Αναφορά στην Κύπρο στην έκθεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ
19:30 - 13 Μαρτίου 2019
Υπό τον τίτλο «Κύπρος» και δύο χωριστά μέρη («Κυπριακή Δημοκρατία» και «Περιοχή Διοικούμενη από Τουρκοκυπρίους»), εμφανίζεται και φέτος η Κύπρος στην έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα ανθρώπινα δικαίωμα στον κόσμο, που κυκλοφόρησε σήμερα.
Στην κοινή και για τα δύο τμήματα αναφορά, σημειώνεται ότι «από το 1974 το νότιο τμήμα της Κύπρου βρίσκεται υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το βόρειο τμήμα της Κύπρου, το οποίο διοικείται από Τουρκοκυπρίους, αυτοανακηρύχθηκε «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» («ΤΔΒΚ») το 1983. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναγνωρίζουν την «ΤΔΒΚ», ούτε και καμία άλλη χώρα εκτός από την Τουρκία».
Αναφέρεται ότι «σημαντικός αριθμός τουρκικών στρατευμάτων παραμένει στο νησί. Μια διαχωριστική ζώνη ή «πράσινη γραμμή», που περιπολείτε από την Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ στην Κύπρο (UNFICYP), χωρίζει τις δύο πλευρές». Διευκρινίζει τέλος ότι η έκθεση αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη: την Κυπριακή Δημοκρατία και την περιοχή που διοικείται από τους Τουρκοκυπρίους.
Στο σχετικό μέρος για την Κυπριακή Δημοκρατία, η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρει ότι «είναι μια συνταγματική δημοκρατία και πολυκομματική προεδρική δημοκρατία. Στις 4 Φεβρουαρίου, οι εκλογείς επανεξέλεξαν τον Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη με ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Το 2016 οι ψηφοφόροι εξέλεξαν 56 εκπροσώπους στη Βουλή των Αντιπροσώπων σε ελεύθερες και δίκαιες εκλογές».
Επισημαίνει ότι οι πολιτικές αρχές διατηρούσαν τον αποτελεσματικό έλεγχο των δυνάμεων ασφαλείας, ενώ για τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπου υπήρξαν προβλήματα σημειώνει ότι σχετίζονταν με «εγκλήματα που αφορούσαν βία κατά μελών εθνοτικών και εθνικών ομάδων μειονοτήτων».
Επισημαίνει επίσης ότι η κυβέρνηση διερεύνησε και άσκησε διώξεις κατά αξιωματούχων που διέπραξαν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Για τα κατεχόμενα αναφέρει ότι «το βόρειο τμήμα της Κύπρου διοικείται από τους Τουρκοκυπρίους από το 1974 και ανακηρύχθηκε «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» ("ΤΔΒΚ") το 1983. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναγνωρίζουν την «ΤΔΒΚ» ούτε καμία άλλη χώρα πλην της Τουρκίας».
Αναφέρει ότι «ο Μουσταφά Ακιντζί εξελέγη "πρόεδρος" το 2015 σε ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Το "Σύνταγμα της ΤΔΒΚ" αποτελεί τη βάση για τους "νόμους" που διέπουν την περιοχή που διαχειρίζονται οι τουρκοκυπριακές αρχές».
Επισημαίνει πάντως πως «η Αστυνομία και οι τουρκοκυπριακές δυνάμεις ασφαλείας τελικά βρίσκονται υπό την επιχειρησιακή διοίκηση του τουρκικού στρατού, σύμφωνα με το μεταβατικό άρθρο 10 του "Συντάγματος της ΤΔΒΚ", το οποίο παραχωρεί προσωρινά στην Τουρκία την ευθύνη για τη δημόσια ασφάλεια και την άμυνα».
Ενώ αναφέρει ότι «οι αρχές διατήρησαν τον αποτελεσματικό έλεγχο των δυνάμεων ασφαλείας».
Στα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καταγράφονται στην έκθεση, περιλαμβάνονται η εμπορία ανθρώπων και εγκλήματα που αφορούν τη βία κατά των εθνοτικών μειονοτήτων.
«Οι αρχές έλαβαν μέτρα για να διερευνήσουν αξιωματούχους της αστυνομίας ύστερα από ισχυρισμούς του τύπου για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ωστόσο, υπήρχαν ενδείξεις ατιμωρησίας», καταγράφει η έκθεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Το σχετικό κεφάλαιο για την Τουρκία αναφέρει ότι η χώρα βίωσε σημαντικές πολιτικές αλλαγές κατά τη διάρκεια του έτους.
«Η διετής κατάσταση έκτακτης ανάγκης - που επιβλήθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 - έληξε στις 19 Ιουλίου, αλλά είχε σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνία και τα θεσμικά όργανα της χώρας, περιορίζοντας την άσκηση πολλών θεμελιωδών ελευθεριών. Οι νέοι νόμοι και διατάγματα κωδικοποίησαν ορισμένες διατάξεις από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία που εγκρίθηκε συνέχισε τους περιορισμούς στις θεμελιώδεις ελευθερίες και έθεσε σε κίνδυνο τη δικαστική ανεξαρτησία και το κράτος δικαίου».
Όπως καταγράφει η έκθεση, μέχρι το τέλος του έτους, οι αρχές απέλυσαν ή έθεσε σε αργία περισσότερους από 130.000 δημόσιους υπαλλήλους από τη δουλειά τους, συνέλαβαν ή φυλάκισαν περισσότερους από 80.000 πολίτες και έκλεισαν πάνω από 1.500 μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) για λόγους σχετικούς με τρομοκρατία, από την απόπειρα πραξικοπήματος, κυρίως για δεσμούς με τον κληρικό Φερουλά Γκουλέν και το κίνημά του, που κατηγορούνται από την κυβέρνηση για την εκπόνηση της απόπειρας πραξικοπήματος.
Τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καταγράφονται στην έκθεση περιλαμβάνουν «αναφορές αυθαιρέτων δολοφονιών, ύποπτων θανάτων ατόμων υπό κράτηση, εξαναγκαστικές εξαφανίσεις, βασανιστήρια, αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις δεκάδων χιλιάδων ατόμων, συμπεριλαμβανομένων αντιπροσώπων του κοινοβουλίου, δικηγόρων, δημοσιογράφων, αλλοδαπών πολιτών και τριών τουρκικής υπηκοότητας υπαλλήλων της διπλωματικής αποστολής των ΗΠΑ στην Τουρκία, με ισχυρισμούς για δεσμούς με «τρομοκρατικές» ομάδες ή ειρηνικό νόμιμο λόγο».
Στους πολιτικούς κρατούμενους συμπεριλαμβάνονται πολλοί εκλεγμένοι αξιωματούχοι και ακαδημαϊκοί ενώ άλλα προβλήματα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καταγράφει αφορούν, στο κλείσιμο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και την ποινική δίωξη ατόμων για κριτική που ασκούν σε κυβερνητικές πολιτικές και αξιωματούχους, μπλοκάρισμα ιστοτόπων του διαδικτύου και του περιεχομένου τους, σοβαρό περιορισμό των ελευθεριών του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία και τη βία κατά των γυναικών, λεσβιών, κλπ».
Πηγή: ΚΥΠΕ
Στην κοινή και για τα δύο τμήματα αναφορά, σημειώνεται ότι «από το 1974 το νότιο τμήμα της Κύπρου βρίσκεται υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το βόρειο τμήμα της Κύπρου, το οποίο διοικείται από Τουρκοκυπρίους, αυτοανακηρύχθηκε «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» («ΤΔΒΚ») το 1983. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναγνωρίζουν την «ΤΔΒΚ», ούτε και καμία άλλη χώρα εκτός από την Τουρκία».
Αναφέρεται ότι «σημαντικός αριθμός τουρκικών στρατευμάτων παραμένει στο νησί. Μια διαχωριστική ζώνη ή «πράσινη γραμμή», που περιπολείτε από την Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ στην Κύπρο (UNFICYP), χωρίζει τις δύο πλευρές». Διευκρινίζει τέλος ότι η έκθεση αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη: την Κυπριακή Δημοκρατία και την περιοχή που διοικείται από τους Τουρκοκυπρίους.
Στο σχετικό μέρος για την Κυπριακή Δημοκρατία, η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρει ότι «είναι μια συνταγματική δημοκρατία και πολυκομματική προεδρική δημοκρατία. Στις 4 Φεβρουαρίου, οι εκλογείς επανεξέλεξαν τον Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη με ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Το 2016 οι ψηφοφόροι εξέλεξαν 56 εκπροσώπους στη Βουλή των Αντιπροσώπων σε ελεύθερες και δίκαιες εκλογές».
Επισημαίνει ότι οι πολιτικές αρχές διατηρούσαν τον αποτελεσματικό έλεγχο των δυνάμεων ασφαλείας, ενώ για τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπου υπήρξαν προβλήματα σημειώνει ότι σχετίζονταν με «εγκλήματα που αφορούσαν βία κατά μελών εθνοτικών και εθνικών ομάδων μειονοτήτων».
Επισημαίνει επίσης ότι η κυβέρνηση διερεύνησε και άσκησε διώξεις κατά αξιωματούχων που διέπραξαν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Για τα κατεχόμενα αναφέρει ότι «το βόρειο τμήμα της Κύπρου διοικείται από τους Τουρκοκυπρίους από το 1974 και ανακηρύχθηκε «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» ("ΤΔΒΚ") το 1983. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναγνωρίζουν την «ΤΔΒΚ» ούτε καμία άλλη χώρα πλην της Τουρκίας».
Αναφέρει ότι «ο Μουσταφά Ακιντζί εξελέγη "πρόεδρος" το 2015 σε ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Το "Σύνταγμα της ΤΔΒΚ" αποτελεί τη βάση για τους "νόμους" που διέπουν την περιοχή που διαχειρίζονται οι τουρκοκυπριακές αρχές».
Επισημαίνει πάντως πως «η Αστυνομία και οι τουρκοκυπριακές δυνάμεις ασφαλείας τελικά βρίσκονται υπό την επιχειρησιακή διοίκηση του τουρκικού στρατού, σύμφωνα με το μεταβατικό άρθρο 10 του "Συντάγματος της ΤΔΒΚ", το οποίο παραχωρεί προσωρινά στην Τουρκία την ευθύνη για τη δημόσια ασφάλεια και την άμυνα».
Ενώ αναφέρει ότι «οι αρχές διατήρησαν τον αποτελεσματικό έλεγχο των δυνάμεων ασφαλείας».
Στα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καταγράφονται στην έκθεση, περιλαμβάνονται η εμπορία ανθρώπων και εγκλήματα που αφορούν τη βία κατά των εθνοτικών μειονοτήτων.
«Οι αρχές έλαβαν μέτρα για να διερευνήσουν αξιωματούχους της αστυνομίας ύστερα από ισχυρισμούς του τύπου για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ωστόσο, υπήρχαν ενδείξεις ατιμωρησίας», καταγράφει η έκθεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Το σχετικό κεφάλαιο για την Τουρκία αναφέρει ότι η χώρα βίωσε σημαντικές πολιτικές αλλαγές κατά τη διάρκεια του έτους.
«Η διετής κατάσταση έκτακτης ανάγκης - που επιβλήθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 - έληξε στις 19 Ιουλίου, αλλά είχε σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνία και τα θεσμικά όργανα της χώρας, περιορίζοντας την άσκηση πολλών θεμελιωδών ελευθεριών. Οι νέοι νόμοι και διατάγματα κωδικοποίησαν ορισμένες διατάξεις από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία που εγκρίθηκε συνέχισε τους περιορισμούς στις θεμελιώδεις ελευθερίες και έθεσε σε κίνδυνο τη δικαστική ανεξαρτησία και το κράτος δικαίου».
Όπως καταγράφει η έκθεση, μέχρι το τέλος του έτους, οι αρχές απέλυσαν ή έθεσε σε αργία περισσότερους από 130.000 δημόσιους υπαλλήλους από τη δουλειά τους, συνέλαβαν ή φυλάκισαν περισσότερους από 80.000 πολίτες και έκλεισαν πάνω από 1.500 μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) για λόγους σχετικούς με τρομοκρατία, από την απόπειρα πραξικοπήματος, κυρίως για δεσμούς με τον κληρικό Φερουλά Γκουλέν και το κίνημά του, που κατηγορούνται από την κυβέρνηση για την εκπόνηση της απόπειρας πραξικοπήματος.
Τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καταγράφονται στην έκθεση περιλαμβάνουν «αναφορές αυθαιρέτων δολοφονιών, ύποπτων θανάτων ατόμων υπό κράτηση, εξαναγκαστικές εξαφανίσεις, βασανιστήρια, αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις δεκάδων χιλιάδων ατόμων, συμπεριλαμβανομένων αντιπροσώπων του κοινοβουλίου, δικηγόρων, δημοσιογράφων, αλλοδαπών πολιτών και τριών τουρκικής υπηκοότητας υπαλλήλων της διπλωματικής αποστολής των ΗΠΑ στην Τουρκία, με ισχυρισμούς για δεσμούς με «τρομοκρατικές» ομάδες ή ειρηνικό νόμιμο λόγο».
Στους πολιτικούς κρατούμενους συμπεριλαμβάνονται πολλοί εκλεγμένοι αξιωματούχοι και ακαδημαϊκοί ενώ άλλα προβλήματα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καταγράφει αφορούν, στο κλείσιμο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και την ποινική δίωξη ατόμων για κριτική που ασκούν σε κυβερνητικές πολιτικές και αξιωματούχους, μπλοκάρισμα ιστοτόπων του διαδικτύου και του περιεχομένου τους, σοβαρό περιορισμό των ελευθεριών του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία και τη βία κατά των γυναικών, λεσβιών, κλπ».
Πηγή: ΚΥΠΕ