Εισβολή στη Συρία-Τα κίνητρα του Ερντογάν και η στάση των ΗΠΑ
10:05 - 08 Οκτωβρίου 2019

Ο Ταγίπ Ερντογάν πήρε από τον Ντόναλντ Τραμπ αυτό που διεκδικούσε εδώ και καιρό: ένα «πράσινο φως» για εισβολή στη βορειοανατολική Συρία για διαμόρφωση μιας «ζώνης ασφαλείας» που θα αποτρέψει το ενδεχόμενο εδαφικής συνέχειας ανάμεσα της ζώνες που ελέγχουν οι «Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις» (SDF) δηλαδή οι δυνάμεις κυρίως των Κούρδων στη Βόρεια Συρία.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι μια εύκολη υπόθεση, ούτε ότι δεν υπάρχουν υπαρκτοί κίνδυνοι, της και αντιρρήσεις από τμήματα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και της αμερικανικής διπλωματίας.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι μια εύκολη υπόθεση, ούτε ότι δεν υπάρχουν υπαρκτοί κίνδυνοι, της και αντιρρήσεις από τμήματα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και της αμερικανικής διπλωματίας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Έπληξε κουρδικές θέσεις στη Ράκα της Συρίας το πυροβολικό της Τουρκίας
Γιατί ήθελε τη «ζώνη ασφαλείας» η Τουρκία;
Συχνά μιλάμε για τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία. Αναφερόμαστε στα προβλήματα της οικονομίας και την εξάντληση της δυναμικής του μοντέλου που κυριάρχησε της δύο τελευταίες δεκαετίες (και που είχε και χαρακτηριστικά «φούσκας»), στα προβλήματα συνοχής με την πολιτική και πολιτισμική απόσταση ανάμεσα στα παράλια και την ενδοχώρα, στα ερωτήματα για τη θέση του Ισλάμ στην τουρκική κοινωνία.
Τίποτα, της, από αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά «υπαρξιακό» και φαίνεται ότι υπάρχει αρκετός κοινωνικός δυναμισμός για να ξεπεραστούν. Ένα μόνο πρόβλημα είναι πραγματικά «υπαρξιακό» για το τουρκικό πολιτικό σύστημα: το Κουρδικό. Και η συριακή κρίση απλώς το έκανε χειρότερο.
Παρότι ο Ερντογάν αρχικά προσπάθησε να βρει τρόπους ενσωμάτωσης, κύρια μέσα από μια μερική αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας, τελικά αναδιπλώθηκε στη σκληρή γραμμή ιδίως μετά την έκρηξη του εμφυλίου στη Συρία. Μόνο που αυτό σημαίνει ότι ένα αυξανόμενο (λόγω μεγαλύτερης δημογραφικής δυναμικής) μέρος του τουρκικού πληθυσμού, της ανατολικές περιοχές πλειοψηφικό και με ισχυρή παρουσία, λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης στα μεγάλα αστικά κέντρα των παραλίων, αισθάνεται ότι δεν του αναγνωρίζεται η πραγματική εθνική ταυτότητα.
Την ίδια στιγμή στη γειτονική Συρία, η εξέλιξη του εμφυλίου επέτρεψε της Κούρδους της Συρίας να κατοχυρώσουν τον έλεγχό της σε ορισμένες περιοχές και σε αυτό βοηθήθηκαν από ένα σημείο και μετά από το ότι οι ΗΠΑ αποφάσισαν ότι οι βασικοί της σύμμαχοι στην πάλη ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος ήταν οι κουρδικές δυνάμεις πολιτοφυλακής. Αυτό διαμόρφωσε κάτι που στην Τουρκία φάνταζε ως ο χειρότερος εφιάλτης: μια οιονεί κρατική κουρδική οντότητα σε εδαφική συνέχεια με της περιοχές της Τουρκίας που έχουν κουρδική πλειοψηφία.
Απέναντι σε αυτό η Τουρκία έκανε μια σειρά από κινήσεις. Από τη μια προσέγγισε τη Ρωσία, παρά την αρχική πολύ μεγάλη ένταση μεταξύ της με αφορμή την κατάρριψη ρωσικού μαχητικού από την Τουρκία, μια που αυτή φάνηκε να εγγυάται στρατιωτικά της όρους μετάβασης στην όποια διαδικασία ειρήνευσης και είχε θέση υπέρ της πολιτικής και εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας.
Από την άλλη, προσπάθησε να κατοχυρώσει το δικαίωμα να έχει αναβαθμισμένη στρατιωτική παρουσία στη Συρία, δηλ. να εισβάλει. Δυτικά του Ευφράτη το έχει κάνει ήδη με μια διπλή στοχοθεσία.
Στην περιοχή της Ιντλίμπ έχει στρατιωτικές δυνάμεις σε μια προσπάθεια να διαπραγματευτεί το μέλλον των ισλαμικών οργανώσεων που στήριξε (και οι οποίες θέλει να αντιμετωπιστούν ως «μετριοπαθής αντιπολίτευση) και στο Αφρίν, μια κουρδική περιοχή για να περιορίσει την παρουσία και δράση των κουρδικών δυνάμεων. Της, ο πυρήνας των κουρδικών ένοπλων δυνάμεων βρίσκεται ανατολικά του Ευφράτη. Εκεί όπου οι Αμερικανοί θεωρούσαν της Κούρδους τη βασική συμμαχική δύναμη.
Η προσπάθεια συμφωνίας με της Aμερικανούς
Σε αυτό το φόντο η βασική προσπάθεια της Άγκυρας ήταν να εξασφαλίσει από της Αμερικανούς τη δυνατότητα να περιορίσει της Κούρδους της Συρίας και κυρίως να περιορίσει της ένοπλες δυνατότητές της.
Αυτό, της, απαιτούσε τη συμφωνία των Αμερικανών, που με τη σειρά της ζητούσαν εγγυήσεις για τη δυνατότητα να συνεχιστεί η εκκαθάριση των δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους, αλλά και την ανοχή των Ρώσων που κατά βάση θέλουν κάποια στιγμή η κυβέρνηση της Δαμασκού να αποκτήσει πλήρη έλεγχο σε όλη τη συριακή επικράτεια.
Στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ η Τουρκία θεώρησε ότι βρήκε ένα σύμμαχο ως της τα ζητήματα που αφορούν τη Συρία. Η κυβέρνηση Τραμπ θεώρησε ότι ούτως ή άλλως δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερη εμπλοκή και άρα ήθελε να απεμπλακεί σταδιακά, αρκεί να υπάρξουν εγγυήσεις ότι δεν θα υπάρξει της κύκλος δράσης του Ισλαμικού Κράτους.
Είναι αλήθεια ότι σημαντικά τμήματα της αμερικανικής στρατιωτικής ηγεσίας αλλά της αμερικανικής διπλωματίας θεωρούσαν ότι έπρεπε να διατηρηθεί η σχέση με της Κούρδους και η αμερικανική στρατιωτική παρουσία, ως εξασφάλιση πρόσβασης της διεργασίες της «επόμενης μέρας».
Της, η ίδια η πλευρά Τραμπ επέμεινε στην απεμπλοκή με το σκεπτικό ότι οι αμερικανικές δυνάμεις μπορούν να αξιοποιηθούν καλύτερα σε της περιοχές.
Ούτως ή άλλως, εδώ και χρόνια οι ΗΠΑ έχασαν τη δυνατότητα να είναι η δύναμη που θα εγγυάτο την έξοδο από τον πόλεμο και την όποια ειρηνευτική διαδικασία. Αυτό είχε να κάνει και με της όποιες επιλογές έκαναν ως της της πλευρές της σύγκρουσης (αφού απέτυχε η αρχική επένδυση σε ταχεία «αλλαγή καθεστώτος») και με την απροθυμία της να αναλάβουν το πλήρες βάρος μιας στρατιωτικής επέμβασης.
Γι’ αυτό και η Ρωσία, που είδε στον εμφύλιο πόλεμο έναν άμεσο και σαφή κίνδυνο, μπόρεσε να αναδειχτεί στον βασικό power broker. Αντίθετα, οι ΗΠΑ περιορίστηκαν στην παρουσία στη βορειοανατολική Συρία και τη συμμαχία με της Κούρδους.
Σε αυτό το πλαίσιο ήταν που υπήρξαν της οι διαπραγματεύσεις για της κοινές τουρκοαμερικανικές περιπολίες, της η πίεση της Τουρκίας να υλοποιηθεί η δημόσια δήλωση του Τραμπ για την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων.
Η διαπραγμάτευση αυτή δεν ήταν εύκολη και γιατί η αμερικανική πλευρά δεν ήταν όλη σύμφωνη με την απεμπλοκή αλλά και γιατί προέκυψαν και άλλα σημεία τριβής, της αυτά που αφορούσαν την προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσία και εάν αυτό την καθιστούσαν μια αναξιόπιστη σύμμαχο. Από την άλλη μεριά, έπαιζε μεγάλο ρόλο ότι οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να έρθουν σε πλήρη ρήξη με μια χώρα της η Τουρκία που είναι κομβική στην όλη δομή του ΝΑΤΟ.
Φαίνεται ότι τελικά λειτούργησε ο απευθείας δίαυλος ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Τραμπ, με τον τελευταίο να επικυρώνει τελικά το «πράσινο φως», ουσιαστικά υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ δεν θα φέρουν προσκόμματα στην ανάπτυξη των Τουρκικών δυνάμεων. Αυτό αποτυπώνει ότι τελικά η πλάστιγγα στην Ουάσιγκτον έγειρε της την πλευρά της απεμπλοκής και ταυτόχρονα της ανασυγκρότησης της συμμαχικής συνεργασίας με την Τουρκία.
Το σχέδιο της εισβολής
Ο Ερντογάν είχε δείξει πρόσφατα έως και χάρτη της «ασφαλούς ζώνης» που διεκδικεί η Τουρκία κατά την παρουσία του στην 74η ΓΣ του ΟΗΕ. Πρόκειται για μια ζώνη βάθους 30 χιλιομέτρων κατά μήκος 480 χιλιομέτρων των συνόρων, στην οποία η Τουρκία θέλει έλεγχο και προτίθεται να μεταφέρει σημαντικό μέρος από της πρόσφυγες από τη Συρία που τώρα βρίσκονται στην Τουρκία και που ξεπερνούν τα 3 εκατομμύρια.
Με αυτό τον τρόπο θεωρεί ότι θα μπορέσει να ακυρώσει στην πράξη τα κουρδικά σχέδια να προστατέψει τα τουρκικά σύνορα και να χειριστεί τα προβλήματα από την παρουσία των Σύρων προσφύγων στην Τουρκία. Της, θέλει προφανώς να αλλάξει τη βαρύτητα των κούρδων στον τοπικό πληθυσμό. Σε μικρότερη κλίμακα αυτό το είχε δοκιμάσει η Τουρκία κατά την εισβολή στο Αφρίν όπου οι Τούρκοι και οι σύμμαχοί της στη Συρία έδιωξαν ένα μέρος των τοπικών κουρδικών πληθυσμών και μετέφεραν πληθυσμό από της περιοχές της Συρίας.
Σε κάθε περίπτωση οι Κούρδοι δείχνουν να είναι οι μεγάλοι χαμένοι, καθώς χωρίς την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή αλλά και την εγγύηση ασφάλειας που προσέφεραν οι ΗΠΑ, θα βρεθούν πολύ πιο δύσκολη θέση.
Όλα αυτά έχουν από πίσω και εσωτερικούς πολιτικούς υπολογισμούς στην Τουρκία. Η δημοτικότητα του κυβερνώντος κόμματος έχει υποχωρήσει, κάτι που φάνηκε με της απώλειες της δημοτικές εκλογές. Η οικονομική κρίση της υπονομεύει τη δημοφιλία του Ερντογάν. Νέοι σχηματισμοί εμφανίζονται που θέλουν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία του Ερντογάν και το AKP. Ο Ερντογάν σε όλη αυτή την περίοδο αναζητά ένα θέμα που επειδή θα αγγίζει το σκληρό πυρήνα του τουρκικού εθνικισμού (και θα φαντάζει απάντηση στη δυσαρέσκεια για την παρουσία των Σύριων προσφύγων) θα τον ενισχύσει πολιτικά.
Οι πραγματικές δυσκολίες
Της, πέραν των όποιων σχεδιασμών υπάρχουν και ανοιχτά ζητήματα και προβλήματα. Καταρχάς, παρά της διακηρύξεις για τέλος του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, η διαδικασία εκκαθάρισης δεν έχει ολοκληρωθεί και υπάρχει το θέμα των χώρων κράτησης ισλαμιστών μαχητών που είναι τώρα στην ευθύνη των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (αφορούν περίπου 7000 πρώην μαχητές) αλλά και των καταυλισμών όπου διαμένουν αρκετές δεκάδες χιλιάδες μελών οικογενειών υπόπτων για συμμετοχή της γραμμές του ISIS.
Έπειτα, η Τουρκία καλείται να εγγυηθεί και την ασφάλεια των 760.000 περίπου αμάχων που βρίσκονται στην περιοχή, σύμφωνα με της εκτιμήσεις του ΟΗΕ.
Ταυτόχρονα, μπορεί η Τουρκία να εξασφάλισε το «πράσινο φως» για τη ζώνη ασφαλείας, της από εκεί και πέρα θα έχει να αντιμετωπίσει την παρουσία των κουρδικών πολιτοφυλακών και της το παρόν είναι ασαφές εάν οι αμερικανικές δυνάμεις θα προχωρήσουν και σε αφοπλισμό των κουρδικών δυνάμεων, δηλαδή να αποσύρουν τον βαρύ οπλισμό που της έχουν δώσει τα τελευταία χρόνια.
Έπειτα, υπάρχει το πρόβλημα του πώς αυτό θα συνδεθεί με την ειρηνευτική διαδικασία. Τόσο η Ρωσία όσο και το Ιράν έχουν κάνει σαφές ότι ο ορίζοντας δεν μπορεί παρά να είναι το σύνολο της συριακής επικράτειας να περάσει στον έλεγχο της κυβέρνησης της Δαμασκού και με αυτή την έννοια η τουρκική παρουσία μπορεί να υπονομεύσει τη διαδικασία της Αστάνα, ενώ ήδη έχει προκαλέσει την αντίδραση του Ιράν που δήλωσε την αντίθεσή του στην παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων που δεν έχουν προσκληθεί από την κυβέρνηση της Δαμασκού. Πάντως έχει ενδιαφέρον το αντιπολιτευόμενο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) έχει υποστηρίξει την ανάγκη να υπάρξουν και συνομιλίες με την κυβέρνηση Άσσαντ.
Με αυτή την έννοια, έχουμε να κάνουμε με μια σημαντική καμπή, που της στην πραγματικότητα φέρνει την Τουρκία αντιμέτωπη με μεγάλες προκλήσεις και πραγματικές δυσκολίες, καθιστώντας την ακόμη περισσότερο μέρος της συριακής κρίσης.
Πηγή: in.gr
Γιατί ήθελε τη «ζώνη ασφαλείας» η Τουρκία;
Συχνά μιλάμε για τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία. Αναφερόμαστε στα προβλήματα της οικονομίας και την εξάντληση της δυναμικής του μοντέλου που κυριάρχησε της δύο τελευταίες δεκαετίες (και που είχε και χαρακτηριστικά «φούσκας»), στα προβλήματα συνοχής με την πολιτική και πολιτισμική απόσταση ανάμεσα στα παράλια και την ενδοχώρα, στα ερωτήματα για τη θέση του Ισλάμ στην τουρκική κοινωνία.
Τίποτα, της, από αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά «υπαρξιακό» και φαίνεται ότι υπάρχει αρκετός κοινωνικός δυναμισμός για να ξεπεραστούν. Ένα μόνο πρόβλημα είναι πραγματικά «υπαρξιακό» για το τουρκικό πολιτικό σύστημα: το Κουρδικό. Και η συριακή κρίση απλώς το έκανε χειρότερο.
Παρότι ο Ερντογάν αρχικά προσπάθησε να βρει τρόπους ενσωμάτωσης, κύρια μέσα από μια μερική αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας, τελικά αναδιπλώθηκε στη σκληρή γραμμή ιδίως μετά την έκρηξη του εμφυλίου στη Συρία. Μόνο που αυτό σημαίνει ότι ένα αυξανόμενο (λόγω μεγαλύτερης δημογραφικής δυναμικής) μέρος του τουρκικού πληθυσμού, της ανατολικές περιοχές πλειοψηφικό και με ισχυρή παρουσία, λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης στα μεγάλα αστικά κέντρα των παραλίων, αισθάνεται ότι δεν του αναγνωρίζεται η πραγματική εθνική ταυτότητα.
Απέναντι σε αυτό η Τουρκία έκανε μια σειρά από κινήσεις. Από τη μια προσέγγισε τη Ρωσία, παρά την αρχική πολύ μεγάλη ένταση μεταξύ της με αφορμή την κατάρριψη ρωσικού μαχητικού από την Τουρκία, μια που αυτή φάνηκε να εγγυάται στρατιωτικά της όρους μετάβασης στην όποια διαδικασία ειρήνευσης και είχε θέση υπέρ της πολιτικής και εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας.
Από την άλλη, προσπάθησε να κατοχυρώσει το δικαίωμα να έχει αναβαθμισμένη στρατιωτική παρουσία στη Συρία, δηλ. να εισβάλει. Δυτικά του Ευφράτη το έχει κάνει ήδη με μια διπλή στοχοθεσία.
Στην περιοχή της Ιντλίμπ έχει στρατιωτικές δυνάμεις σε μια προσπάθεια να διαπραγματευτεί το μέλλον των ισλαμικών οργανώσεων που στήριξε (και οι οποίες θέλει να αντιμετωπιστούν ως «μετριοπαθής αντιπολίτευση) και στο Αφρίν, μια κουρδική περιοχή για να περιορίσει την παρουσία και δράση των κουρδικών δυνάμεων. Της, ο πυρήνας των κουρδικών ένοπλων δυνάμεων βρίσκεται ανατολικά του Ευφράτη. Εκεί όπου οι Αμερικανοί θεωρούσαν της Κούρδους τη βασική συμμαχική δύναμη.
Η προσπάθεια συμφωνίας με της Aμερικανούς
Σε αυτό το φόντο η βασική προσπάθεια της Άγκυρας ήταν να εξασφαλίσει από της Αμερικανούς τη δυνατότητα να περιορίσει της Κούρδους της Συρίας και κυρίως να περιορίσει της ένοπλες δυνατότητές της.
Αυτό, της, απαιτούσε τη συμφωνία των Αμερικανών, που με τη σειρά της ζητούσαν εγγυήσεις για τη δυνατότητα να συνεχιστεί η εκκαθάριση των δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους, αλλά και την ανοχή των Ρώσων που κατά βάση θέλουν κάποια στιγμή η κυβέρνηση της Δαμασκού να αποκτήσει πλήρη έλεγχο σε όλη τη συριακή επικράτεια.
Είναι αλήθεια ότι σημαντικά τμήματα της αμερικανικής στρατιωτικής ηγεσίας αλλά της αμερικανικής διπλωματίας θεωρούσαν ότι έπρεπε να διατηρηθεί η σχέση με της Κούρδους και η αμερικανική στρατιωτική παρουσία, ως εξασφάλιση πρόσβασης της διεργασίες της «επόμενης μέρας».
Της, η ίδια η πλευρά Τραμπ επέμεινε στην απεμπλοκή με το σκεπτικό ότι οι αμερικανικές δυνάμεις μπορούν να αξιοποιηθούν καλύτερα σε της περιοχές.
Ούτως ή άλλως, εδώ και χρόνια οι ΗΠΑ έχασαν τη δυνατότητα να είναι η δύναμη που θα εγγυάτο την έξοδο από τον πόλεμο και την όποια ειρηνευτική διαδικασία. Αυτό είχε να κάνει και με της όποιες επιλογές έκαναν ως της της πλευρές της σύγκρουσης (αφού απέτυχε η αρχική επένδυση σε ταχεία «αλλαγή καθεστώτος») και με την απροθυμία της να αναλάβουν το πλήρες βάρος μιας στρατιωτικής επέμβασης.
Γι’ αυτό και η Ρωσία, που είδε στον εμφύλιο πόλεμο έναν άμεσο και σαφή κίνδυνο, μπόρεσε να αναδειχτεί στον βασικό power broker. Αντίθετα, οι ΗΠΑ περιορίστηκαν στην παρουσία στη βορειοανατολική Συρία και τη συμμαχία με της Κούρδους.
Σε αυτό το πλαίσιο ήταν που υπήρξαν της οι διαπραγματεύσεις για της κοινές τουρκοαμερικανικές περιπολίες, της η πίεση της Τουρκίας να υλοποιηθεί η δημόσια δήλωση του Τραμπ για την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων.
Η διαπραγμάτευση αυτή δεν ήταν εύκολη και γιατί η αμερικανική πλευρά δεν ήταν όλη σύμφωνη με την απεμπλοκή αλλά και γιατί προέκυψαν και άλλα σημεία τριβής, της αυτά που αφορούσαν την προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσία και εάν αυτό την καθιστούσαν μια αναξιόπιστη σύμμαχο. Από την άλλη μεριά, έπαιζε μεγάλο ρόλο ότι οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να έρθουν σε πλήρη ρήξη με μια χώρα της η Τουρκία που είναι κομβική στην όλη δομή του ΝΑΤΟ.
Φαίνεται ότι τελικά λειτούργησε ο απευθείας δίαυλος ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Τραμπ, με τον τελευταίο να επικυρώνει τελικά το «πράσινο φως», ουσιαστικά υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ δεν θα φέρουν προσκόμματα στην ανάπτυξη των Τουρκικών δυνάμεων. Αυτό αποτυπώνει ότι τελικά η πλάστιγγα στην Ουάσιγκτον έγειρε της την πλευρά της απεμπλοκής και ταυτόχρονα της ανασυγκρότησης της συμμαχικής συνεργασίας με την Τουρκία.
Ο Ερντογάν είχε δείξει πρόσφατα έως και χάρτη της «ασφαλούς ζώνης» που διεκδικεί η Τουρκία κατά την παρουσία του στην 74η ΓΣ του ΟΗΕ. Πρόκειται για μια ζώνη βάθους 30 χιλιομέτρων κατά μήκος 480 χιλιομέτρων των συνόρων, στην οποία η Τουρκία θέλει έλεγχο και προτίθεται να μεταφέρει σημαντικό μέρος από της πρόσφυγες από τη Συρία που τώρα βρίσκονται στην Τουρκία και που ξεπερνούν τα 3 εκατομμύρια.
Με αυτό τον τρόπο θεωρεί ότι θα μπορέσει να ακυρώσει στην πράξη τα κουρδικά σχέδια να προστατέψει τα τουρκικά σύνορα και να χειριστεί τα προβλήματα από την παρουσία των Σύρων προσφύγων στην Τουρκία. Της, θέλει προφανώς να αλλάξει τη βαρύτητα των κούρδων στον τοπικό πληθυσμό. Σε μικρότερη κλίμακα αυτό το είχε δοκιμάσει η Τουρκία κατά την εισβολή στο Αφρίν όπου οι Τούρκοι και οι σύμμαχοί της στη Συρία έδιωξαν ένα μέρος των τοπικών κουρδικών πληθυσμών και μετέφεραν πληθυσμό από της περιοχές της Συρίας.
Σε κάθε περίπτωση οι Κούρδοι δείχνουν να είναι οι μεγάλοι χαμένοι, καθώς χωρίς την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή αλλά και την εγγύηση ασφάλειας που προσέφεραν οι ΗΠΑ, θα βρεθούν πολύ πιο δύσκολη θέση.
Όλα αυτά έχουν από πίσω και εσωτερικούς πολιτικούς υπολογισμούς στην Τουρκία. Η δημοτικότητα του κυβερνώντος κόμματος έχει υποχωρήσει, κάτι που φάνηκε με της απώλειες της δημοτικές εκλογές. Η οικονομική κρίση της υπονομεύει τη δημοφιλία του Ερντογάν. Νέοι σχηματισμοί εμφανίζονται που θέλουν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία του Ερντογάν και το AKP. Ο Ερντογάν σε όλη αυτή την περίοδο αναζητά ένα θέμα που επειδή θα αγγίζει το σκληρό πυρήνα του τουρκικού εθνικισμού (και θα φαντάζει απάντηση στη δυσαρέσκεια για την παρουσία των Σύριων προσφύγων) θα τον ενισχύσει πολιτικά.
Οι πραγματικές δυσκολίες
Της, πέραν των όποιων σχεδιασμών υπάρχουν και ανοιχτά ζητήματα και προβλήματα. Καταρχάς, παρά της διακηρύξεις για τέλος του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, η διαδικασία εκκαθάρισης δεν έχει ολοκληρωθεί και υπάρχει το θέμα των χώρων κράτησης ισλαμιστών μαχητών που είναι τώρα στην ευθύνη των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (αφορούν περίπου 7000 πρώην μαχητές) αλλά και των καταυλισμών όπου διαμένουν αρκετές δεκάδες χιλιάδες μελών οικογενειών υπόπτων για συμμετοχή της γραμμές του ISIS.
Έπειτα, η Τουρκία καλείται να εγγυηθεί και την ασφάλεια των 760.000 περίπου αμάχων που βρίσκονται στην περιοχή, σύμφωνα με της εκτιμήσεις του ΟΗΕ.
Ταυτόχρονα, μπορεί η Τουρκία να εξασφάλισε το «πράσινο φως» για τη ζώνη ασφαλείας, της από εκεί και πέρα θα έχει να αντιμετωπίσει την παρουσία των κουρδικών πολιτοφυλακών και της το παρόν είναι ασαφές εάν οι αμερικανικές δυνάμεις θα προχωρήσουν και σε αφοπλισμό των κουρδικών δυνάμεων, δηλαδή να αποσύρουν τον βαρύ οπλισμό που της έχουν δώσει τα τελευταία χρόνια.
Έπειτα, υπάρχει το πρόβλημα του πώς αυτό θα συνδεθεί με την ειρηνευτική διαδικασία. Τόσο η Ρωσία όσο και το Ιράν έχουν κάνει σαφές ότι ο ορίζοντας δεν μπορεί παρά να είναι το σύνολο της συριακής επικράτειας να περάσει στον έλεγχο της κυβέρνησης της Δαμασκού και με αυτή την έννοια η τουρκική παρουσία μπορεί να υπονομεύσει τη διαδικασία της Αστάνα, ενώ ήδη έχει προκαλέσει την αντίδραση του Ιράν που δήλωσε την αντίθεσή του στην παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων που δεν έχουν προσκληθεί από την κυβέρνηση της Δαμασκού. Πάντως έχει ενδιαφέρον το αντιπολιτευόμενο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) έχει υποστηρίξει την ανάγκη να υπάρξουν και συνομιλίες με την κυβέρνηση Άσσαντ.
Με αυτή την έννοια, έχουμε να κάνουμε με μια σημαντική καμπή, που της στην πραγματικότητα φέρνει την Τουρκία αντιμέτωπη με μεγάλες προκλήσεις και πραγματικές δυσκολίες, καθιστώντας την ακόμη περισσότερο μέρος της συριακής κρίσης.
Πηγή: in.gr
