Καταδίκη Ελλάδας από το Δικαστήριο της ΕΕ για πώληση αφορολόγητων πετρελαιοειδών στα σύνορα
16:48 - 08 Φεβρουαρίου 2018
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε σήμερα ότι η διάθεση πετρελαιοειδών προϊόντων χωρίς επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης από πρατήρια στα σύνορα της Ελλάδας με τρίτες χώρες, αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο. Η υπόθεση εκδικάστηκε στο ΔΕΕ μετά από καταγγελία της Κομισιόν και μετά από σχετική άρνηση της Ελλάδα θα συμμορφωθεί.
Συγκεκριμένα, στη βάση της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης προβλέπει ότι ο φόρος αυτός "καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο και στο κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση των προϊόντων".
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης που παραθέτει το ΔΕΕ, επιχείρηση με την ονομασία «Καταστήματα Αφορολόγητων Ειδών AE» (ΚΑΕ) που έχει την εκμετάλλευση πρατηρίων τα οποία λειτουργούν ως φορολογικές αποθήκες στους μεθοριακούς σταθμούς Κήπων Έβρου, Κακαβιάς και Ευζώνων, ήτοι σε περιοχές που συνορεύουν με τρίτες χώρες –συγκεκριμένα, με τη Δημοκρατία της Τουρκίας, τη Δημοκρατία της Αλβανίας και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας παρείχε σε υπηκόους τρίτων χωρών αφορολόγητα καύσιμα για τον ανεφοδιασμό των ταξινομημένων σε τρίτες χώρες οχημάτων τους, προτού εγκαταλείψουν το έδαφος της ΕΕ διερχόμενοι τα χερσαία σύνορα. Οι ελληνικές αρχές επέτρεπαν αυτό το καθεστώς με υπουργικές αποφάσεις που εκδόθησαν από το 2003 ως το 2005.
Κατόπιν καταγγελίας, η Κομισιόν συγκέντρωσε πληροφορίες σχετικά με την πώληση αφορολόγητων πετρελαιοειδών προϊόντων από τα ανωτέρω πρατήρια της ΚΑΕ. Θεωρώντας ότι η ισχύουσα εθνική νομοθεσία ενδέχεται να αντιβαίνει στην οδηγία 2008/118, η Επιτροπή κάλεσε την Ελλάδα να της παράσχει διευκρινίσεις. Σύμφωνα με την Κομισιόν, ο κρίσιμος χρόνος, όσον αφορά το απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης, είναι «η θέση σε ανάλωση» και όχι η ίδια η «ανάλωση». Επομένως, το απαιτητό δεν εξαρτάται από την απόσταση, η οποία χωρίζει το σημείο πώλησης από τα εξωτερικά σύνορα του αντίστοιχου κράτους μέλους. Ομοίως, άνευ σημασίας είναι το για πόσο χρόνο το προϊόν που έχει τεθεί σε ανάλωση παραμένει εντός της επικράτειας του κράτους μέλους.
Η Ελλάδα ισχυρίστηκε τότε, μεταξύ άλλων, ότι η πώληση πετρελαιοειδών προϊόντων από την ΚΑΕ εντός των πρατηρίων στους μεθοριακούς σταθμούς δεν συνεπάγεται ότι καθίσταται απαιτητός ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, εφόσον τα καύσιμα, άπαξ και εξέλθουν από το καθεστώς αναστολής, τίθενται αμέσως υπό «τελωνειακό καθεστώς εξαγωγής» μέσω μιας «απλουστευμένης διαδικασίας», η οποία εγγυάται ότι τα πετρελαιοειδή προϊόντα δεν καταναλώνονται επί ελληνικού εδάφους, αλλά εξάγονται προς τρίτες χώρες.
Με τη σημερινή του απόφαση το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι η έξοδος πετρελαιοειδών προϊόντων από το καθεστώς αναστολής κατά τη στιγμή του ανεφοδιασμού των οχημάτων επί του εδάφους της Ελλάδας συνεπάγεται τη θέση τους σε ανάλωση. Δεδομένου ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός αυτήν ακριβώς τη χρονική στιγμή, η ελληνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει την προμήθεια των εν λόγω προϊόντων χωρίς επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι αντίθετη προς την οδηγία 2008/18/ΕΚ.
Συγκεκριμένα, στη βάση της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης προβλέπει ότι ο φόρος αυτός "καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο και στο κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση των προϊόντων".
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης που παραθέτει το ΔΕΕ, επιχείρηση με την ονομασία «Καταστήματα Αφορολόγητων Ειδών AE» (ΚΑΕ) που έχει την εκμετάλλευση πρατηρίων τα οποία λειτουργούν ως φορολογικές αποθήκες στους μεθοριακούς σταθμούς Κήπων Έβρου, Κακαβιάς και Ευζώνων, ήτοι σε περιοχές που συνορεύουν με τρίτες χώρες –συγκεκριμένα, με τη Δημοκρατία της Τουρκίας, τη Δημοκρατία της Αλβανίας και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας παρείχε σε υπηκόους τρίτων χωρών αφορολόγητα καύσιμα για τον ανεφοδιασμό των ταξινομημένων σε τρίτες χώρες οχημάτων τους, προτού εγκαταλείψουν το έδαφος της ΕΕ διερχόμενοι τα χερσαία σύνορα. Οι ελληνικές αρχές επέτρεπαν αυτό το καθεστώς με υπουργικές αποφάσεις που εκδόθησαν από το 2003 ως το 2005.
Κατόπιν καταγγελίας, η Κομισιόν συγκέντρωσε πληροφορίες σχετικά με την πώληση αφορολόγητων πετρελαιοειδών προϊόντων από τα ανωτέρω πρατήρια της ΚΑΕ. Θεωρώντας ότι η ισχύουσα εθνική νομοθεσία ενδέχεται να αντιβαίνει στην οδηγία 2008/118, η Επιτροπή κάλεσε την Ελλάδα να της παράσχει διευκρινίσεις. Σύμφωνα με την Κομισιόν, ο κρίσιμος χρόνος, όσον αφορά το απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης, είναι «η θέση σε ανάλωση» και όχι η ίδια η «ανάλωση». Επομένως, το απαιτητό δεν εξαρτάται από την απόσταση, η οποία χωρίζει το σημείο πώλησης από τα εξωτερικά σύνορα του αντίστοιχου κράτους μέλους. Ομοίως, άνευ σημασίας είναι το για πόσο χρόνο το προϊόν που έχει τεθεί σε ανάλωση παραμένει εντός της επικράτειας του κράτους μέλους.
Η Ελλάδα ισχυρίστηκε τότε, μεταξύ άλλων, ότι η πώληση πετρελαιοειδών προϊόντων από την ΚΑΕ εντός των πρατηρίων στους μεθοριακούς σταθμούς δεν συνεπάγεται ότι καθίσταται απαιτητός ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, εφόσον τα καύσιμα, άπαξ και εξέλθουν από το καθεστώς αναστολής, τίθενται αμέσως υπό «τελωνειακό καθεστώς εξαγωγής» μέσω μιας «απλουστευμένης διαδικασίας», η οποία εγγυάται ότι τα πετρελαιοειδή προϊόντα δεν καταναλώνονται επί ελληνικού εδάφους, αλλά εξάγονται προς τρίτες χώρες.
Με τη σημερινή του απόφαση το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι η έξοδος πετρελαιοειδών προϊόντων από το καθεστώς αναστολής κατά τη στιγμή του ανεφοδιασμού των οχημάτων επί του εδάφους της Ελλάδας συνεπάγεται τη θέση τους σε ανάλωση. Δεδομένου ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός αυτήν ακριβώς τη χρονική στιγμή, η ελληνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει την προμήθεια των εν λόγω προϊόντων χωρίς επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι αντίθετη προς την οδηγία 2008/18/ΕΚ.
Πηγή: ΚΥΠΕ