O Μιχαλόπουλος της Τράπεζας της Ελλάδος κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης του Μπουλούτα
16:47 - 16 Απριλίου 2018
Τη θέση ότι οι συνθήκες δεν επέτρεπαν την εκτίμηση της απομείωσης είτε των ελληνικών κρατικών ομολόγων είτε της υπεραξίας των εργασιών της πρώην Λαϊκής στην Ελλάδα, εξέφρασε σήμερα το ανώτατο στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος Μιχαήλ Μιχαλόπουλος ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.
Ο κ. Μιχαλόπουλος παρουσιάστηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης του τότε Διευθύνοντα Σύμβουλου της πρώην Λαϊκής Τράπεζας Ευθύμιου Μπουλούτα, εκ των κατηγορουμένων στην ποινική υπόθεση εναντίον υψηλόβαθμων στελεχών της Τράπεζας, στο πλαίσιο της απολογίας του κ. Μπουλούτα ενώπιον του δικαστηρίου.
Ο κ. Μιχαλόπουλος κατέθεσε στο πλαίσιο της πραγματογνωμοσύνης που ετοίμασε, όπως ανέφερε, με εντολή της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών Α. Θεοδωροπούλου και αφορούσε στα θέματα της μη απομείωσης των ελληνικών κρατικών ομολόγων και της μη διενέργειας απομείωσης της υπεραξίας που προέκυψε κατά την τριπλή συγχώνευση των Τραπεζών Εγνατίας, Marfin και Λαϊκής(Ελλάδος) στις οικονομικές καταστάσεις της Λαϊκής Τράπεζας στις 30.9.2011.
Ο κ. Μιχαλόπουλος ανέφερε ότι του ζητήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης στην υπόθεση από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα μετά από σχετικό αίτημα του κ. Μπουλούτα.
Ο κ. Μιχαλόπουλος ανέφερε ότι του ζητήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης στην υπόθεση από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα μετά από σχετικό αίτημα του κ. Μπουλούτα.
Στη γραπτή κατάθεση που ανέγνωσε στο δικαστήριο αναφορικά με το θέμα του ελέγχου απομείωσης μέχρι τις 30/6/2011, ο κ. Μιχαλόπουλος υποστηρίξε ότι μέχρι την εν λόγω ημερομηνία δεν υπήρξαν αποδείξεις ότι οι μελλοντικές ταμειακές ροές από τα Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου(ΟΕΔ) δεν θα εισπραχθούν σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους.
«Άλλωστε όπως απεδείχθη, το Ελληνικό Δημόσιο πλήρωσε στο ακέραιο όλες τις υποχρεώσεις του από τα Ομόλογα ύψους 37.1 Δις και κατά τη διάρκεια του 2011 αποπλήρωσε στο ακέραιο όλες τις υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του Δημοσίου Χρέους που ανήλθαν πλην των Εντόκων Γραμματίων σε 44.6 Δις», ανέφερε ο μάρτυρας, σημειώνοντας ότι «σε αυτό το ποσό περιλαμβάνοντο και οι υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2011 μεταγενέστερα της ανακοίνωσης του PSI+».
Ως εκ των πιο πάνω, είπε ο κ. Μιχαλόπουλος στην κατάθεση του, «και οι 4 συστημικές τράπεζες της Ελλάδος (Εθνική, Πειραιώς, Alpha Bank, EFG Eurobank), προχώρησαν σε εγγραφή στα εξάμηνα αποτελέσματα 2011 ζημιών απομείωσης, μόνο των ΟΕΔ με ημερομηνία λήξης μέχρι 13/7/2020 θεωρώντας για τα υπόλοιπα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ότι δεν υπήρχαν αντικειμενικές αποδείξεις απομείωσης αξίας».
Επιπλέον, όπως ανέφερε, « τα εξάμηνα αποτελέσματα 2011 έχουν ελεγχθεί και υπογράφει από τους ορκωτούς λογιστές της κάθε τράπεζας και δεν υπάρχουν επιφυλάξεις ή σημειώσεις αναφορικά με το χειρισμό των ΟΕΔ».
Ο κ. Μιχαλόπουλος ανέφερε ότι το πρώτο PSI που ανακοινώθηκε στις 21/7/2011 δεν υλοποιήθηκε ενώ οι ακριβείς όροι και συνθήκες του δεύτερου PSI (PSI+) που ανακοινώθηκε στις 27/10/2011 δεν είχαν καθοριστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή.
«Οι ακριβείς όροι του PSI+ (ονομαστική αξία, επιτόκιο, διάρκεια, εγγυήσεις των νέων ομολόγων) θα διευκρινίζονταν έως τα τέλη του 2011 (πράγμα που τελικά συνέβη το Φεβρουάριο του 2012) και η ανταλλαγή των Ομολόγων αναμενόταν να πραγματοποιηθεί στις αρχές του 2012» ,πρόσθεσε.
Το στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος υποστήριξε επίσης ότι «ειδικά στις 30/9/2011 δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν οι επιπτώσεις στην υπεράξια από το PSI+ στο επενδυτικό κοινό στις οικονομικές καταστάσεις με ανακοινώσεις στα χρηματιστήρια. Απούσιαζαν πολλές και καίριες πληροφορίες και παράμετροι».
Ανέφερε ακόμη ότι «σε σχέση με τις ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις για τα εννιάμηνα του 2011 σύμφωνα με τον εποπτικό έλεγχο που επιτέλεσε η Τράπεζα της Ελλάδος διεφάνη ότι καμία από τις συστημικές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δεν προέβη σε απομείωση ελληνικών ομολόγων».
Όπως είπε, «τo PSI+ ήταν ένα πρωτόγνωρο γεγονός το οποίο έχρηζε προσεκτικού και ομοιόμορφου χειρισμού για να μην προκληθεί αναστάτωση στο κοινό αλλά ειδικότερα για προστασία της χρηματιστηριακής αγοράς. Φαντάζεστε την αμηχανία της αγοράς αν διαπιστώνονταν τυχόν αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες για το πώς θα έπρεπε να αντιδράσει η κάθε μια συστημική τράπεζα», συμπλήρωσε.
Για το λόγο αυτό, συνέχισε, οργανώθηκαν συναντήσεις εκπροσώπων της τράπεζας της Ελλάδος, της Ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, του συνδέσμου ορκωτών ελεγκτών και των εξωτερικών ελεγκτών των συστημικών τραπεζών «με στόχο και αντικείμενο να εξευρεθεί ο πλέον ορθός τρόπος απεικόνισης της κατάστασης στους λογαριασμούς ενιαμήνου 2011».
«Στόχος ήταν να βρεθεί κοινή συνισταμένη για ομοιόμορφη παρουσίαση χωρίς βεβαίως να παραβιάζονται τα διεθνή λογιστικά πρότυπα», διευκρίνισε ο κ. Μιχαλόπουλος.
Ανέφερε επίσης ότι η συμμετοχή των εξωτερικών ελεγκτών ήταν απαραίτητη (ιδιαίτερα των μεγάλων οίκων όπως PWC,KPMG, Deloitte, Grant Thornton) παρά το ότι δεν ασκούσαν επισκόπηση. «Αφενός για την εμπειρογνωμοσύνη τους και αφετέρου για να μην χρειαστεί στους λογαριασμούς δωδεκαμήνου να κάμουν αρνητικά σχόλια για τις εγγραφές του ενιαμήνου», όπως εξήγησε.
Ανέφερε επίσης ότι η συμμετοχή των εξωτερικών ελεγκτών ήταν απαραίτητη (ιδιαίτερα των μεγάλων οίκων όπως PWC,KPMG, Deloitte, Grant Thornton) παρά το ότι δεν ασκούσαν επισκόπηση. «Αφενός για την εμπειρογνωμοσύνη τους και αφετέρου για να μην χρειαστεί στους λογαριασμούς δωδεκαμήνου να κάμουν αρνητικά σχόλια για τις εγγραφές του ενιαμήνου», όπως εξήγησε.
«Από αυτές τις συναντήσεις προέκυψε ομοφωνία ότι οι συνθήκες όπως τις ξέραμε τότε δεν επέτρεπαν την εκτίμηση της απομείωσης είτε της υπεραξίας είτε των ομολόγων», ανέφερε προσθέτοντας ότι συνιστούσε συμμόρφωση με τα ΔΛΠ(Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα) η εκτενής χρήση σημειώσεων στους λογαριασμούς. «Αυτό ακριβώς απεικονίζεται στις οικονομικές καταστάσεις ενιαμήνου 2011 από όλες τις συστημικές τράπεζες Ελλάδος και αυτό έκαμε και η Λαϊκή Τράπεζα», κατέληξε ο κ. Μιχαλόπουλος.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας με ενδιάμεση απόφαση του στις 21/03/2018 αποφάσισε ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει καταφέρει να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων σε σχέση και με τις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζουν καλώντας τους σε απολογία.
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες
Η πρώτη κατηγορία αφορά το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς, κατά παράβαση του άρθρου 19, ως εξειδικεύεται από το άρθρο 20(1)(γ), και του άρθρου 23(3)(α) και (β) και (4)(α) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Ν.116(Ι)/05, καθώς επίσης και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης, κατά παράβαση του άρθρου 40(1), (3), (4) και (6) του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Ν.190(Ι)/07.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο της υπόθεσης, οι κατηγορούμενοι ενώ γνώριζαν ότι υπήρξε απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα (Marfin Egnatia Bank), η οποία ανερχόταν στα €330 εκ. τουλάχιστον, παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες
Η πρώτη κατηγορία αφορά το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς, κατά παράβαση του άρθρου 19, ως εξειδικεύεται από το άρθρο 20(1)(γ), και του άρθρου 23(3)(α) και (β) και (4)(α) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Ν.116(Ι)/05, καθώς επίσης και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης, κατά παράβαση του άρθρου 40(1), (3), (4) και (6) του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Ν.190(Ι)/07.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο της υπόθεσης, οι κατηγορούμενοι ενώ γνώριζαν ότι υπήρξε απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα (Marfin Egnatia Bank), η οποία ανερχόταν στα €330 εκ. τουλάχιστον, παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.