαλαμβάνουν οι όροι αναφοράς.
Και αν ακούτε κάποιες συζητήσεις που γίνονται στην Κύπρο-αυτές θα ήταν αχρείαστες αν ήμασταν λίγο προσεκτικότεροι, περί των πρακτικών ή περιγράμματος της 4ης Ιουλίου όπου διασαφηνίστηκε αυτό το οποίο παρουσιάστηκε ως το περίγραμμα που κατέθεσε στις 30 Ιουνίου ο Γ.Γ.- δεν είναι τυχαία που γίνεται η συζήτηση.
Είναι γιατί η κ. Λουτ θα συμπεριλάβει μέρος εκείνων των παραμέτρων. Και άλλο είναι η παράμετρος που έλεγε ότι θα πρέπει να καταργηθεί το αναχρονιστικό σύστημα των εγγυήσεων, το επεμβατικό δικαίωμα, και άλλο είναι να αναφέρεται στο έγγραφο που ετοίμασε ο κ. Έσπεν Άιντε ότι καταργείται το δικαίωμα της επέμβασης ωσάν να θέλει να αφήσει να νοηθεί και σαφώς συμπεραίνεται εκ του κειμένου ότι παραμένουν οι εγγυήσεις, αλλά δεν έχουν δικαίωμα επέμβασης.
Όπως και το άλλο. Ο Γ.Γ. μίλησε για δραστική μείωση των στρατευμάτων από την πρώτη μέρα, για να φτάσουμε σύντομα στους αριθμούς που προέβλεπαν οι Συνθήκες του ΄60 και να αποφασιστεί αν θα παραμείνουν, για πόσο, με ρήτρα τερματισμού ή αναθεώρησης, και άλλο είναι να γράφει ότι το θέμα του στρατού θα εξεταστεί σε επίπεδο Πρωθυπουργών των εγγυητριών δυνάμεων.
Και είναι και πολλά άλλα που δυστυχώς έχουν διαστρεβλωθεί. Για αυτό και εμμένω, και ευτυχώς για μας υπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία, που όμως δυστυχώς δεν καταγράφονται στο πρακτικό της συνάντησης που έγινε στις 10 το πρωί στις 4 Ιουλίου που διευκρινίζετο έναν απαράδεκτο έγγραφο που παρουσίασε ο τότε Ειδικός Σύμβουλος του Γ.Γ.
Όλες οι συναντήσεις καταγράφηκαν από τις 28 Ιουνίου μέχρι τα ξημερώματα της 7ης Ιουλίου, υπάρχουν πρακτικά για όλες τις συναντήσεις. Το μόνο πρακτικό που λείπει είναι αυτό στο οποίο διευκρινιζόταν τι ο Γ.Γ. ζήτησε από τον κ. Άιντε να δηλώσει στα μέρη όταν μετά την παράδοση του εγγράφου στις 2 Ιουλίου, για αποτύπωση τάχα του τι ο Γ.Γ. είχε πει το πρώτο βράδυ της συνάντησης μας. Δεν υπήρχαν πρακτικογράφοι (note takers). Αδιανόητα βεβαίως κάποιοι φρόντισαν ή μερίμνησαν και κρατήθηκαν λεπτομερή πρακτικά. Και υπάρχουν και άλλες αναφορές σε άλλα πρακτικά που δεν υπολόγισαν ότι θα μπορούσε να βρίσκονταν στα χέρια μας. Όμως δεν θα επεκταθώ σε αυτά.
Αυτό που έχει σημασία είναι να διαβεβαιώσω ένα. Ότι για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε, για να μπορέσουμε να ελπίζουμε σε ένα νέο δημιουργικό διάλογο, αυτό που απαιτείται είναι οι όροι αναφοράς όχι μόνο να καθορίζουν τα υπό συζήτηση θέματα, αλλά και τι είναι αποδεκτό και τι είναι απαράδεκτο. Και έχουμε συμφωνήσει με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη παλαιότερα και είναι μια αρχή που υιοθέτησε και ο Γ.Γ., ότι η ασφάλεια του ενός δεν μπορεί να αποτελεί απειλή για τον άλλον, και συνεπώς υπάρχουν οι βασικές αρχές που πρέπει αν πραγματικά όλοι θέλουμε την ειρηνική λύση αλλά και, το πιο σημαντικό, την ειρηνική συμβίωση, να σεβαστούμε όχι μόνο τις αρχές του Χάρτη των ΗΕ, τα ψηφίσματα, τις αρχές και αξίες της ΕΕ, αλλά και να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη μεταξύ μας.
Και αυτή η εμπιστοσύνη αποκαθίσταται όταν ο ένας δεν θέλει η κοινότητα του να επιβάλλεται στην άλλη. Και αναφέρομαι πιο συγκεκριμένα στα θέματα που αφορούν την πολιτική ισότητα ή την αποτελεσματική συμμετοχή στα όργανα του κράτους.
Η αξίωση που υποβάλλει η τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι ότι για όλες τις αποφάσεις θα πρέπει να έχει τουλάχιστον τη δική της θετική ψήφο, δηλαδή η μια κοινότητα θα καθορίζει τις αποφάσεις ή θα επιβάλλεται επί της άλλης. Εάν αυτό υπάρχει σε οποιοδήποτε άλλο Σύνταγμα του κόσμου, κάλεσα και το ανέφερα και στον ΓΓ και στην κα Λουτ και πολύ περισσότερο στον κ. Ακιντζί, θέλω να μου το υποδείξουν. Πού η λιγότερο πληθυσμιακή κοινότητα ή έστω η μια κοινότητα μπορεί μέσα από τα προνόμια που θα αποκτήσει να καθορίζει τις αποφάσεις της άλλης ή να επιβάλλεται εν τη ουσία επί της άλλης.
Εγώ έχω πει ότι και την πολιτική ισότητα αναγνωρίζουμε και το δικαίωμα της θετικής ψήφου και βεβαίως αποδεχόμαστε, αλλά εκεί και όπου ενδεχόμενα να υπήρξε κατάχρηση από πλευράς της πλειοψηφούσας κοινότητας, των Ελληνοκυπρίων δηλαδή, ώστε να πάρουν αποφάσεις που θα ήταν σε βάρος της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Εκεί ναι, να είχαν το δικαίωμα, την ασπίδα να προβάλουν ότι χωρίς τη δική τους θετική ψήφο δεν μπορεί να παρθεί απόφαση διότι επηρεάζονται αρνητικά. Αυτό το αποδεχόμαστε, είναι λογικό. Αλλά όσο λογικό είναι να προασπίζεσαι και να δίδεις την ευκαιρία προάσπισης της μιας κοινότητας, άλλο τόσο παράλογο εκείνη η κοινότητα να θέλει να έχει τον κύριο λόγο διακυβέρνησης μιας ολόκληρης χώρας. Και αν αναλογιστούμε και λυπάμαι που το λέω- την εξάρτηση των Τουρκοκυπρίων από την Άγκυρα, αντιλαμβάνεστε ότι στο τέλος δεν θα είναι οι Τουρκοκύπριοι που θα αποφασίζουν, αλλά οι ελέγχοντες και οι ελέγχοντες είναι εκείνοι που μέχρι σήμερα κατέχουν, είναι εκείνοι που μέχρι σήμερα θέλουν και επιμένουν να διατηρήσουν κατοχικά στρατεύματα και εγγυήσεις στην πατρίδα μας.
Αυτό δεν πρόκειται να το κάνω αποδεκτό, δεν θεωρώ ότι είναι προς όφελος του κυπριακού λαού γενικότερα, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων».