«Ο πελάτης με αριθμό τρία ήταν δήμαρχος και είχε βίτσια…»
07:24 - 24 Οκτωβρίου 2019
«Η Ταμάρα από την Ουκρανία παλεύει κάτω από το βάρος του τρίτου της πελάτη, ενός παχύσαρκου που βρομοκοπά αλκοόλ και σκόρδο. Το μικροσκοπικό δωμάτιο εντός του καμπαρέ φωτίζεται από έναν αδύνατο λαμπτήρα.
Ο προηγούμενος πελάτης ήταν δήμαρχος, αλλά είχε βίτσια. Και οι μώλωπες που άφησε στο κορμί της, την πονούν. Ο δύσοσμος υπέρβαρος πελάτης με τον αριθμό 3 φτάνει σε οργασμό και σηκώνεται. Στάζοντας στον ιδρώτα, Ιούλιος μήνας, ντύνεται και με ένα γρύλλισμα εξαφανίζεται. Όπως οι υπόλοιποι, κάποια στιγμή θα ξαναγυρίσει. Η ίδια όμως θα μείνει εκεί, ακινητοποιημένη, παγιδευμένη στην αθλιότητα. Να περιμένει τον πελάτη με αριθμό 4, 5, 6, 7 και εάν το μαγαζί είχε κίνηση, ίσως χρειαζόταν να δεχτεί περισσότερους.
Θυμάται πάλι πώς έφθασε εδώ και τα βάζει για μια ακόμα φορά με τον εαυτό της που φάνηκε χαζή. Που πίστεψε εκείνη τη γυναίκα, όταν της είπε ότι μπορούσε να διευθετήσει τη μετάβασή της στην Κύπρο για να εργαστεί ως σερβιτόρα...
Η Ιρίνα, γράφει η κ. Χριστοφίδου, στεκόταν απέναντί μου με μάτια που γυάλιζαν, σαν να είχε πυρετό. Στα 28 της είχε πιστέψει στο όνειρο και εγκατέλειψε τη Μολδαβία, στα 30 της έμοιαζε με φάντασμα που περιφερόταν ανάμεσα στους ζωντανούς.
- Καιρό να σε δω, Ιρίνα. Τι θα πιεις;
- Βότκα, απάντησε.
- Ξανάρχισες να πίνεις;
- Ναι, από σήμερα. Μόλις έμαθα την απόφαση.
Κάθισε και άρχισε να σιγοκλαίει. Της έφερα μια βότκα, την ήπιε μονορούφι και ξέσπασε.
- Με ποιου το δικαίωμα να μην με πιστέψει; Είχαμε και αστυνομικούς πελάτες και δικηγόρους και γιατρούς και δήμαρχους. Αυτοί που δεν τολμούσαν να έρθουν στο καμπαρέ για να διαλέξουν, παράγγελναν τηλεφωνικώς. Εμείς είμαστε βρόμες, πόρνες και αυτοί κύριοι... Με ποιου το δικαίωμα να μην με πιστέψει; Αφού ξέρει τι γίνεται. Όλοι ξέρουν. Μας πουλούσαν για 130 ευρώ, τα 30 τα έδιναν σε μας, τα 100 τα κρατούσαν εκείνοι.
Σταμάτησε για λίγο να μιλά και ζήτησε κι άλλη βότκα.
- Ούτε εσύ με πίστεψες; Ούτε εσύ; Αν όχι, πες μου να φύγω, ρωτά η Ιρίνα και ξεσπά σε κλάματα.
***
«Αρνηθήκαμε, φωνάξαμε, κλάψαμε», λέει η Ιρίνα. «Τη μοίρα μας όμως την είχαν καθορίσει. Μπήκαν στο δωμάτιο τέσσερις άντρες, υπάλληλοι του καμπαρέ όπως μάθαμε εκ των υστέρων, μας ξυλοφόρτωσαν και μας βίασαν. Όταν συνήλθαμε, διερωτηθήκαμε τι έπρεπε να κάνουμε. Αποφασίσαμε να υποταχθούμε και με την πρώτη ευκαιρία να δραπετεύσουμε. Να μιλήσουμε, να ζητήσουμε βοήθεια από πελάτες, φοβόμασταν. Το αφεντικό μάς προειδοποιούσε συνέχεια ότι αστυνομικοί και άλλοι σημαντικοί άνθρωποι ήταν πελάτες και φίλοι του και ότι αν μιλούσαμε, θα μπλέκαμε άσχημα...».
Η Μαρίνα ζητά ακόμα μια βότκα και συνεχίζει:
***
Περίμενε τη δίκη για περισσότερο από ένα χρόνο. Και όλο αυτό το διάστημα προετοιμαζόταν για τη στιγμή που θα ερχόταν αντιμέτωπη με αυτούς που την εξωθούσαν στην πορνεία, για τη στιγμή που θα έπρεπε να εκφράσει με λόγια όσα είχε ζήσει. Φοβόταν ότι μπορεί και να μην την πιστέψουν, φοβόταν τα πάντα. Έφθασε η μέρα και πήγε στο δικαστήριο.
«Ήταν σαν να ξαναγύριζα στην κόλαση. Για το έγκλημα σε βάρος μου και σε βάρος εκατοντάδων άλλων γυναικών, ήθελα οι ένοχοι να πληρώσουν. Η έκβαση όμως, όπως μου είπαν, κρεμόταν από μια κλωστή. Με έβαλαν να καθίσω με τέτοιο τρόπο, ώστε να έχω απέναντί μου τον πρώην εργοδότη μου και τους φίλους του. Ήμουν μάρτυρας κατηγορίας της κυβέρνησης, αλλά όταν άρχισαν οι συνήγοροι των κατηγορουμένων να προσπαθούν να με παγιδεύσουν με διάφορα τεχνάσματα, με έκαναν να νιώθω ότι κατηγορούμενη ήμουν εγώ. Προσπάθησαν να με πείσουν ότι έγινα πόρνη με τη θέλησή μου και ότι όλα όσα έλεγα ήταν ένα ψέμα επειδή διαφώνησα στα χρήματα με τον εργοδότη μου. Στο τέλος κέρδισαν εκείνοι και έχασα εγώ. Και τότε αισθάνθηκα ότι πράγματι η κατηγορούμενη ήμουν εγώ».
- Με πιστεύεις; Εσύ με πιστεύεις; ρωτά επίμονα η Ιρίνα.
- Ναι, σε πιστεύω. Μου τα έχεις ξαναπεί.
- Τότε γιατί ο δικαστής δεν με πίστεψε; Γιατί το έκανε αυτό; Θέλω να τον ρωτήσω αν καταλαβαίνει πόσο τρομακτικά σκληρό είναι για κάποιον που τον βίασαν, που τον εκπόρνευσαν και τον ταπείνωσαν, να του λένε ότι είναι ψεύτης. Γιατί το έκανε αυτό ο δικαστής;
Πήγε βιαστικά προς την πόρτα για να φύγει, αλλά ξαναγύρισε.
- Θέλω να στείλεις ένα γράμμα στους δικαστές που αθώωσαν τους αχρείους και δεν πίστεψαν εμένα.
- Κάθισε. Κοιμήσου εδώ απόψε και αύριο μου υπαγορεύεις τι θέλεις να γράψω.
- Όχι. Έχω δουλειά. Εσύ ξέρεις τι θα του γράψεις.
Την επομένη η κ. Χριστοφίδου έγραφε σε ανοικτή επιστολή στον Τύπο:
«Κύριοι δικαστές,
Σας γράφω αυτό το γράμμα γιατί το υποσχέθηκα σε κάποιο θύμα σωματεμπορίας που δεν ζει πια. Έβαλε τέρμα στη ζωή της μετά την αθωωτική σας απόφαση. Με ποιου το δικαίωμα το κάνατε αυτό; Φοβηθήκατε μήπως; Ή μπορεί κάποιος να πιστεύει, μετά από αυτό, ότι η δικαιοσύνη είναι αδέκαστη; Παντού ισχύει το δίκαιο του ισχυροτέρου, παντού ισχύει αυτό που έλεγε ο Martin Luther King, ότι υπάρχει μια δικαιοσύνη για τους μαύρους και μια για τους άσπρους; Είμαι σίγουρη ότι δεν συνειδητοποιήσατε και ίσως να μην ξέρετε τις επιπτώσεις της αθωωτικής σας απόφασης. Είμαι σίγουρη ότι δεν θα θέλατε να παραδεχθείτε ότι η εκπόρνευση γυναικών είναι μαρτύριο για τα θύματα και έγκλημα που διαπράττουν οι σωματέμποροι και οι συνένοχοί τους, δηλαδή οι πελάτες. Είμαι σίγουρη ότι συγχύζετε την πορνεία με τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Νομίζετε όμως ότι επιτρέπεται μια τέτοια άγνοια για έναν δικαστή; Ελπίζω να μην είστε δεισιδαίμων και να μην σας φοβίζει ένα μισοκαμένο φάντασμα»…
Σκλαβοπάζαρο για 270.000 γυναίκες, η μεγάλη ντροπή της ΕΕ
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΗΕ, θύματα από 127 χώρες καθίστανται αντικείμενο εκμετάλλευσης σε 137 χώρες. Υπολογίζεται ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκδίδονται 270.000 θύματα των δικτύων διακίνησης ανθρώπων. Τα περισσότερα προέρχονται από τη Μολδαβία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη Ρωσία, τη Λευκορωσία, την Ουκρανία, τις Φιλιππίνες, την Κίνα, το Βιετνάμ, την Αλβανία. Τα 2/3 των γυναικών που διακινούνται παγκοσμίως για σκοπούς εκπόρνευσης κατάγονται από την ανατολική Ευρώπη.