Σκότωσαν το γιο τους, τον έθαψαν σε λάκκο και πήγαν για ύπνο (pics)
11:03 - 17 Οκτωβρίου 2019
Τα τελευταία χρόνια γίναμε μάρτυρες αρκετών οικογενειακών τραγωδιών, οι οποίες είχαν συγκλονίσει για μεγάλα διαστήματα την Κύπρο. Γονείς που σκότωσαν τα παιδιά τους και παιδιά που σκότωσαν τους γονείς τους, δείχνουν την τραγική πορεία που ακολουθεί η κοινωνία, τον 21ο αιώνα.
Τέτοιου είδους εγκλήματα μπορεί να υπήρξαν και στο παρελθόν, ωστόσο ήταν σπανιότερα σε σύγκριση με σήμερα.
Ένα απ’ αυτά και το οποίο θεωρείτο πρωτοφανές για την Κύπρο, διαπράχθηκε στα μέσα του 1996 και πιο συγκεκριμένα στις 7 Μαΐου.
Τότε, ο Χ.Σ. εκτέλεσε εν ψυχρώ τον 23χρονο υιό του Σ.Σ. στο σπίτι τους στη Λεμεσό, αλλά δεν έμεινε μέχρι εκεί… Στη συνέχεια με τη βοήθεια της συζύγου του και μητέρας του 23χρονου, τον έθαψε στην αυλή της οικίας, δίπλα στα πρόβατα που διατηρούσε ο θύτης.
Οι λογομαχίες που οδήγησαν στο έγκλημα
Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, το θύμα, το οποίο είχε συχνά προστριβές με την οικογένεια και τη σύζυγο του, είχε λογομαχήσει το βράδυ της 7ης Μαΐου με τους γονείς του και ιδιαίτερα με τον πατέρα του.
Μετά τη λογομαχία, ο 23χρονος τότε Σ.Σ., αφού είπε στους γονείς του «πόψε εν η τελευταία σας», αποχώρησε από το πατρικό του, στο οποίο διέμενε με τη σύζυγο και τα δύο παιδιά του, ηλικίας δύο χρόνων και έξι μηνών αντίστοιχα.
Θορυβημένοι από την απειλή, οι γονείς του 23χρονου, ειδοποίησαν τις Αρχές, οι οποίες τους είπαν, όπως ισχυρίστηκαν αργότερα, να τηλεφωνήσουν ξανά αν παραστεί ανάγκη.
Λίγο αργότερα, ο 23χρονος επέστρεψε στο σπίτι, κρατώντας ένα μπιτόνι βενζίνη και αποπειράθηκε να εισέλθει στην οικία παραβιάζοντας πόρτα του σπιτιού.
Μόλις έγινε αντιληπτός από τους γονείς του, η μητέρα του προσπάθησε να καλέσει την Αστυνομία, ωστόσο το θύμα, τους είπε ότι είχε κόψει το καλώδιο του τηλεφώνου για να μην μπορέσουν να καλέσουν τις Αρχές. Τότε, ο πατέρας του άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε το θύμα εξ’ επαφής στο στήθος.
Ο Σ.Σ., αφού σωριάστηκε στο έδαφος, άρχισε να φωνάζει «παπά, παπά, φέρτε γιατρό» και στη συνέχεια ξεψύχησε.
Ακολούθως, οι γονείς του αποφάσισαν να τον θάψουν στην αυλή του σπιτιού, σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων από τη σκηνή που διαπράχθηκε το έγκλημα.
Στη συνέχεια, απείλησαν τη σύζυγο του θύματος (νύμφη τους), που ήταν παρούσα κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, πως αν μιλούσε στην Αστυνομία θα σκότωναν και την ίδια.
Παρότι η νύμφη τους κράτησε για μια ολόκληρη εβδομάδα κλειστό το στόμα της, τελικά στις 14 Μαΐου, μετέβη στην Αστυνομία όπου και εξιστόρησε τα όσα φρικτά είδε το βράδυ της 7ης Μαΐου, να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια της.
Στο άκουσμα του ειδεχθές εγκλήματος, τα μέλη της Αστυνομίας, ενημέρωσαν τους ανώτερους τους και αμέσως εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης τόσο για τον πατέρα, όσο και για τη μητέρα, αλλά και τη σύζυγο του θύματος.
Αφού συνελήφθησαν τα τρία πρόσωπα, ο πατέρας ομολόγησε τα πάντα στην Αστυνομία και την ίδια μέρα (σ.σ. 14 Μαΐου), οδήγησε τα μέλη της δύναμης στο λάκκο, όπου τάφηκε το θύμα.
Εκεί, άρχισαν οι διαδικασίες εκταφής, ωστόσο λόγω της προχωρημένης αποσύνθεσης στην οποία βρισκόταν το θύμα, χρειάστηκε η χρήση ειδικών μασκών.
Παρόντες στο σημείο, ήταν ο πατέρας και η μητέρα του θύματος, οι οποίοι παρακολούθησαν με απάθεια τη μακάβρια διαδικασία.
Όσον αφορά τη σύζυγο του 23χρονου, αφέθηκε στη συνέχεια ελεύθερη, αφού εναντίον της δεν προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο, ενώ οι γονείς προφυλακίστηκαν για τα αδικήματα του φόνου εκ προμελέτης, της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και της συνέργειας μετά το έγκλημα.
Οι σχέσεις του θύματος δεν ήταν οι χείριστες μόνο με τους γονείς του, αλλά και με τον αδελφό και την αδελφή του, με τους οποίους είχε επίσης συνεχώς προστριβές.
Μετά τις συλλήψεις, ο 30χρονος αδελφός του θύματος επέρριψε ευθύνες για το έγκλημα στην Αστυνομία, η οποία δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του πατέρα και της μητέρα του 23χρονου.
«Εύχομαι καμιά οικογένεια να μην ζήσει όσα ζήσαμε εμείς. Ο μακαρίτης ο αδελφός μου, πάντα δημιουργούσε προβλήματα, ήταν ατίθασος, κτυπούσε τη μάνα μας, τον πατέρα μας, έμπλεξε στη φυλακή, έδερνε τη γυναίκα και τα παιδιά του. Πάντα προκαλούσε κακά και περιμέναμε πως κάποια μέρα θα έκανε ένα μεγάλο κακό, ότι κάποτε θα τους σκότωνε και τους δύο. Και τη μάνα μας και τον πατέρα μας», ανέφερε μεταξύ άλλων ο αδελφός του θύματος.
Όσον αφορά τον πατέρα του, ο 30χρονος υποστήριξε ότι «ήταν θολωμένο το μυαλό του. Ήταν λάθος που τον έθαψαν, ήταν λάθος. Οι γονείς μου υπέφεραν από τον μακαρίτη. Όλοι υποφέραμε. Η μάνα μου, ο πατέρας μου, η αδελφή μου, η σύζυγος του, όλοι μας. Ο πατέρας μου είναι χρυσός άνθρωπος. Ρωτήστε γι’ αυτόν και θα μάθετε. Το ίδιο και η μάνα μου.
Ο αδελφός είπε επίσης, ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε για το έγκλημα και δεν του κίνησε την περιέργεια το γεγονός ότι απουσίαζε ο αδελφός του για μέρες, αφού πήγαινε συχνά με φίλους του στην Αγία Νάπα και σε άλλα μέρη.
Το απόγευμα της Τρίτης 15 Μαΐου, τελέστηκε η κηδεία του θύματος από τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου και τάφηκε στο κοιμητήριο Σφαλαγγιώτισσας.
Εκείνοι που έδωσαν το παρόν τους ήταν ελάχιστοι. Τα δύο του αδέλφια, η σύζυγος του και μερικοί άλλοι συγγενείς.
Οι γονείς του, ζήτησαν από την Αστυνομία άδεια για να παραστούν στην κηδεία, ωστόσο δεν τους επετράπη για λόγους ασφαλείας, αφού είχαν απειλήσει μετά το φόνο ότι θα σκότωναν τη σύζυγο του γιου τους, εάν αποκάλυπτε το έγκλημα.
Τον Ιούλιο του 1996, μόλις δύο μήνες μετά το στυγερό έγκλημα, ο παιδοκτόνος οδηγήθηκε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού, το οποίο του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών ετών.
Στην απόφαση του, το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι «δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έχει ζήσει το δικό του Γολγοθά». Μέρος της τιμωρίας του είναι ότι στο μέλλον θα είναι υποχρεωμένος να φροντίζει τα παιδιά του γιου του».
Στο άκουσμα της ποινής, ο Χ.Σ. ήταν συντετριμμένος και συνάμα ψύχραιμος, δεχόμενος με πραότητα την απόφαση του Κακουργιοδικείου.