Σπανούλης: Ένα παιδί από την Λάρισα μέτρησε τα άστρα
12:45 - 07 Αυγούστου 2018
Ήταν 7 Αυγούστου 1982 όταν ο Βασίλης Σπανούλης είδε το πρώτο φως. 36 χρόνια, χιλιάδες ώρες προπόνησης και τόνους ιδρώτα αργότερα, ο “Kill Bill” είναι ο ηγέτης του Ολυμπιακού και ένας από τους καλύτερους παίκτες όλων των εποχών στην Ελλάδα.
Ο Βασίλης Σπανούλης ανήκει σε αυτή την σπάνια πάστα παικτών που το μόνο που τον ενδιέφερε πάντα ήταν να δουλεύει για να βελτιώνεται και να γίνεται καλύτερος. Αποτελεί τον ορισμό του επαγγελματία, έχει έναν σπάνιο μπασκετικό εγωισμό και έχει δουλέψει πολύ σκληρά για κάθε στιγμή δόξας του στο παρκέ. Τίποτα δεν ήρθε στην τύχη στην περίπτωσή του. Είχε το ταλέντο και τη πρώτη ύλη, ωστόσο φρόντισε ο ίδιος με την δουλειά του να φτάσει μέχρι εδώ που έφτασε.
Με αφορμή τα σημερινά (7/8) γενέθλια του αρχηγού του Ολυμπιακού, το Sport24.gr παρουσιάζει την πορεία του έμπειρου γκαρντ από την Λάρισα μέχρι το Μαρούσι, τον Παναθηναϊκό, το ΝΒΑ και τον Ολυμπιακό.
ΕΝΑΣ ΘΡΑΣΥΣ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑΣ
Σε αντίθεση με ό,τι πιθανόν να πιστεύει κάποιος τώρα, ο Βασίλης Σπανούλης δεν ήταν σταρ στα πρώτα του βήματα. Είχε το ταλέντο, ήταν διεθνής με τις μικρές εθνικές ομάδες, αλλά δεν ήταν σταρ. Ξεκινώντας από την Λάρισα ο αρχηγός του Ολυμπιακού άρχισε να χτίζει το όνομά του όταν ήταν μέλος της Εθνικής Εφήβων που κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο Eurobasket U18 της Κροατίας το 2000, σε μία ομάδα της οποίας οι σταρ ήταν οι Χρήστος Ταπούτος και Χάρης Μαρκόπουλος. Ο Σπανούλης ήταν ο τρίτος σκόρερ εκείνης της ομάδας. Δύο χρόνια αργότερα πάντως όλα αυτά θα άλλαζαν.
Στο Eurobasket U20 της Λιθουανίας του 2002 ο Σπανούλης είχε... ανέβει στην ιεραρχία, όντας μαζί με τον Νίκο Ζήση οι ηγέτες της Εθνικής Νέων στον δρόμο για την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου. Ο Λαρισαίος γκαρντ είχε αναβαθμιστεί, αφού πλέον είχε ανέβει επίπεδο, έχοντας πάρει μεταγραφή από την Λάρισα στο Μαρούσι το καλοκαίρι του 2001, έπειτα από μία διετία που είχε σταθερά ανοδική πορεία στην Α2, αφού την σεζόν 2000/01 είχε 8.2 πόντους, 2.2 ασίστ και 1 κλέψιμο μέσο όρο σε 23 λεπτά συμμετοχής.
ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΙΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΜΑΡΟΥΣΙ
Στο Μαρούσι ο Σπανούλης αρχικά βρισκόταν στην σκιά του Άγγελου Κορωνιού (2001/02), έχοντας χρόνο συμμετοχής. Η έλευση του Παναγιώτη Γιαννάκη όμως το καλοκαίρι του 2002 θα αποδεικνυόταν ευεργετική για τον ταλαντούχο γκαρντ με το περίσσιο θράσος και την ικανότητα στο ένας εναντίον ενός.
Η έλευση του Ρόντρικ Μπλάκνεϊ στο Μαρούσι ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί στον Λαρισαίου γκαρντ. Ο “Μου-μου” έπαιξε τον ρόλο του μέντορα στον τότε 21χρονο γκαρντ, με τους δυο τους να συνθέτουν ένα εκρηκτικό δίδυμο στις θέσεις των γκαρντ. Με αυτούς οδηγούς και τον Αντρέ Χάτσον να κυριαρχεί κάτω από τα καλάθια, το Μαρούσι έφτασε την σεζόν 2003/04 μέχρι τους Τελικούς της Α1 και στον τελικό του Fiba Europe Cup. Ήταν ξεκάθαρο ότι η ομάδα-μοντέλο που είχε φτιάξει ο Άρης Βωβός δεν θα μπορούσε να τον διατηρήσει για πολύ καιρό στις τάξεις της. τελικά κατάφερε να τον κρατήσει για άλλη μία σεζόν 2004/05) πριν ο Σπανούλης αποχωρήσει μετά την λήξη του συμβολαίου του για τον Παναθηναϊκό, όντας στο μεταξύ ήδη εν ενεργεία διεθνής με την Εθνική και μέλος της ομάδας που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Eurobasket της Σερβίας το 2005.
ME TON ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΒΑ
Στον Παναθηναϊκό του Ζέλικο Ομπράντοβιτς και της γεμάτης ταλέντο περιφέρειας των “πράσινων” που διέθετε Δημήτρη Διαμαντίδη, Γιάκα Λάκοβιτς, Νίκο Χατζηβρέττα, Βλάντο Σκεπάνοβιτς και Γιώργο Καλαϊτζή, ο Σπανούλης προσαρμόστηκε άμεσα και έγινε ένας από τους ηγέτες της ομάδας. Το πρώτο πέρασμά του από τους “πράσινους” αποδείχθηκε πάντως βραχύβιο, αφού μόλις έπειτα από έναν χρόνο αποχώρησε στο τέλος της σεζόν 2005/06 με προορισμό το ΝΒΑ και τους Houston Rockets. Λίγο νωρίτερα είχε φροντίσει να είναι εκ των ηγετών της Εθνικής στον δρόμο για την κατάκτηση του αργυρού μεταλλίου στο Μουντομπάσκετ της Ιαπωνίας το 2006, όντας καθοριστικός κόντρα στην Team USA του ΛεΜπρόν Τζέιμς στον ημιτελικό.
Στο ΝΒΑ ο Σπανούλης δεν μπόρεσε ποτέ να βρει ρόλο. Παίζοντας υπό τις οδηγίες ενός προπονητή (Σταν Βαν Γκάντι) που δεν είχε ποτέ σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους Ευρωπαίους παίκτες και έχοντας τον χαρακτηρισμό του “combo γκαρντ” δεν απέκτησε ποτέ ρόλο, έχοντας 2.7 πόντους μέσο όρο σε 8.8 λεπτά συμμετοχής, παίζοντας μόλις σε 31 αγώνες. Το καλοκαίρι του 2007 οι Rockets τον έστειλαν με ανταλλαγή στους Spurs για χάρη του Λουίς Σκόλα. Το San Antonio τον ήθελε, αλλά ο Σπανούλης δεν το συζητούσε καν: Ήθελε να επιστρέψει στην Ευρώπη. Ο Παναθηναϊκός τον περίμενε.
Το 2007 ο Σπανούλης επέστρεψε στον Παναθηναϊκό. Και ήταν σαν να μην είχε φύγει ποτέ, συνθέτοντας μία σπουδαία περιφερειακή γραμμή παρέα με τους Διαμαντίδη, Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, Σάνι Μπετσίροβιτς, Νίκο Χατζηβρέττα. Την δε σεζόν 2008/09 στην... παρέα προστέθηκε και ο Ντρου Νίκολας αντί του Μπετσίροβιτς, σε μία από τις πιο πλήρεις γραμμές γκαρντ που έχει δει το ευρωπαϊκό μπάσκετ, με τον Παναθηναϊκό να κατακτά το Πρωτάθλημα και την EuroLeague και τον Σπανούλη να αναδεικνύεται MVP του Final Four του Βερολίνου. Την σεζόν 2009/10 ο Σπανούλης εξακολουθούσε να είναι εκ των ηγετών της ομάδας στον δρόμο προς την κατάκτηση ενός ακόμα πρωταθλήματος. Το καλοκαίρι του 2010 ωστόσο πήρε τη μεγάλη απόφαση: Άλλαξε στρατόπεδο, συμφωνώντας με τον “αιώνιο” αντίπαλο, τον Ολυμπιακό.
ΗΓΕΤΗΣ ΤΩΝ “ΕΡΥΘΡΟΛΕΥΚΩΝ”
Η απόφαση του Σπανούλη τον έκανε “κόκκινο πανί” στους οπαδούς του Παναθηναϊκού και αντικείμενο λατρείας στους οπαδούς του Ολυμπιακού. Ο ίδιος τόνιζε ότι ήθελε να αλλάξει παραστάσεις. Κι αν η πρώτη του χρονιά στο λιμάνι – όταν συνυπήρξε με τους Τεόντοσιτς, Παπαλουκά και Χαλπερίν στην περιφέρεια – τον βρήκε Κυπελλούχο Ελλάδος (κι ας μην αγωνίστηκε στον τελικό με τον Παναθηναϊκό λόγω τραυματισμού), αλλά χωρίς πρωτάθλημα, τα χρόνια που θα ακολουθούσαν θα έδειχναν στον ίδιο ότι άξιζε το ρίσκο που πήρε.
Την σεζόν 2011/12 ο Ολυμπιακός αποφάσισε να διαλύσει την ομάδα του και να χτίσει από την αρχή, έχοντας ως κεντρικό άξονα τον Σπανούλη, βάζοντας στο πλευρό του σε αναβαθμισμένο ρόλο τους Παπανικολάου, Μάντζαρη, Σλούκα και Πρίντεζη. Αυτό που έμοιαζε στα μάτια πολλών ως “λευκή πετσέτα” αποδείχθηκε ό,τι καλύτερο συνέβη στην ιστορία του Ολυμπιακού, με το φινάλε της σεζόν να βρίσκει τους “ερυθρόλευκους” να κατακτούν την EuroLeague και το πρωτάθλημα έπειτα από 15 χρόνια.
Ακολούθησε ακόμα μία EuroLeague (2013), δύο ακόμα πρωταθλήματα (2015, 2016) και δύο παρουσίες σε τελικούς της EuroLeague (2015, 2017). Στη μέση όλων αυτών των επιτυχιών βρέθηκε ο Σπανούλης, ως ο MVP των Final Four των δύο ευρωπαϊκών τίτλων του Ολυμπιακού και ο απόλυτος σταρ των Τελικών του 2016 κόντρα στον Παναθηναϊκό, όταν οδήγησε τους “ερυθρόλευκους” στον τίτλο χάρη σε buzzer-beater στον τέταρτο τελικό μέσα στο ΟΑΚΑ κι ενώ νωρίτερα είχε κρίνει τόσο τον δεύτερο τελικό στο ΟΑΚΑ με δικό του σουτ, όσο και τον τρίτο τελικό με ένα σερί πόντων στο φινάλε του αγώνα.
Εν έτη 2018 ο Σπανούλης είναι πλέον 36 χρονών, αφού σήμερα (7/8) έχει γενέθλια. Δεν έχει την έκρηξη που είχε μέχρι πριν μερικά χρόνια. Τα πατήματά του δεν είναι πάντα τόσο δυνατά όσο άλλοτε. Παραμένει όμως ένας από τους καλύτερους παίκτες στην Ευρώπη, κυρίως για έναν λόγο. Τον ίδιο λόγο που έφτασε μέχρι εδώ: Δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει σκληρά για να γίνει ο καλύτερος παίκτης που μπορούσε.
Πηγή: www.sport24.gr