Η κάρτα οπαδού, οι αστειότητες και ο φερετζές της Μαριορής
16:52 - 05 Δεκεμβρίου 2019
Από το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, οπόταν και ολοκληρώθηκε το ντέρμπι ανάμεσα σε Ομόνοια και ΑΠΟΕΛ, κυρίαρχο θέμα συζήτησης-ανάμεσα σε άλλα που αφορούν την αγωνιστική πτυχή και τη διαιτησία του αγώνα-, είναι αυτό της ρίψης αντικειμένων από οπαδούς της γηπεδούχου ομάδας και την αποτελεσματικότητα ή όχι, τελικά, της περιβόητης κάρτας οπαδού όσον αφορά τον εντοπισμό και τη σύλληψή τους.
Το κατά πόσο, δηλαδή, στο πρώτο κρίσιμο και μεγάλο τεστ που κλήθηκε να δώσει η κάρτα οπαδού, πέρασε τις εξετάσεις και δικαίωσε ή μη όλους όσοι υποστηρίζουν πως αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης και πάταξης της βίας στα γήπεδα.
Βάζοντας τα πράγματα στη σειρά, κρίνουμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε πως ο γραφών είναι κάτοχος κάρτας φιλάθλου από την πρώτη στιγμή εφαρμογής του θεσμού και πως τις δικαιολογίες τις οποίες οι ενάντιοι της επικαλούνται (σ.σ. περί προσωπικών δεδομένων, φακελώματος κτλ), ζητώντας επιτακτικά και φορτικά την κατάργησή της, τις θεωρεί το λιγότερο ως αστειότητες.
Αστειότητα μεγάλου βαθμού, όμως, θεωρεί ο γραφών και την άποψη ότι η κάρτα οπαδού είναι αυτή που έχει λύσει ή θα λύσει το πρόβλημα της βίας, για πολλούς και διάφορους λόγους. Με πρώτιστο και κύριο λόγο, το γεγονός ότι τα πλείστα γήπεδά μας δεν έχουν τις απαραίτητες υποδομές υποστήριξης ενός τέτοιου εγχειρήματος, ενώ και εκείνα που θεωρητικά τις έχουν, πρακτικά και περίτρανα αποδεικνύεται πως πάλι δεν μπορούν να υποστηρίξουν τον θεσμό.
Δεν περιμέναμε, όλοι όσοι ασχολούμαστε με το ποδόσφαιρο και πηγαίνουμε εδώ και χρόνια στα γήπεδα, τα επεισόδια της περασμένης Δευτέρας για ν’ αντιληφθούμε τα πιο πάνω, αφού τα έκτροπα στο ντέρμπι των αιωνίων, απλώς επιβεβαίωσαν αυτό για το οποίο ήμασταν εξ αρχής σίγουροι και πεπεισμένοι. Ότι το μόνο που μπορεί να πετύχει η κάρτα οπαδού, είναι να βάλει το πρόβλημα κάτω από το χαλί, καλύπτοντας την διαχρονική αδυναμία του κράτους να πολεμήσει όπως θα έπρεπε και στη ρίζα της τη βία, καλύπτοντας τη διαχρονική αδυναμία της Πολιτείας να τιμωρήσει αυτούς που πραγματικά την προκαλούν.
«Να διώξουμε τους οργανωμένους και ησύχασε η κεφαλή μας»… Κακά τα ψέματα, κάπου σε αυτή τη φράση εμπερικλείεται η πεμπτουσία της έμπνευσης και εισαγωγής της κάρτας οπαδού στην Κύπρο, μόνο ανειλικρινείς είναι όσοι με διάφορα επιχειρήματα-τα οποία αναπτύσσουν ως να απευθύνονται σε εξωγήινους- προσπαθούν να πείσουν πως το μέτρο αποδίδει καρπούς και είναι αποτελεσματικό.
Τόσο αποτελεσματικό, που η Αστυνομία, προχώρησε σε τέσσερις ολόκληρες συλλήψεις για τη ρίψη σωρείας αντικειμένων στο ΓΣΠ, εκ των οποίων οι τρεις αποδείχθηκαν λανθασμένες, γυρίζοντας έτσι σε μπούμερανγκ το χθεσινό επικοινωνιακό παραλήρημα που εξελίχθηκε με φόντο τις συλλήψεις αυτές. Ένα επικοινωνιακό παραλήρημα, το οποίο πασιφανέστατα διαδραματίστηκε ως μέρος της προσπάθειας αυτοδικαίωσης όλων όσοι επιμένουν στην ορθότητα της κάρτας οπαδού, αλλά που στο τέλος της ημέρας τους άφησε διπλά εκτεθειμένους, μετέτρεψε τη σπουδή τους να δικαιωθούν σε μαύρη τρύπα της φαρέτρας των επιχειρημάτων τους.
Και σε όλα αυτά, ένας υπουργός Δικαιοσύνης να επιμένει και να προσπαθεί απεγνωσμένα να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό πως η κάρτα είναι θέσφατο και λειτουργεί κανονικά, να επιχειρεί με νύχια και με δόντια, αδιαφορώντας αν επί της ουσίας με τα συμφραζόμενα του μένει εκτεθειμένος, να υποβάλει πως αυτό είναι και δεν πρόκειται να αλλάξει. Μόνο που έτσι κύριε υπουργέ δεν πάμε πουθενά, μόνο που έτσι κύριε υπουργέ, θα έρθει η επόμενη φορά που θα γίνουν πιο σοβαρά επεισόδια και δεν θα μπορείτε να βρείτε αυτούς που τα προκάλεσαν. Και τότε είναι που ο μύθος της κάρτας οπαδού, όχι απλώς θα έχει πληγεί, αλλά θα καταρρεύσει εντελώς σαν χάρτινος πύργος.
Καθίστε και συζητήστε, βρείτε λύσεις, φόρμουλες, κοινές συνισταμένες με τα σωματεία που κάτι περισσότερο γνωρίζουν και κάτι πολύ πιο ουσιαστικό έχουν να πουν και να προτείνουν, αφήστε στην άκρη την αστεία επιχειρηματολογία περί επιστροφής των οικογενειών στα γήπεδα, περί ικανοποιητικής προσέλευσης του κόσμου στα γήπεδα. Αλήθεια, πού και σε ποιο παράλληλο σύμπαν συμβαίνουν όλα αυτά και δεν τα βλέπουμε εμείς οι υπόλοιποι αδαείς, που βγάζοντας κάρτα οπαδού-γιατί την αγάπη μας για την ομάδα μας δεν την χαρίζουμε σε κανένα-βρισκόμαστε κάθε Σαββατοκύριακο στο γήπεδο;
Στα χρόνια του βασιλιά Όθωνα, κύριε υπουργέ, η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη, που κάθε άλλο παρά με τη σημερινή έμοιαζε. Κοντά σε όλες τις ελλείψεις, περιορισμένη ήταν και η ψυχαγωγία, και θα ήταν πολύ τυχερός κανείς, εάν κατάφερνε να τον προσκαλέσουν στις λιγοστές κοσμικές συγκεντρώσεις που γινόταν, αν και το εισιτήριο για τα κοσμικά σαλόνια δεν μπορεί να πει κανείς πως ήταν πολύ δύσκολο.
Δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί ο κύκλος της καλής τάξης, γιατί το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση δεν ήταν και μεγάλο. Οι αξιωματικοί και οι απόγονοι των αγωνιστών της επανάστασης, καθώς και τα μέλη των ξένων αποστολών, ήταν το πρώτο προζύμι.
Βέβαια, δεν ήταν και πολύ εύκολο να βρίσκεται κανείς σε μια δεξίωση του Αντιβασιλιά Άρμανσμπεργκ. Σε μια από αυτές τις συγκεντρώσεις, λοιπόν, βρισκόταν και ο Κωλέττης, που όταν τον ρώτησαν τι γνώμη έχει για το αραχνοΰφαντο μαύρο «βέλο», που φορούσε στο πρόσωπο της η εύθυμη χήρα των σαλονιών και της συγκέντρωσης, Μαριορή-Ζαφειρίτσα Κοντολέοντος, απάντησε: «Έτσι δε θα φαίνεται όταν θα… κοκκινίζει καμιά φορά αν…». Και συμπλήρωσε: «Μωρέ όλα τα ‘χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει».
Έτσι ακριβώς κύριε υπουργέ έχουν σήμερα τα πράγματα για το κυπριακό ποδόσφαιρο και την κάρτα οπαδού, έτσι θα συνεχίσουν να έχουν αν δεν κάνετε κάτι, διαχρονική και επίκαιρη θα παραμένει η φράση του Κωλέττη. «Όλα τα ‘χει η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε», κύριε υπουργέ.
Το κατά πόσο, δηλαδή, στο πρώτο κρίσιμο και μεγάλο τεστ που κλήθηκε να δώσει η κάρτα οπαδού, πέρασε τις εξετάσεις και δικαίωσε ή μη όλους όσοι υποστηρίζουν πως αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης και πάταξης της βίας στα γήπεδα.
Βάζοντας τα πράγματα στη σειρά, κρίνουμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε πως ο γραφών είναι κάτοχος κάρτας φιλάθλου από την πρώτη στιγμή εφαρμογής του θεσμού και πως τις δικαιολογίες τις οποίες οι ενάντιοι της επικαλούνται (σ.σ. περί προσωπικών δεδομένων, φακελώματος κτλ), ζητώντας επιτακτικά και φορτικά την κατάργησή της, τις θεωρεί το λιγότερο ως αστειότητες.
Αστειότητα μεγάλου βαθμού, όμως, θεωρεί ο γραφών και την άποψη ότι η κάρτα οπαδού είναι αυτή που έχει λύσει ή θα λύσει το πρόβλημα της βίας, για πολλούς και διάφορους λόγους. Με πρώτιστο και κύριο λόγο, το γεγονός ότι τα πλείστα γήπεδά μας δεν έχουν τις απαραίτητες υποδομές υποστήριξης ενός τέτοιου εγχειρήματος, ενώ και εκείνα που θεωρητικά τις έχουν, πρακτικά και περίτρανα αποδεικνύεται πως πάλι δεν μπορούν να υποστηρίξουν τον θεσμό.
Δεν περιμέναμε, όλοι όσοι ασχολούμαστε με το ποδόσφαιρο και πηγαίνουμε εδώ και χρόνια στα γήπεδα, τα επεισόδια της περασμένης Δευτέρας για ν’ αντιληφθούμε τα πιο πάνω, αφού τα έκτροπα στο ντέρμπι των αιωνίων, απλώς επιβεβαίωσαν αυτό για το οποίο ήμασταν εξ αρχής σίγουροι και πεπεισμένοι. Ότι το μόνο που μπορεί να πετύχει η κάρτα οπαδού, είναι να βάλει το πρόβλημα κάτω από το χαλί, καλύπτοντας την διαχρονική αδυναμία του κράτους να πολεμήσει όπως θα έπρεπε και στη ρίζα της τη βία, καλύπτοντας τη διαχρονική αδυναμία της Πολιτείας να τιμωρήσει αυτούς που πραγματικά την προκαλούν.
«Να διώξουμε τους οργανωμένους και ησύχασε η κεφαλή μας»… Κακά τα ψέματα, κάπου σε αυτή τη φράση εμπερικλείεται η πεμπτουσία της έμπνευσης και εισαγωγής της κάρτας οπαδού στην Κύπρο, μόνο ανειλικρινείς είναι όσοι με διάφορα επιχειρήματα-τα οποία αναπτύσσουν ως να απευθύνονται σε εξωγήινους- προσπαθούν να πείσουν πως το μέτρο αποδίδει καρπούς και είναι αποτελεσματικό.
Τόσο αποτελεσματικό, που η Αστυνομία, προχώρησε σε τέσσερις ολόκληρες συλλήψεις για τη ρίψη σωρείας αντικειμένων στο ΓΣΠ, εκ των οποίων οι τρεις αποδείχθηκαν λανθασμένες, γυρίζοντας έτσι σε μπούμερανγκ το χθεσινό επικοινωνιακό παραλήρημα που εξελίχθηκε με φόντο τις συλλήψεις αυτές. Ένα επικοινωνιακό παραλήρημα, το οποίο πασιφανέστατα διαδραματίστηκε ως μέρος της προσπάθειας αυτοδικαίωσης όλων όσοι επιμένουν στην ορθότητα της κάρτας οπαδού, αλλά που στο τέλος της ημέρας τους άφησε διπλά εκτεθειμένους, μετέτρεψε τη σπουδή τους να δικαιωθούν σε μαύρη τρύπα της φαρέτρας των επιχειρημάτων τους.
Και σε όλα αυτά, ένας υπουργός Δικαιοσύνης να επιμένει και να προσπαθεί απεγνωσμένα να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό πως η κάρτα είναι θέσφατο και λειτουργεί κανονικά, να επιχειρεί με νύχια και με δόντια, αδιαφορώντας αν επί της ουσίας με τα συμφραζόμενα του μένει εκτεθειμένος, να υποβάλει πως αυτό είναι και δεν πρόκειται να αλλάξει. Μόνο που έτσι κύριε υπουργέ δεν πάμε πουθενά, μόνο που έτσι κύριε υπουργέ, θα έρθει η επόμενη φορά που θα γίνουν πιο σοβαρά επεισόδια και δεν θα μπορείτε να βρείτε αυτούς που τα προκάλεσαν. Και τότε είναι που ο μύθος της κάρτας οπαδού, όχι απλώς θα έχει πληγεί, αλλά θα καταρρεύσει εντελώς σαν χάρτινος πύργος.
Καθίστε και συζητήστε, βρείτε λύσεις, φόρμουλες, κοινές συνισταμένες με τα σωματεία που κάτι περισσότερο γνωρίζουν και κάτι πολύ πιο ουσιαστικό έχουν να πουν και να προτείνουν, αφήστε στην άκρη την αστεία επιχειρηματολογία περί επιστροφής των οικογενειών στα γήπεδα, περί ικανοποιητικής προσέλευσης του κόσμου στα γήπεδα. Αλήθεια, πού και σε ποιο παράλληλο σύμπαν συμβαίνουν όλα αυτά και δεν τα βλέπουμε εμείς οι υπόλοιποι αδαείς, που βγάζοντας κάρτα οπαδού-γιατί την αγάπη μας για την ομάδα μας δεν την χαρίζουμε σε κανένα-βρισκόμαστε κάθε Σαββατοκύριακο στο γήπεδο;
Στα χρόνια του βασιλιά Όθωνα, κύριε υπουργέ, η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη, που κάθε άλλο παρά με τη σημερινή έμοιαζε. Κοντά σε όλες τις ελλείψεις, περιορισμένη ήταν και η ψυχαγωγία, και θα ήταν πολύ τυχερός κανείς, εάν κατάφερνε να τον προσκαλέσουν στις λιγοστές κοσμικές συγκεντρώσεις που γινόταν, αν και το εισιτήριο για τα κοσμικά σαλόνια δεν μπορεί να πει κανείς πως ήταν πολύ δύσκολο.
Δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί ο κύκλος της καλής τάξης, γιατί το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση δεν ήταν και μεγάλο. Οι αξιωματικοί και οι απόγονοι των αγωνιστών της επανάστασης, καθώς και τα μέλη των ξένων αποστολών, ήταν το πρώτο προζύμι.
Βέβαια, δεν ήταν και πολύ εύκολο να βρίσκεται κανείς σε μια δεξίωση του Αντιβασιλιά Άρμανσμπεργκ. Σε μια από αυτές τις συγκεντρώσεις, λοιπόν, βρισκόταν και ο Κωλέττης, που όταν τον ρώτησαν τι γνώμη έχει για το αραχνοΰφαντο μαύρο «βέλο», που φορούσε στο πρόσωπο της η εύθυμη χήρα των σαλονιών και της συγκέντρωσης, Μαριορή-Ζαφειρίτσα Κοντολέοντος, απάντησε: «Έτσι δε θα φαίνεται όταν θα… κοκκινίζει καμιά φορά αν…». Και συμπλήρωσε: «Μωρέ όλα τα ‘χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει».
Έτσι ακριβώς κύριε υπουργέ έχουν σήμερα τα πράγματα για το κυπριακό ποδόσφαιρο και την κάρτα οπαδού, έτσι θα συνεχίσουν να έχουν αν δεν κάνετε κάτι, διαχρονική και επίκαιρη θα παραμένει η φράση του Κωλέττη. «Όλα τα ‘χει η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε», κύριε υπουργέ.