1η Μαΐου, οι μάχες των εργατών σε όλο τον κόσμο για το «οκτάωρο»

Ετήσια γιορτή, με παγκόσμιο χαρακτήρα των ανθρώπων της μισθωτής εργασίας. Με συγκεντρώσεις και πορείες, η εργατική τάξη βρίσκει την ευκαιρία να προβάλει τα κοινωνικά και οικονομικά της επιτεύγματα και να καθορίσει το διεκδικητικό της πλαίσιο για το μέλλον. Η Πρωτομαγιά είναι απεργία και όχι αργία, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές χώρες του κόσμου.

Η Πρωτομαγιά, ως εργατική γιορτή, καθιερώθηκε στις 20 Ιουλίου 1889, κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού συνεδρίου της Δεύτερης Διεθνούς (Σοσιαλιστικής Διεθνούς) στο Παρίσι, σε ανάμνηση του ξεσηκωμού των εργατών του Σικάγου την 1η Μαΐου 1886, που διεκδικούσαν το οκτάωρο και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Κατέληξε σε αιματοχυσία λίγες μέρες αργότερα, με την επέμβαση της αστυνομίας και των μπράβων της εργοδοσίας.
 
Τα γεγονότα του Σικάγου
 
Τα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ αποφάσισαν την έναρξη απεργιακών κινητοποιήσεων την 1η Μαΐου 1886 για το οκτάωρο, ωθούμενα από τις επιτυχημένες διεκδικήσεις των καναδών συντρόφων τους. Την περίοδο εκείνη το κανονιστικό πλαίσιο εργασίας στις ΗΠΑ ήταν σχεδόν ανύπαρκτο και οι εργοδότες μπορούσαν να απασχολούν το προσωπικό τους κατά το δοκούν, ακόμη και τις Κυριακές.

Στην απεργία πήραν μέρος περίπου 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια των ΗΠΑ. Την Πρωτομαγιά του 1886 έγινε στο Σικάγο η πιο μαχητική πορεία, με τη συμμετοχή 90.000 ανθρώπων. Στην κεφαλή της πορείας ήταν ο αναρχοσυνδικαλιστής Άλμπερτ Πάρσονς, η γυναίκα του Λούσι και τα επτά παιδιά τους.

Το πρώτο αίμα χύθηκε δύο ημέρες αργότερα έξω από το εργοστάσιο ΜακΚόρμικ στο Σικάγο. Απεργοσπάστες προσπάθησαν να διασπάσουν τον απεργιακό κλοιό και ακολούθησε συμπλοκή. Η Αστυνομία και οι μπράβοι της επιχείρησης επενέβησαν δυναμικά. Σκότωσαν τέσσερις απεργούς και τραυμάτισε πολλούς, προκαλώντας οργή στην εργατική τάξη της πόλης.
 
Την επομένη αποφασίστηκε συλλαλητήριο καταδίκης της αστυνομικής βίας στην Πλατεία Χεϊμάρκετ, με πρωτοστατούντες τους αναρχικούς. Η συγκέντρωση ήταν πολυπληθής και ειρηνική. Το κακό, όμως, δεν άργησε να γίνει. Οι αστυνομικές δυνάμεις πήραν εντολή να διαλύσουν δια της βίας τη συγκέντρωση και τότε από το πλήθος των απωθούμενων διαδηλωτών ρίφθηκε μια χειροβομβίδα προς το μέρος τους, η οποία εξερράγη, σκοτώνοντας έναν αστυνομικό και τραυματίζοντας δεκάδες. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά βούληση κατά των συγκεντρωμένων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές και να τραυματιστεί απροσδιόριστος αριθμός, ενώ έξι αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους από πυρά (φίλια ή των διαδηλωτών παραμένει ανεξακρίβωτο), ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε επτά.

Για τη βομβιστική επίθεση, που προκάλεσε τον θάνατο του αστυνομικού, κατηγορήθηκαν οι αναρχοσυνδικαλιστές Άουγκουστ Σπις, Γκέοργκ Έγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς, που ήταν από τους οργανωτές της διαδήλωσης. Όλοι, εκτός του Πάρσονς και του Φίλντεν, ήταν γερμανοί μετανάστες. Η δίκη των οκτώ ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου 1886. Ο εισαγγελέας Τζούλιους Γκρίνελ ζήτησε τη θανατική ποινή και για τους οκτώ κατηγορουμένους, χωρίς να προσκομίσει κανένα στοιχείο που να τους συνδέει με τη βομβιστική επίθεση. Απλώς, είπε ότι οι κατηγορούμενοι ενθάρρυναν με τους λόγους τους τον άγνωστο βομβιστή να πραγματοποιήσει την αποτρόπαια πράξη του, γι' αυτό κρίνονται ένοχοι συνωμοσίας.

Από την πλευρά της, η υπεράσπιση έκανε λόγο για προβοκάτσια και συνέδεσε τη βομβιστική επίθεση με το διαβόητο πρακτορείο ντετέκτιβ «Πίνκερτον», που συχνά χρησιμοποιούσαν οι εργοδότες ως απεργοσπαστικό μηχανισμό. Οι ένορκοι εξέδωσαν την ετυμηγορία τους στις 20 Αυγούστου 1886 κι έκριναν ενόχους και τους οκτώ κατηγορούμενους. Οι Σπις, Έγκελ, Φίσερ, Λινγκ, Σβαμπ, Φίλντεν και Πάρσονς καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ο Νίμπι σε κάθειρξη 15 ετών. Μετά την εξάντληση και του τελευταίου ενδίκου μέσου, ο κυβερνήτης της Πολιτείας του Ιλινόις, Ρίτσαρντ Όγκλεσμπι, μετέτρεψε σε ισόβια τις θανατικές ποινές των Σβαμπ και Φίλντεν, ενώ ο Λιγκ αυτοκτόνησε στο κελί του. Έτσι, στις 11 Νοεμβρίου 1887 οι Σπις, Πάρσονς, Φίσερ και Έγκελ οδηγήθηκαν στην αγχόνη, τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα».

Η δίκη των οκτώ θεωρείται από διαπρεπείς αμερικανούς νομικούς ως μία από τις σοβαρότερες υποθέσεις κακοδικίας στην ιστορία των ΗΠΑ.
 Στις 26 Ιουνίου 1893 ο κυβερνήτης του Ιλινόις, Τζον Πίτερ Άλτγκελντ παραδέχθηκε ότι και οι οκτώ καταδικασθέντες ήταν αθώοι και κατηγόρησε τις αρχές του Σικάγου ότι άφησαν ανεξέλεγκτους τους ανθρώπους του «Πίνκερτον». Ως μια ύστατη πράξη δικαίωσης έδωσε χάρη στους φυλακισμένους Φίλντεν, Νίμπε και Σβαμπ. Αυτό ήταν και το πολιτικό του τέλος. Αργότερα, ο επικεφαλής της αστυνομίας του Σικάγου, που έδωσε την εντολή για τη διάλυση της συγκέντρωσης, καταδικάσθηκε για διαφθορά. Μέχρι σήμερα παραμένει ανεξακρίβωτο ποιος ήταν ο δράστης της βομβιστικής επίθεσης.
 
Η Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα
Στη χώρα μας, ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς έγινε το 1893, στην Αθήνα, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη. Η 1η Μαΐου ήταν Σάββατο και εργάσιμη. Έτσι, επελέγη η Κυριακή 2 Μαΐου, για να έχει η γιορτή μαζικό χαρακτήρα.

Σύμφωνα με την εφημερίδα «Σοσιαλιστής», που εξέδιδε ο Καλλέργης, στις 5 το απόγευμα της Κυριακής συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο πάνω από 2.000 σοσιαλιστές και εργαζόμενοι. Η «Εφημερίς» τους υπολόγισε μόνο σε 200 και σημείωνε σε άρθρο της: «Οι πλείστοι εξ αυτών ήσαν εργάται, ευπρεπώς κατά το πλείστον ενδεδυμένοι, με ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης, και πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Αυτοί είναι οι πρώτοι σοσιαλισταί εν Ελλάδι, και συνήλθον χθες εις το πρώτον αυτών εν Αθήναις συλλαλητήριον».
 
Οι συγκεντρωμένοι ενέκριναν ψήφισμα το οποίο είχε ως εξής:
«Συνελθόντες σήμερον την 2 Μαΐου, ημέραν Κυριακήν και ώραν 5 μ.μ. εν τω Αρχαίω Σταδίω, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» και υπό μισθόν πάσχοντες εψηφίσαμεν:
Α) Την Κυριακήν να κλείωσι τα καταστήματα, καθ' όλην την ημέραν, και οι πολίται ν' αναπαύωνται.
Β) Οι εργάται να εργάζωνται 8 ώρας την ημέραν.
Γ) Ν' απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.
Δ) Το συμβούλιον του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» να επιδώση το ψήφισμα εις την Βουλήν.»
 
Το ψήφισμα επεδόθη, τελικά, στον Πρόεδρο της Βουλής την 1η Δεκεμβρίου 1893 από τον Σταύρο Καλλέργη. Ο πρωτοπόρος σοσιαλιστής ανήλθε στη συνέχεια στο δημοσιογραφικό θεωρείο και περίμενε με ανυπομονησία από τον Πρόεδρο της Βουλής να το εκφωνήσει. Αυτός κωλυσιεργούσε και «ησχολείτο εις την ανάγνωσιν ετέρων αναφορών προερχομένων εκ διαφόρων προσώπων και πραγματευομένων κατά το μάλλον και ήττον περί ανέμων και υδάτων», όπως έγραψε στον «Σοσιαλιστή».
 
Ο Καλλέργης διαμαρτυρήθηκε μεγαλοφώνως και με εντολή του Προέδρου συνελήφθη για διατάραξη της συνεδρίασης. Οι στρατιώτες της φρουράς, αφού τον κτύπησαν με τα κοντάκια των όπλων τους, τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα, όπου παρέμεινε επί διήμερο. Στις 9 Δεκεμβρίου 1983 δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ημερών, τις οποίες εξέτισε στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα. Με τον περιπετειώδη αυτό τρόπο έληξε και τυπικά ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα.
 
Οι πρώτοι αγώνες για συνδικαλισμό  στην Κύπρο
 
Αιματηροί ήταν και οι αγώνες των Κύπριων εργατών, στο δρόμο για την κατάκτηση δικαιωμάτων όπως η οκτάωρη εργασία και ο συνδικαλισμός. Αγώνες, οι οποίοι άρχισαν επί Αγγλοκρατίας στην Κύπρο, με την εμφάνιση των κουμουνιστών από το 1920, ενισχύθηκαν μέσα στη δεκαετία του 30’  και κορυφώθηκαν με τις αιματηρές απεργιακές κινητοποιήσεις των μεταλλωρύχων το 1948.
 
Αναλυτικότερα, τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οι συνθήκες εργασίας ήταν άθλιες και υπήρχε υπερ-εκμετάλλευση των εργατών από τα αφεντικά, που προσπαθούσαν να συσσωρεύσουν κεφάλαιο για να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους. Ο ιστορικός Ρολάνδος Κατσιαούνης αναφέρει σχετικά: “Οι ώρες απασχόλησης ήταν γενικά από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, ενώ σε επαγγέλματα όπως τα ραφεία και τα υποδηματοποιεία η εργασία συνεχιζόταν το βράδυ με το φως της λάμπας. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις τα ημερομίσθια δεν αρκούσαν για να ζει μια οικογένεια πάνω από το όριο της φτώχειας. Ακόμα πιο καταπιεστική ήταν η εκδήλωση αυτής της ανισότητας στον τρόπο μεταχείρισης των εργαζομένων, ώστε να υπογραμμίζεται η ανωτερότητα της εργοδοσίας, μπροστά στην οποία κάθε σκέψη αντίστασης ήταν αφύσικη και αδιανόητη.”
 
Τη δεκαετία του 1920 εμφανίστηκαν στην Κύπρο οι πρώτοι διανοούμενοι κομμουνιστές, οι οποίοι, επηρεασμένοι από τη μαρξιστική κοσμοαντίληψη, θεωρούσαν εξαιρετικά σημαντική την αφύπνιση και την οργάνωση της εργατικής τάξης ενάντια στο κεφάλαιο, για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Το 1922 ιδρύθηκε το Εργατικό Κόμμα, που σύντομα μετεξελίχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (1926). Μέχρι το τέλος του 1924 είχαν συγκροτηθεί οι εργατικές συντεχνίες πάνω σε ενιαία βάση και ενιαίο καταστατικό, με την κοινή ονομασία “σωματείο”. Τα καταστατικά τους προνοούσαν την υλική βελτίωση της ζωής των μελών τους και την πνευματική τους καλλιέργεια. Προέβλεπαν επίσης τη μείωση των ωρών δουλειάς πάνω σε οκτάωρη βάση, την αύξηση των μεροκάματων και τη ψήφιση εργατικής νομοθεσίας. Αυτό θα γινόταν εφικτό, όπως αναφερόταν, με την πάλη των τάξεων.
 
Εννοείται πως η απόπειρα αυτή των εργατών να οργανωθούν σε συντεχνίες, προκάλεσε την οργή της εργοδοτικής τάξης. Έτσι κατά τη διάρκεια των διαφόρων εργατικών κινητοποιήσεων, η εργοδοσία σε συνεργασία με τις Αρχές προχωρούσαν στην καταστολή και στη σύλληψη των πρωτεργατών. Η πολεμική ενάντια στο νεαρό συνδικαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα της εποχής υπήρξε έντονη και πολλές φορές βίαιη.
 
Μέχρι τη δεκαετία του 1930 το φαινόμενο της αυθόρμητης απεργίας είχε καταστεί η βασική μορφή αγώνα των εργατών. Σημαντικές απεργίες σημειώθηκαν το 1923 και το 1925 στα μεταλλεία της ΚΜΕ (Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία αμερικανικών συμφερόντων) για τις συνθήκες εργασίας. Στον Αμίαντο το 1927 οι εργάτες αξίωσαν και πέτυχαν τη μείωση των ωρών εργασίας τους από δέκα σε εννιά τη μέρα. Η μεγαλύτερη απεργία έγινε στον Αμίαντο το 1929 με τη συμμετοχή 5000-6000 εργατών, που πραγματοποίησαν διαδήλωση στα γραφεία της εταιρείας με αίτημα την αύξηση των μεροκάματων και την ελευθερία τους να αγοράζουν το ψωμί τους από όπου ήθελαν και όχι από τους φούρνους της εταιρείας, που ήταν ακριβό. Η απεργία αυτή εξελίχθηκε σε εξέγερση και καταστάληκε από την αποικιακή αστυνομία. Πολλοί εργάτες φυλακίστηκαν, άλλοι πλήρωσαν πρόστιμα και 24 εξορίστηκαν από την περιοχή του μεταλλείου και του χωριού που θεωρούνταν ιδιωτική περιοχή της εταιρείας.
 
Η …επίσημη πρωτομαγιά στην Κύπρο
 
Το 1925 οι εργάτες της Κύπρου προχώρησαν στη δημιουργία Εργατικού Κέντρου στη Λεμεσό. Εκεί θα συστεγάζονταν οι συντεχνίες, ώστε να συντονίζεται η δράση τους. Επηρεασμένοι μάλλον από το διεθνές εργατικό επαναστατικό κίνημα υιοθέτησαν και το σφυρί ως το σύμβολό τους. Στο χώρο εκείνο γίνονταν παράλληλα διαλέξεις τις Κυριακές, αθλητικές δραστηριότητες, πεζοπορίες, θέατρο, ενώ παράλληλα λειτουργούσε και σχολείο με μαθήματα ανάγνωσης, γραφής, αριθμητικής και Αγγλικών. Από τότε ξεκινά να γιορτάζεται και η Πρωτομαγιά στην Κύπρο.
 
Συντεχνίες μετ’ εμποδίων τη δεκαετία 1930-1940
 
Το οργανωμένο εργατικό κίνημα επιχειρεί διεκδικήσεις τη δεκαετία του 1930 -1940, με την ίδρυση των πρώτων εργατικών συνδικάτων, στη βάση νόμου που είχε θεσπίσει η αποικιακή κυβέρνηση.
 
Με αυτό, βεβαίως, τον τρόπο η αποικιακή κυβέρνηση στόχευε στο να αντικρούσει ένα βασικό επιχείρημα των κομμουνιστών ότι η κυβέρνηση δεν λαμβάνει υπόψη της τα συμφέροντα των εργατών. Παρ’ όλα αυτά, η νομοθεσία είχε πολλά προσκόμματα σε όσους επιχειρούσαν να εγγράψουν συντεχνίες. Αναλυτικότερα, ο Έφορος Συντεχνιών διατηρούσε το δικαίωμα άρνησης εγγραφής συντεχνιών χωρίς αιτιολόγηση, αποκλεισμού εργατών λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων, απαγόρευσης οργανωτικών συνελεύσεων εργαζομένων εκτός εάν αυτές περιορίζονταν αυστηρά στο μοναδικό θέμα έγκρισης του καταστατικού της συντεχνίας και παρουσίας της αστυνομίας σε συνελεύσεις, αν το θεωρούσε αναγκαίο.
 
Έτσι από το 1932 ως το 1938 μόνο πέντε συντεχνίες είχαν εγγραφεί. Την ίδια ώρα, οι αποικιακές Αρχές είχαν φροντίσει να καταστήσουν δια νόμου τη γενική απεργία παράνομη.
 
Παράλληλα, συνεχίζονταν οι απεργιακές κινητοποιήσεις από μερίδα εργαζομένων. Το 1933 οι οικοδόμοι και οι εργάτες οικοδομών απέργησαν ζητώντας ελάττωση των ωρών δουλειάς και αύξηση του μεροκάματου.
Συγκρούστηκαν με την αποικιακή αστυνομία και υπήρξαν τραυματισμοί και συλλήψεις. Το 1935 οι οργανωμένοι σε αναγνωρισμένη συντεχνία υποδηματοποιοί απέργησαν με αιτήματα 30% αύξηση, δεκάωρη μέρα και αναγνώριση από τους εργοδότες. Ήταν η πρώτη φορά που νομικά αναγνωρισμένη συντεχνία κινητοποιούσε εργάτες. Η απεργία αυτή κατέληξε σε συμβιβασμό.
 
Ακολούθησαν οι μεταλλωρύχοι σε δυο μεταλλεία της ΚΜΕ το 1936. Η εν λόγω απεργία διήρκησε δυο μέρες και «έσπασε» λόγω της επέμβασης του στρατού. Το 1937 απέργησαν οι οικοδόμοι του Βαρωσιού με αιτήματα αύξησης μεροκάματου, εννιάωρη δουλειά και αναγνώριση της συντεχνίας. Οι απεργοί συγκρούστηκαν με την αστυνομία και τους συνεργάτες της. Το 1938 σημειώθηκαν τέσσερις απεργίες, οι τρεις εξ αυτών από εργάτριες.
 
Δυναμικά με κατακτήσεις στη νέα δεκαετία
 
Το 1939 υπήρξε σημαντική χρονιά για το συνδικαλιστικό κίνημα. Ήταν η χρονιά που εγγράφηκαν 32 καινούργιες συντεχνίες, ενώ συμφωνήθηκε και η πρώτη συλλογική σύμβαση που κατοχύρωνε ουσιαστικά πλέον το θεσμό της συντεχνίας και το οχτάωρο στις οικοδομές. Μέχρι και το 1941, το οχτάωρο είχε πλέον εφαρμοστεί  σε καθολική και παγκύπρια βάση.
 
Υπό το βάρος της πίεσης των μαζικών εργατικών εξεγέρσεων, η βρετανική αποικιακή κυβέρνηση αναγκάζεται να δείξει ουσιαστικό ενδιαφέρον για τις συνθήκες εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις στην Κύπρο.
 
Το 1940 φτάνει στην Κύπρο εργατικός σύμβουλος της βρετανική κυβέρνησης και ετοιμάζει μια έκθεση με θέμα τα εργατικά προβλήματα στο νησί. Στη βάση αυτής της έκθεσης ακολούθησε η ίδρυση του Τμήματος Εργασίας (που μετέπειτα εξελίχτηκε  στο Υπουργείο Εργασίας). Διορίστηκε ένας Διοικητής Εργασίας, δυο γραφείς, δυο Επιθεωρητές Εργασίας, ένας Έφορος Συντεχνιών, ένας κλητήρας και ένας Σύνδεσμος με το Στρατό για την απασχόληση των πολιτών.
 
Το ξέσπασμα του β’ παγκοσμίου πολέμου προκάλεσε τεράστιο κύμα ανεργίας στην Κύπρο. Σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών και τη χρεωκοπία πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, το κλείσιμο των περισσοτέρων μεταλλείων της Κύπρου οδήγησε πολλούς εργαζόμενους στην πείνα. Σε αυτό το κλίμα, το εργατικό κίνημα απαίτησε ανακουφιστικά μέτρα από την αποικιοκρατική κυβέρνηση, με διαδηλώσεις που αντιμετωπίζονταν με αστυνομική βία και συλλήψεις, απεργίες και άλλες διαδηλώσεις. Συνολικά την περίοδο 1940-41 πραγματοποιήθηκαν 47 απεργίες με συμμετοχή 3000 εργατών. Το 1940 ξεκίνησε επίσης απεργία στα Δημόσια Έργα, τα οποία είχαν αυξηθεί σημαντικά εξαιτίας των στρατιωτικών αναγκών που προέκυψαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις.
 
Η ραγδαία αύξηση των στρατιωτικών και δημοσίων έργων κατά τη διάρκεια του πολέμου έδωσε καινούργια πνοή στην κυπριακή εργατική τάξη δίνοντάς της την ευκαιρία να διεξάγει νέους σημαντικούς αγώνες για μισθολογικές αυξήσεις και εργασιακά δικαιώματα. Οι απεργίες πέτυχαν κάποιες άμεσες μισθολογικές αυξήσεις, με την αποικιοκρατική κυβέρνηση να προχωρεί σε επιχορηγήσεις επί τιμών βασικών προϊόντων και σε διορισμό επιτροπής τιμαρίθμου. Το Μάη του 1943 η Παγκύπρια Συντεχνιακή Επιτροπή (ΠΣΕ) κατέθεσε αναλυτική έκθεση στην επιτροπή τιμαρίθμου της κυβέρνησης με συγκεκριμένες προτάσεις και τον Οκτώβρη του 1943 προχώρησε σε παν-απεργία για να ασκήσει πίεση πάνω στην κυβέρνηση. Η απεργία επηρέασε περισσότερους από 20 000 εργάτες.
 
Η κατάκτηση της ΑΤΑ
 
Το Φεβρουάριο του 1944 η ΠΣΕ κατέθεσε αιτήματα αυξήσεων στη βάση του τιμάριθμου, τα οποία ωστόσο απορρίφθηκαν από την κυβέρνηση. Με προκήρυξή στις 8/2/1944, η ΠΣΕ καλεί την εργατική τάξη και το λαό σε συστράτευση. “Εμπρός λοιπόν για την τρίτη φάση του αγώνα που θα μας δώσει την πλήρη προσαρμογή των μεροκάματων στον τιμάριθμο και την άμεση εφαρμογή των εισηγήσεων μας για την λύση του επισιτιστικού προβλήματος... Σύνθημα μας λοιπόν ας είναι αυτές τις μέρες ένα και μόνον. Εμπρός για την εξασφάλιση του ψωμιού μας, των παιδιών μας, του ψωμιού των παιδιών και της γυναίκας του στρατιώτη. Ζήτω ο αγώνας του λαού.” Η απεργία της 1ης Μαρτίου 1944 που ακολούθησε, διήρκησε 24 μέρες και υπήρξε η πιο σημαντική μάχη του κυπριακού εργατικού κινήματος. Ξεκίνησε από τους εργάτες στα δημόσια έργα, αλλά σύντομα δημιουργήθηκε κίνημα αλληλεγγύης σε παγκύπρια βάση. Η απεργία έληξε με την κατάκτηση της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ).
 
Οι μεγάλες απεργίες μεταλλωρύχων και οικοδόμων το 1948
 
Την ίδια περίοδο, οι συνθήκες εργασίας στα μεταλλεία παρέμεναν πολύ άσχημες, ενώ τα μεροκάματα ήταν χαμηλά. Όταν το 1947 οι εργάτες απείχαν από την εργασία τους για να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά, η εταιρεία σε αντίποινα έκλεισε το μεταλλείο για τρείς μέρες. Οι μεταλλωρύχοι έμεναν σε μικροσκοπικά δωμάτια της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας στη Σκουριώτισσα – Μαυροβούνι – Ξερό στρυμωγμένοι με τις οικογένειές τους. Η απεργία ξεκίνησε λόγω της απόρριψης των αιτημάτων των συνεργαζόμενων συντεχνιών ΠΕΟ και  ΚΤΙΒΚ από την εργοδοσία. Τα αιτήματα τους αφορούσαν ωράριο, αυξήσεις μισθών, όρους εργολαβιών, υπερωρίες, αργίες, ιατρική περίθαλψη. Στις 18 Ιανουαρίου 1948, ομόφωνα οι μεταλλωρύχοι αποφάσισαν να μετατρέψουν την προειδοποιητική απεργία τους, που έληγε στις 19 του μήνα, σε απεργία διαρκείας.
 
Οι απεργοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με απεργοσπάστες και αστυνομία, ξυλοκοπήθηκαν και έδωσαν σκληρή μάχη για διατήρηση του αγώνα τους. Σε όλο αυτό το χάος ερχόταν να προστεθεί και η έντονη πολεμική μεταξύ των δύο συντεχνιών ΣΕΚ και ΠΕΟ. Στις 6 του Μάρτη κηρύχτηκε νέα παν-απεργία των μεταλλωρύχων, με το συγκρουσιακό σκηνικό να συνεχίζεται αμείωτο. Ξύλο, πυροβολισμοί και αντιπαραθέσεις ήταν στη πρώτη γραμμή.
 
Οι κινητοποιήσεις των μεταλλωρύχων εξελίχθηκαν σε μια σύγκρουση Αριστεράς και Δεξιάς. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' με εγκύκλιο του στις 20/3/1948 καλεί το λαό να τερματίσει την απεργία του. Ωστόσο οι εκκλήσεις του αγνοούνται  από τους απεργούς που συνεχίζουν τον αγώνα τους. Στις 20 του Απρίλη έφτασε στην Κύπρο ο Αμερικανός διευθυντής της ΚΜΕ και άρχισε αμέσως διαπραγματεύσεις με τους απεργούς, στις οποίες ενεπλάκη και η αποικιακή κυβέρνηση. Η τετράμηνη απεργία στην ΚΜΕ έληξε με τελική συμφωνία στις 16 Μαΐου 1948. Λίγο καιρό μετά, η ΚΜΕ φοβούμενη νέες εξεγέρσεις, ικανοποίησε σχεδόν όλα τα αιτήματα που είχαν υποβληθεί.
 
Τέσσερις μήνες εξάλλου κράτησε και η απεργία των οικοδόμων που κηρύχθηκε από τη ΣΕΚ στις 26 Αυγούστου και τερματίστηκε στις 18 του Δεκέμβρη του 1948. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η αντιπαράθεση μεταξύ ΣΕΚ και ΠΕΟ.
 
Πάντως, παρά τις διαφορετικές πολιτικό-ϊδεολογικές προσεγγίσεις και την πολεμική μεταξύ των δύο συντεχνιών, το 1948 θεωρείται χρονιά σταθμός στην κοινωνική και πολιτική ιστορία της Κύπρου.
Η ταξική και πολιτική σύγκρουση κατέληξε σε κάποιου είδους κοινωνικό συμβιβασμό, καθώς είχε γίνει πλέον ξεκάθαρο ότι ήταν αδύνατο να κυριαρχήσει μια από τις δυο παρατάξεις πάνω στην άλλη. Έτσι σταδιακά άρχισε να γίνεται αποδεχτό ότι η συνέχιση της πόλωσης και της αντιπαράθεσης μόνο ζημιά προκαλούσε. Λίγα χρόνια αργότερα, στα πλαίσια και της γραμμής της εθνικοαπελευθερωτικής ενότητας, οι δύο βασικές συνδικαλιστικές οργανώσεις άρχισαν να συνεργάζονται  και να παρουσιάζουν κοινά αιτήματα στις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες, πρακτική που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μετά την Ανεξαρτησία του 1960.
 
Πέρα όμως από τις συντεχνίες της Αριστεράς και της Δεξιάς, τα τελευταία χρόνια της αποικιακής διακυβέρνησης εμφανίστηκαν και οι ανεξάρτητες συντεχνίες από εργαζόμενους σε δημόσιες/κρατικές υπηρεσίες, όπως οι Κυπριακές Αερογραμμές, η Αρχή Ηλεκτρισμού, το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, η Επιτροπή Σιτηρών, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών, η Υδατοπρομήθεια οι Αγγλικές Βάσεις και τα Δημαρχεία. Αυτές οι συντεχνίες κρατήθηκαν έξω από την πολιτική σύγκρουση της εποχής και συνασπίστηκαν στην ΠΟΑΣ (Παγκύπρια Οργάνωση Ανεξαρτήτων Συντεχνιών). Η δημιουργία αυτών των συντεχνιών ήταν ενδεικτική του ότι ο συνδικαλισμός κατέστη κυρίαρχη κοινωνική πραγματικότητα προς το τέλος της βρετανικής διοίκησης στην Κύπρο.
 
Κατακτήσεις και στη δεκαετία του 50
 
Η δεκαετία του 1950 αποτέλεσε μια μεταβατική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας  επεκτάθηκαν και εδραιώθηκαν οι θεσμοί που είχαν αναπτυχτεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Ήδη από το 1949 η αποικιακή κυβέρνηση αναγνωρίζει και πολιτικά το συνδικαλιστικό κίνημα μέσα από τη δημιουργία του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος, στο οποίο μετέχουν εκπρόσωποι των εργοδοτών, της κυβέρνησης και των εργαζομένων και συζητούν θέματα εργατικής πολιτικής.
 
Παράλληλα το συνδικαλιστικό κίνημα ανάπτυξε ένα σύστημα συντεχνιακών ασφαλίσεων, εισάγοντας στην εργατική τάξη την έννοια της κοινωνικής ασφάλισης και απαιτώντας από το αποικιακό κράτος να προχωρήσει στην επίσημη και καθολική εφαρμογή ενός ενιαίου συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων. Η αποικιακή κυβέρνηση ήταν αρχικά διστακτική και δήλωνε πως οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες. Η πίεση όμως που ασκήθηκε από το συνδικαλιστικό και το αντιαποικιακό κίνημα ήταν έντονη. Έτσι το 1956, αφού είχε ήδη αρχίσει και η ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ, προχώρησε στη θέσπιση του πρώτου νομοσχεδίου για τη δημιουργία του συστήματος των κοινωνικών ασφαλίσεων στην Κύπρο, κάνοντας πράξη ένα πάγιο αίτημα της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος.  
 
Εξελίξεις μετά την Ανεξαρτησία
 
Παρ’ όλα αυτά, η ανεξάρτητη πλέον Κυπριακή δημοκρατίας το 1960 κληρονόμησε  συνθήκες μαζικής ανεργίας, ανεπαρκή εργατική νομοθεσία και αντιπαλότητα μεταξύ εργαζομένους και εργοδοσία. Παρά ταύτα, εργαζόμενοι, εργοδότες και κυβέρνηση κατάφεραν να γεφυρώσουν το όποιο χάσμα τους χώριζε και να εγκαινιάσουν τη γνωστή Τριμερή Συνεργασία, με βάση την οποία διατηρείται η εργατική γαλήνη και προωθείται η δημιουργία συνθηκών κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης.
 
Πηγή:sansimera.gr, Μεγάλη Κυπριακή εγκυκλοπαίδεια

Δειτε Επισης

Στην Κύπρο τα περιστατικά αιφνίδιας καρδιακής ανακοπής εκτός νοσοκομείου ανέρχονται στα 700 ετησίως
Στη σημασία της Ευρώπης και στο μέλλον των νέων εστίασαν Χριστοδουλίδης και Μέτσολα
Τάττης-Καραχάν:«Δεν επιθυμούμε καμία χάρη από κανέναν»
ΥΠΕΣ: Η Κυβέρνηση αντιμετωπίζει με ευαισθησία τον προσφυγικό κόσμο
Στην Κύπρο καταγράφονται 38 νέα περιστατικά μεταστατικού καρκίνου του μαστού ετησίως
Στα ύψη η θερμοκρασία-Σκαρφαλώνει στους 38 βαθμούς ο υδράργυρος
Ανάβουν οι μηχανές για αναβάθμιση του iJustice-Προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός, θετικά μηνύματα από τους δικηγόρους
Παράταση για αιτήσεις εταιρειών για είδη σε σχολικά κυλικεία
Ενίσχυση Σχεδίου Επιχορήγησης Διακοπών Συνταξιούχων ζητούν οι συνταξιούχοι από Παναγιώτου
Κλείνει για πέντε ημέρες ο δρόμος Ριζοκαρπάσου-Αποστόλου Ανδρέα