Δεν μπορούσε να γίνει αξιόπιστη εκτίμηση απομείωσης υπεραξίας εργασιών Ελλάδας της Λαϊκής
17:07 - 03 Μαΐου 2018
Δεν μπορούσε να γίνει αξιόπιστη εκτίμηση της απομείωσης της υπεραξίας των ελληνικών εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας λόγω του ότι δεν είχαν αποσαφηνιστεί οι όροι και τα χαρακτηριστικά του δεύτερου κουρέματος των ελληνικών ομολόγων(PSI +), είπε σήμερα ο Διευθύνων Σύμβουλος της Grant Thornton Ελλάδος Βασίλης Καζάς, κατά την αντεξέταση του από την Κατηγορούσα Αρχή στο πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης της Λαϊκής από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας.
Ο κ. Καζάς κλήθηκε να καταθέσει στην υπόθεση ως μάρτυρας υπεράσπισης του τότε Διευθύνοντα Σύμβουλου της Τράπεζας Ευθύμιου Μπουλούτα, εκ των κατηγορουμένων στην ποινική υπόθεση εναντίον υψηλόβαθμων στελεχών της Λαϊκής, στο πλαίσιο της απολογίας του κ. Μπουλούτα.
Ο κ. Καζάς εξετάστηκε χθες από το δικηγόρο του κ. Μπουλούτα αναφορικά με τον έλεγχο που διενήργησε η Grant Thornton Ελλάδος στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας για την εννιαμηνιαία περίοδο που έληξε στις 30/9/2011 και σήμερα αντεξετάστηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής.
Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, στις οικονομικές καταστάσεις της Λαϊκής Τράπεζας δεν θα ήταν δυνατόν να δημοσιευθούν οιαδήποτε στοιχεία, τα οποία ενείχαν αβεβαιότητα και θα οδηγούσαν σε μη βεβαιωμένες εκτιμήσεις, οι οποίες θα μεταβάλλονταν στο μέλλον και κατά συνέπεια θα οδηγούσαν σε λανθασμένες εκτιμήσεις του επενδυτικού κοινού.
Όπως ανέφερε, η Τράπεζα προχώρησε στη δημοσίευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων εννιάμηνου του 2011, χωρίς να έχει προχωρήσει σε κάποια απομείωση της υπεραξίας των ελληνικών εργασιών, προσθέτοντας ότι η Τράπεζα όπως και όλες οι συστημικές τράπεζες της Ελλάδος δεν προχώρησε επίσης σε απομείωση των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ελλείψει κάθε αξιόπιστης εκτίμησης της ενδεχόμενης επίδρασης του PSI+ για σκοπούς υπολογισμού της απομείωσης.
Κατά τη σημερινή αντεξέταση του από την Κατηγορούσα Αρχή, ο κ. Καζάς υποστήριξε ότι οι όροι και τα χαρακτηριστικά του PSI Plus δεν είχαν αποσαφηνιστεί με ακρίβεια και συνεπώς κανείς δεν μπορούσε να προσδιορίσει με αξιόπιστη εκτίμηση ποια θα ήταν η επίπτωση τους στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας. Ανέφερε ότι οι όροι είχαν αποσαφηνιστεί τον Φεβρουάριο του 2012.
Ο μάρτυρας είχε πει στη γραπτή του δήλωση ότι «ήταν εύλογο και αναμενόμενο η οποιαδήποτε απομείωση των ελληνικών δραστηριοτήτων της Τράπεζας, να εξαρτάται άμεσα, από την επίπτωση που θα είχε οποιαδήποτε απομείωση των ελληνικών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, συνεπεία της θέσης της Τράπεζας στα εν λόγω ομόλογα».
Επομένως, όπως είχε αναφέρει, « ήταν εύλογο να αναμένει κανείς να διαμορφωθούν εκείνα τα γεγονότα που θα επέτρεπαν τον αξιόπιστο υπολογισμό της απομείωσης των ΟΕΔ, ώστε να μπορεί σε αυτή τη βάση να διενεργήσει τον έλεγχο απομείωσης και να υπολογίσει αξιόπιστα τυχόν απομείωση της υπεραξίας».
Ο κ. Καζάς ανέφερε σήμερα, απαντώντας σε υποβολές της Κατηγορούσας Αρχής, ότι από τη στιγμή που δεν είχαν αποσαφηνιστεί οι όροι του PSI Plus δεν υπήρχε το λεγόμενο trigger event (περιστατικό ενεργοποίησης) που να δικαιολογούσε τη διενέργεια αξιόπιστης εκτίμησης της απομείωσης της υπεραξίας των ελληνικών εργασιών της Τράπεζας. «Ενδεχομένως θα υπήρχε trigger event για τις οικονομικές καταστάσεις στις 30/9/2011 αν οι όροι του PSI + είχαν αποσαφηνιστεί και μπορούσε να γίνει μια αξιόπιστη εκτίμηση…», είπε και πρόσθεσε : «Όταν δεν είναι εφικτή η αξιόπιστη εκτίμηση τότε καταφεύγουμε στους γενικούς κανόνες των διεθνών λογιστικών προτύπων» σύμφωνα με τους οποίους, όπως εξήγησε, «όταν δεν μπορούμε να κάμουμε αξιόπιστη εκτίμηση είμαστε υποχρεωμένοι να κάμουμε γνωστοποίηση στις οικονομικές καταστάσεις που δημοσιοποιούνται».
Ανέφερε ότι «η γνωστοποίηση δεν είναι λιγότερο ισχυρή από την ενσωμάτωση ενός κονδυλίου. Για τους χρήστες που έχουν την απαιτούμενη παιδεία μπορούν εύκολα να κατανοήσουν τις επιπτώσεις αυτές. Η επαγγελματική μου γνώμη είναι ότι ορθώς η Λαϊκή όπως και όλες οι ελληνικές τράπεζες επέλεξαν την εγγραφή γνωστοποίησης στις οικονομικές καταστάσεις…»
Είπε επίσης ότι οι σημειώσεις (notes) αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των οικονομικών καταστάσεων τα οποία συνοδεύουν τις καταστάσεις αυτές «και το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να κάνει ο εκπαιδευμένος χρήστης είναι να μελετήσει με πολύ μεγάλη προσοχή αυτά τα οποία αναφέρονται στα “notes”, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των οικονομικών καταστάσεων».
Ο κ. Καζάς είχε αναφέρει ότι «οποιαδήποτε προσπάθεια να διενεργήσει η Διοίκηση έλεγχο στα πλαίσια των εννιάμηνων λογαριασμών του 2011, θα ήταν επιπόλαια εκ μέρους της, καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία που να επιτρέπουν μια αξιόπιστη εκτίμηση».
Είπε επίσης ότι «εξαιτίας της πλήρους αβεβαιότητας σε σχέση με τους όρους του PSI+, αποφασίστηκε όπως καμία ελληνική τράπεζα να μην προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω (πέραν όσης έλαβαν στις 30/6/2011) απομείωση ομολόγων ελληνικού δημοσίου γνωστοποιώντας όμως υπό μορφή σημείωσης το γεγονός αυτό στις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις στις 30/9/2011. Αυτή η προσέγγιση ήταν κατά τη γνώμη μου απόλυτα σύμφωνη με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα», συμπλήρωσε.
Εξέφρασε επίσης την άποψη ότι «όταν δεν υπάρχει αξιόπιστος τρόπος υπολογισμού μιας επίδρασης, η καταγραφή σημείωσης στις οικονομικές καταστάσεις είναι ενδεδειγμένος τρόπος συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων».
Ο κ. Καζάς είπε επίσης ότι ο έλεγχος της απομείωσης της υπεραξίας ήταν απολύτως συνυφασμένος και αλληλένδετος με τον έλεγχο της απομείωσης των ελληνικών ομολόγων.
Ο μάρτυρας είπε ότι δεν ήρθε στο δικαστήριο για να πει ψέματα, όπως του είχε υποβάλει η Κατηγορούσα Αρχή, αλλά για να καταθέσει με ανεξαρτησία, αντικειμενικότητα και αξιοπιστία την επαγγελματική και τεχνοκρατική του άποψη για τα πραγματικά γεγονότα εκείνης της περιόδου στη βάση των διεθνών λογιστικών προτύπων.
Ο κ. Καζάς απέρριψε επίσης την υποβολή ότι ο σκοπός που ήρθε στο δικαστήριο είναι για να χρησιμοποιήσει την επαγγελματική του ιδιότητα με σκοπό να παραπλανήσει το δικαστήριο λόγω της στενής φιλίας που τον συνδέει με τον κ. Μπουλούτα.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Grant Thornton Ελλάδος υποστήριξε ότι η σχέση του με τον κ. Μπουλούτα είναι αυστηρώς και απολύτως επαγγελματική, επαναλαμβάνοντας ότι ήρθε να καταθέσει στο δικαστήριο την επαγγελματική του γνώμη σε ζητήματα που γνωρίζει. «Ήρθα στο δικαστήριο για να πω την αλήθεια για τα όσα γνωρίζω», κατέληξε ο μάρτυρας.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι, εκτός από τον Ευθύμιος Μπουλούτα, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μάρκος Φόρος.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας με ενδιάμεση απόφαση του στις 21/03/2018 αποφάσισε ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει καταφέρει να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων σε σχέση και με τις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζουν καλώντας τους σε απολογία.
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς, κατά παράβαση του άρθρου 19, ως εξειδικεύεται από το άρθρο 20(1)(γ), και του άρθρου 23(3)(α) και (β) και (4)(α) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Ν.116(Ι)/05, καθώς επίσης και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η δεύτερη κατηγορία αφορά το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης, κατά παράβαση του άρθρου 40(1), (3), (4) και (6) του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Ν.190(Ι)/07. Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ο κ. Καζάς κλήθηκε να καταθέσει στην υπόθεση ως μάρτυρας υπεράσπισης του τότε Διευθύνοντα Σύμβουλου της Τράπεζας Ευθύμιου Μπουλούτα, εκ των κατηγορουμένων στην ποινική υπόθεση εναντίον υψηλόβαθμων στελεχών της Λαϊκής, στο πλαίσιο της απολογίας του κ. Μπουλούτα.
Ο κ. Καζάς εξετάστηκε χθες από το δικηγόρο του κ. Μπουλούτα αναφορικά με τον έλεγχο που διενήργησε η Grant Thornton Ελλάδος στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας για την εννιαμηνιαία περίοδο που έληξε στις 30/9/2011 και σήμερα αντεξετάστηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής.
Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, στις οικονομικές καταστάσεις της Λαϊκής Τράπεζας δεν θα ήταν δυνατόν να δημοσιευθούν οιαδήποτε στοιχεία, τα οποία ενείχαν αβεβαιότητα και θα οδηγούσαν σε μη βεβαιωμένες εκτιμήσεις, οι οποίες θα μεταβάλλονταν στο μέλλον και κατά συνέπεια θα οδηγούσαν σε λανθασμένες εκτιμήσεις του επενδυτικού κοινού.
Όπως ανέφερε, η Τράπεζα προχώρησε στη δημοσίευση χρηματοοικονομικών καταστάσεων εννιάμηνου του 2011, χωρίς να έχει προχωρήσει σε κάποια απομείωση της υπεραξίας των ελληνικών εργασιών, προσθέτοντας ότι η Τράπεζα όπως και όλες οι συστημικές τράπεζες της Ελλάδος δεν προχώρησε επίσης σε απομείωση των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ελλείψει κάθε αξιόπιστης εκτίμησης της ενδεχόμενης επίδρασης του PSI+ για σκοπούς υπολογισμού της απομείωσης.
Κατά τη σημερινή αντεξέταση του από την Κατηγορούσα Αρχή, ο κ. Καζάς υποστήριξε ότι οι όροι και τα χαρακτηριστικά του PSI Plus δεν είχαν αποσαφηνιστεί με ακρίβεια και συνεπώς κανείς δεν μπορούσε να προσδιορίσει με αξιόπιστη εκτίμηση ποια θα ήταν η επίπτωση τους στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας. Ανέφερε ότι οι όροι είχαν αποσαφηνιστεί τον Φεβρουάριο του 2012.
Ο μάρτυρας είχε πει στη γραπτή του δήλωση ότι «ήταν εύλογο και αναμενόμενο η οποιαδήποτε απομείωση των ελληνικών δραστηριοτήτων της Τράπεζας, να εξαρτάται άμεσα, από την επίπτωση που θα είχε οποιαδήποτε απομείωση των ελληνικών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, συνεπεία της θέσης της Τράπεζας στα εν λόγω ομόλογα».
Επομένως, όπως είχε αναφέρει, « ήταν εύλογο να αναμένει κανείς να διαμορφωθούν εκείνα τα γεγονότα που θα επέτρεπαν τον αξιόπιστο υπολογισμό της απομείωσης των ΟΕΔ, ώστε να μπορεί σε αυτή τη βάση να διενεργήσει τον έλεγχο απομείωσης και να υπολογίσει αξιόπιστα τυχόν απομείωση της υπεραξίας».
Ο κ. Καζάς ανέφερε σήμερα, απαντώντας σε υποβολές της Κατηγορούσας Αρχής, ότι από τη στιγμή που δεν είχαν αποσαφηνιστεί οι όροι του PSI Plus δεν υπήρχε το λεγόμενο trigger event (περιστατικό ενεργοποίησης) που να δικαιολογούσε τη διενέργεια αξιόπιστης εκτίμησης της απομείωσης της υπεραξίας των ελληνικών εργασιών της Τράπεζας. «Ενδεχομένως θα υπήρχε trigger event για τις οικονομικές καταστάσεις στις 30/9/2011 αν οι όροι του PSI + είχαν αποσαφηνιστεί και μπορούσε να γίνει μια αξιόπιστη εκτίμηση…», είπε και πρόσθεσε : «Όταν δεν είναι εφικτή η αξιόπιστη εκτίμηση τότε καταφεύγουμε στους γενικούς κανόνες των διεθνών λογιστικών προτύπων» σύμφωνα με τους οποίους, όπως εξήγησε, «όταν δεν μπορούμε να κάμουμε αξιόπιστη εκτίμηση είμαστε υποχρεωμένοι να κάμουμε γνωστοποίηση στις οικονομικές καταστάσεις που δημοσιοποιούνται».
Ανέφερε ότι «η γνωστοποίηση δεν είναι λιγότερο ισχυρή από την ενσωμάτωση ενός κονδυλίου. Για τους χρήστες που έχουν την απαιτούμενη παιδεία μπορούν εύκολα να κατανοήσουν τις επιπτώσεις αυτές. Η επαγγελματική μου γνώμη είναι ότι ορθώς η Λαϊκή όπως και όλες οι ελληνικές τράπεζες επέλεξαν την εγγραφή γνωστοποίησης στις οικονομικές καταστάσεις…»
Είπε επίσης ότι οι σημειώσεις (notes) αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των οικονομικών καταστάσεων τα οποία συνοδεύουν τις καταστάσεις αυτές «και το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να κάνει ο εκπαιδευμένος χρήστης είναι να μελετήσει με πολύ μεγάλη προσοχή αυτά τα οποία αναφέρονται στα “notes”, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των οικονομικών καταστάσεων».
Ο κ. Καζάς είχε αναφέρει ότι «οποιαδήποτε προσπάθεια να διενεργήσει η Διοίκηση έλεγχο στα πλαίσια των εννιάμηνων λογαριασμών του 2011, θα ήταν επιπόλαια εκ μέρους της, καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία που να επιτρέπουν μια αξιόπιστη εκτίμηση».
Είπε επίσης ότι «εξαιτίας της πλήρους αβεβαιότητας σε σχέση με τους όρους του PSI+, αποφασίστηκε όπως καμία ελληνική τράπεζα να μην προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω (πέραν όσης έλαβαν στις 30/6/2011) απομείωση ομολόγων ελληνικού δημοσίου γνωστοποιώντας όμως υπό μορφή σημείωσης το γεγονός αυτό στις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις στις 30/9/2011. Αυτή η προσέγγιση ήταν κατά τη γνώμη μου απόλυτα σύμφωνη με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα», συμπλήρωσε.
Εξέφρασε επίσης την άποψη ότι «όταν δεν υπάρχει αξιόπιστος τρόπος υπολογισμού μιας επίδρασης, η καταγραφή σημείωσης στις οικονομικές καταστάσεις είναι ενδεδειγμένος τρόπος συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων».
Ο κ. Καζάς είπε επίσης ότι ο έλεγχος της απομείωσης της υπεραξίας ήταν απολύτως συνυφασμένος και αλληλένδετος με τον έλεγχο της απομείωσης των ελληνικών ομολόγων.
Ο μάρτυρας είπε ότι δεν ήρθε στο δικαστήριο για να πει ψέματα, όπως του είχε υποβάλει η Κατηγορούσα Αρχή, αλλά για να καταθέσει με ανεξαρτησία, αντικειμενικότητα και αξιοπιστία την επαγγελματική και τεχνοκρατική του άποψη για τα πραγματικά γεγονότα εκείνης της περιόδου στη βάση των διεθνών λογιστικών προτύπων.
Ο κ. Καζάς απέρριψε επίσης την υποβολή ότι ο σκοπός που ήρθε στο δικαστήριο είναι για να χρησιμοποιήσει την επαγγελματική του ιδιότητα με σκοπό να παραπλανήσει το δικαστήριο λόγω της στενής φιλίας που τον συνδέει με τον κ. Μπουλούτα.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Grant Thornton Ελλάδος υποστήριξε ότι η σχέση του με τον κ. Μπουλούτα είναι αυστηρώς και απολύτως επαγγελματική, επαναλαμβάνοντας ότι ήρθε να καταθέσει στο δικαστήριο την επαγγελματική του γνώμη σε ζητήματα που γνωρίζει. «Ήρθα στο δικαστήριο για να πω την αλήθεια για τα όσα γνωρίζω», κατέληξε ο μάρτυρας.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι, εκτός από τον Ευθύμιος Μπουλούτα, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μάρκος Φόρος.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας με ενδιάμεση απόφαση του στις 21/03/2018 αποφάσισε ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει καταφέρει να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων σε σχέση και με τις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζουν καλώντας τους σε απολογία.
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς, κατά παράβαση του άρθρου 19, ως εξειδικεύεται από το άρθρο 20(1)(γ), και του άρθρου 23(3)(α) και (β) και (4)(α) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Ν.116(Ι)/05, καθώς επίσης και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η δεύτερη κατηγορία αφορά το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης, κατά παράβαση του άρθρου 40(1), (3), (4) και (6) του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Ν.190(Ι)/07. Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
ΚΥΠΕ