Πέθανε ο Θεόφιλος Σεχίδης-Η ανατριχιαστική ιστορία του Έλληνα «Χάνιμπαλ»
10:58 - 12 Φεβρουαρίου 2019
Νεκρός βρέθηκε σήμερα το πρωί στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού ο 46χρονος ισοβίτης Θεόφιλος Σεχίδης.
Ο γνωστός και ως μακελάρης της Θάσου, που τον Αύγουστο του 1996 σε ηλικία 24 ετών σκότωσε και τεμάχισε όλη την οικογάνειά του, εντοπίστηκε σήμερα νωρις το πρωί νεκρός στα λουτρά του ψυχιατρείου κρατουμένων του Κορυδαλλού, την ώρα του μπάνιου, από συγκρατούμενούς του.
Ο Σεχίδης συνελήφθη στις 8 Αυγούστου του 1996 γιατί δολοφόνησε και στη συνέχεια τεμάχισε μέλη της οικογένειάς του (τον πατέρα, τη μητέρα, τον θείο του, την αδερφή του και τη γιαγιά του) καθώς πίστευε ότι είχαν συνωμοτήσει εναντίον του για να τον σκοτώσουν.
Είναι 9 Αυγούστου 1996. Έξω από το εισαγγελικό γραφείο στριμώχνονται δεκάδες δημοσιογράφοι και τηλεοπτικά συνεργεία, που προσπαθούν στο κλίμα και με τον τρόπο της εποχής, στην καρδιά του πιο ζοφερού καλοκαιριού, να βάλουν σε μια σειρά όσα αποκαλύπτονται τα τελευταία 24ωρα στη Βόρεια Ελλάδα.
Ο φοιτητής Θεόφιλος Σεχίδης, 24 ετών τότε, είχε συλληφθεί λίγες ώρες νωρίτερα για τις δολοφονίες πέντε συγγενών του. Τους σκότωσε στη Θάσο. Τους τεμάχισε, κράτησε τα μέλη τους στο ψυγείο κι έπειτα, κάνοντας τρία διαφορετικά δρομολόγια με πλοίο, μετέφερε τα διαμελισμένα πτώματα μέσα σε σακούλες σκουπιδιών απέναντι στη χωματερή της Καβάλας. Ο Σεχίδης είναι ο πιο γνωστός κατά συρροή Έλληνας δολοφόνος κι αυτή είναι η ιστορία του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Το έγκλημα του αιώνα πίσω από τον Θεόφιλο-Τεμάχισε ολόκληρη την οικογένεια του και τους έβαλε στο ψυγείο
Η οικογένεια Σεχίδη
Ο Θεόφιλος Σεχίδης το 1996 ήταν φοιτητής Νομικής στην Κομοτηνή. Στις αρχές Μαΐου εκείνης της χρονιάς, ο πατέρας του, Δημήτρης, δάσκαλος και διευθυντής σε τοπικό σχολείο, τον κάλεσε στο σπίτι της οικογένειας στον Λιμένα της Θάσου, ώστε να τον πείσει να επισκεφθεί ψυχίατρο, γιατί «παρουσίαζε κάποια προβλήματα συμπεριφοράς». Στη Θάσο είχε φθάσει τις προηγούμενες μέρες και ο θείος του, Βασίλης, ο οποίος ζούσε για πολλά χρόνια στο Βέλγιο. Κλήθηκε από την οικογένεια στο νησί για να νουθετήσει κι εκείνος τον ανιψιό του, ώστε να νοσηλευτεί. Στα τέλη Μαΐου η σύζυγος του Βασίλη Σεχίδη, Ελένη, προσπάθησε τηλεφωνικά από το Βέλγιο να επικοινωνήσει μαζί του. Σε όλες τις κλήσεις προς το σπίτι της οικογένειας στη Θάσο απαντούσε μόνο ο ανιψιός της, Θεόφιλος. «Μου έλεγε ότι όλοι απουσίαζαν και ότι ο σύζυγός μου και θείος του είχε φύγει ξαφνικά - τη μία φορά στο Βέλγιο, την άλλη στην Ιταλία», είπε η ίδια αργότερα.
Οι μέρες περνούσαν χωρίς κανέναν ίχνος ζωής. Η Ελένη Σεχίδη δήλωσε στις βελγικές Αρχές την εξαφάνιση του συζύγου της και των υπολοίπων συγγενών. Στις έρευνες αναζήτησης πήρε μέρος και η Ιντερπόλ, χωρίς αποτέλεσμα. Λίγες εβδομάδες αργότερα, η ίδια έφθασε με τον γιο της στη Φλώρινα, τόπο καταγωγής της οικογένειας, για να συνεχίσει την έρευνα. Εκεί βρέθηκε και ο Θεόφιλος Σεχίδης, λέγοντας ότι επίσης αγωνιούσε για την τύχη των συγγενών του. «Η συμπεριφορά του ήταν περίεργη. Καθίσαμε να φάμε, τη μια στιγμή κοιτούσε το πιάτο του και την άλλη εμάς, στα μάτια. Ανέφερα το περιστατικό στην Αστυνομία», κατέθεσε η θεία του.
Εφημερίδα Απογευματινή, 11.8.1996
Το μεσημέρι της 8ης Αυγούστου, αστυνομικοί με πολιτικά μπήκαν στο διαμέρισμα που έμενε ο Σεχίδης στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή της Ανάληψης, και τον συνέλαβαν. Ο ίδιος ήταν απόλυτα ψύχραιμος και μεταφέρθηκε για ανάκριση στα κεντρικά της Ασφάλειας στον Βαρδάρη. Οι αστυνομικοί ανέσυραν το γεγονός ότι λίγο καιρό νωρίτερα, στα τέλη Ιουλίου, μετά από έλεγχο στον δρόμο, στην Καβάλα, είχε βρεθεί στο αυτοκίνητό του μια καραμπίνα και φυσίγγια. Για εκείνη την υπόθεση, καταδικάστηκε σε δέκα μήνες φυλάκιση με αναστολή και χρηματική ποινή 700.000 δραχμών. Πίσω στο γραφείο της Ασφάλειας, εκείνο το ζεστό αυγουστιάτικο απόγευμα, δεν χρειάστηκαν παρά λίγες ώρες για να ξεδιπλωθεί με λεπτομέρειες το πιο σκοτεινό σενάριο. Ο Σεχίδης ομολόγησε ότι στις 19 και 20 Μαΐου είχε δολοφονήσει τον θείο του, τους γονείς του, την αδερφή του και τη γιαγιά του στη Θάσο. «Ήθελαν να με σκοτώσουν και πρόλαβα να τους σκοτώσω εγώ. Ήταν άρρωστοι», ήταν τα πρώτα λόγια του.
Εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, 10.8.1996
Ο πρώτος φόνος έγινε το πρωί της πρώτης μέρας. Ο Σεχίδης είχε ανέβει στην αρχαία ακρόπολη της Θάσου με τον θείο του για να συζητήσουν. Άρχισαν να μαλώνουν έντονα, ο Σεχίδης είπε ότι το θύμα προσπάθησε να του επιτεθεί με μαχαίρι, με αποτέλεσμα να τον σπρώξει από ύψος δέκα μέτρων. «Πήγα κοντά του, ψυχορραγούσε και για να μη βασανίζεται του έκοψα τον λαιμό. Τον έκρυψα στους θάμνους», είπε. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, περίπου έναν χρόνο νωρίτερα ο Σεχίδης είχε στείλει στον θείο του στο Βέλγιο δύο επιστολές, κάπως ακατάληπτες. Μεταξύ άλλων αναφερόταν σε ένα παλιότερο επεισόδιο, στη νεαρή του ηλικία, λέγοντας ότι είχε πέσει θύμα ξυλοδαρμού από εκείνον.
Και για τέσσερις δολοφονίες συγγενών του που ακολούθησαν τις επόμενες ώρες, ο Σεχίδης υποστήριξε ότι όλοι τού είχαν επιτεθεί πρώτοι με μαχαίρι – αυτό δεν επιβεβαιώθηκε. Μετά το πρώτο έγκλημα, φόρεσε καθαρό πουκάμισο και αγόρασε μια καραμπίνα. Ο πατέρας του γύρισε στο σπίτι στις 7.30 το απόγευμα. Έπεσε νεκρός από πυροβολισμό κι επίσης έφερε στον λαιμό βαθύ τραύμα από μαχαίρι. Τη μητέρα και την αδερφή του (είχε διαγνωσθεί με ψυχική νόσο), τις σκότωσε κόβοντας με μαχαίρι τον λαιμό τους. Μετέφερε τα πτώματα στο υπνοδωμάτιο, καθάρισε το σπίτι και έπεσε για ύπνο. Το επόμενο πρωί έφθασε στο σπίτι η γιαγιά του. Ήταν το πέμπτο θύμα, σε λιγότερο από 24 ώρες.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης στο δικαστήριο
Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι Σεχίδης αφαίρεσε του εγκεφάλους των θυμάτων και τους κράτησε στο ψυγείο – «είχα κάποιες ψυχιατρικές και άλλες γνώσεις ανατομίας και ήθελα να τους μελετήσω. Δεν διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση και τους πέταξα», φέρεται να κατέθεσε (ΤΑ ΝΕΑ, 20.8.1996). Στο κλίμα της εποχής, ανεξάρτητα με την παραπάνω λεπτομέρεια, κάθε επιπλέον στοιχείο λάμβανε διαστάσεις θρίλερ στα Μέσα και τη μη εξοικειωμένη κοινή γνώμη, που κατανάλωνε σπλάτερ. Ο κατά συρροή δολοφόνος τεμάχισε τα πτώματα με σιδηροπρίονο και τοποθέτησε τα μέλη τους σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Ο ίδιος φέρεται να είπε αργότερα ότι άκουγε Τσαϊκόφσκι την ώρα που το έκανε. Πέρασε τρεις φορές με πλοίο από τη Θάσο στην Κεραμωτή, έχοντας τις σακούλες στο πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου του πατέρα του (ΕΘΝΟΣ, 12.8.1996). Αρχικά, σκέφθηκε να τις πετάξει στη χωματερή των Ταγαράδων έξω από τη Θεσσαλονίκης, όμως τελικά επέστρεψε στον σκουπιδότοπο της Πέρνης στην Καβάλα – «Ο γιος του Φρανκενστάιν», Ελεύθερος Τύπος, 10.8.1996.
Η δίκη του Σεχίδη έγινε τον Ιούνιο της επόμενης χρονιάς στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας. Καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια για τις δολοφονίες κι επιπλέον φυλάκιση 7,5 ετών για οπλοχρησία και περιύβριση νεκρού. Άσκησε έφεση την οποία αργότερα απέσυρε – «με πίεσε ο δικηγόρος μου», είπε. Τον πρώτο καιρό στη φυλακή, κλείστηκε στην απομόνωση. Λέγεται ότι ζήτησε από τους δεσμοφύλακες να ακούει κλασική μουσική και να μπορεί να διαβάζει βιβλία. Λίγους μήνες αργότερα μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού. Το 2010, ψυχίατρος του Αττικού Νοσοκομείου διέγνωσε ότι ο Σεχίδης πάσχει από σχιζοφρένεια και όχι από σχιζότυπη διαταραχή.
Με πληροφορίες από Πρώτο Θέμα, in.gr, vice.com