Τον είχαν για 26 χρόνια αγνοούμενο και ήταν θαμμένος στη Λακατάμια – Συγκλονιστική ιστορία
14:15 - 07 Φεβρουαρίου 2018
Περιθώριο μέχρι τα τέλη Μαρτίου έχει η Κυπριακή Δημοκρατία για να απαντήσει σε σειρά ερωτημάτων που έθεσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) αναφορικά με την υπόθεση του Χριστοφή Βασιλείου Ππασιά, από την Ξυλοφάγου, τον οποίο οι συγγενείς του και η Πολιτεία θεωρούσαν για δεκαετίες αγνοούμενο ενώ στην πραγματικότητα σκοτωθεί κατά την τουρκική εισβολή του 1974 με μια σφαίρα στο στόμα.
Μάλιστα, η σορός του περισυλλέχθηκε και ενταφιάστηκε από όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας σε χώρο που βρισκόταν κάτω από τον έλεγχό της, στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμιας. Μια εξέλιξη, για την οποία οι συγγενείς του ενημερώθηκαν 26 χρόνια αργότερα.
Η σύζυγός του Ππασιά, Γεωργία Βασιλείου, και τα παιδιά τους, Μαρία Βασιλείου, Βασίλης Βασιλείου και Αντωνία Κυριάκου, τα οποία το 1974 ήταν επτά και έξι ετών και 10 μηνών αντίστοιχα, προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ζητώντας δικαίωση.
Βέβαια, είχε προηγηθεί η δικαίωσή τους από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το Νοέμβριο του 2010, για παράλειψη της Δημοκρατίας να διεξάγει αποτελεσματική έρευνα. Η παρατεταμένη αβεβαιότητα και η ψυχολογική ταλαιπωρία που υπέστησαν ισοδυναμούσε, κατά το δικαστήριο, με απάνθρωπη και απαξιωτική συμπεριφορά.
Ωστόσο η Δημοκρατία προχώρησε σε έφεση στο Ανώτατο, το οποίο αποφάνθηκε ότι το κράτος στην περίπτωση αυτή είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.
Μεταξύ άλλων, το Ανώτατο αποφάνθηκε ότι η Δημοκρατία ουδέποτε έπαψε να αναζητά μαρτυρία για την τύχη του Ππασιά και ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή της, στη βάση του άρθρου 2, με τον εντοπισμό του σημείου ταφής, την εκταφή, την ταυτοποίηση της σορού και την ενημέρωση των συγγενών.
Ακολούθως η οικογένεια προσέφυγε στο ΕΔΑΔ , με την απόφαση να αναμένεται να εκδοθεί μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.
Το σημείωμα που παρέμεινε εμπιστευτικό για 26 χρόνια
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, όπως καταγράφεται στη δικογραφία, τον Αύγουστο του 1974 η μονάδα του Ππασιά βρέθηκε απέναντι από τον Τούρκο εισβολέα στην ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου Λευκωσίας και συγκεκριμένα στον Άγιο Παύλο.
Για τον Ππασιά υπήρχε μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία είχε συλληφθεί, όταν καταλήφθηκε η θέση της μονάδας του από τους Τούρκους και με τα δεδομένα αυτά θεωρήθηκε αγνοούμενος.
Στις 17 Αυγούστου, μετά την κατάπαυση του πυρός, η Εθνική Φρουρά προέβη σε περισυλλογές νεκρών υπό την επίβλεψη των Ηνωμένων Εθνών, μεταξύ άλλων και στην περιοχή του Αγίου Παύλου.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1993, σε σημείωμα που συντάχθηκε κατόπιν αιτήματος του Ε/κ Εκπροσώπου στη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους (ΔΕΑ), επιβεβαιώνονταν οι περισυλλογές στην περιοχή, στη βάση πληροφοριών που έδωσαν άλλοι στρατιώτες. Σε αυτό γινόταν επίσης αναφορά σε αριθμό πεσόντων που είχαν ταφεί από τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμιας, πολλοί από αυτούς χωρίς καν να αναγνωρισθούν.
Σύμφωνα με το σημείωμα, στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμιας υπήρχαν 41 τάφοι Ε/κ εθνοφρουρών, που τάφηκαν ως «άγνωστοι». Επίσης, υπήρχε λίστα με 23 εθνοφρουρούς που βρέθηκαν στην περιοχή του Αγίου Παύλου και οι οποίοι πιθανώς να είχαν φυλακιστεί ή σκοτωθεί από τους Τούρκους κατά τη δεύτερη φάση της εισβολής.
Κατέληγε, λέγοντας ότι πρέπει να γίνει έρευνα στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμιας για άτομα που τάφηκαν ως «άγνωστοι», εξέλιξη για την οποία δεν ενημερώθηκαν οι συγγενείς του Ππασία, καθώς το σημείωμα παρέμεινε εμπιστευτικό.
Τελικά οι εκταφές στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο ξεκίνησαν το 1999, γεγονός που οδήγησε στην ταυτοποίηση της σορού του Ππασιά. Μαζί του βρέθηκε ο βαφτιστικός σταυρός του γιου του και το ρολόι του. Το Σεπτέμβριο του 2000, οι Αρχές πιστοποίησαν ότι ο Ππασιάς σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 1974, ενώ από τις εξετάσεις προέκυψε ότι βασανίστηκε. Η χαριστική βολή ήρθε όταν του έβαλαν το όπλο στο στόμα και τον πυροβόλησαν.
Στο ενδιάμεσο, τον Ιούλιο του 2000, ο Ππασιάς καταχωρήθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως ο υπ’ αριθμόν 132 αγνοούμενος της κυπριακής τραγωδίας.
Η σύζυγός του Ππασιά, Γεωργία Βασιλείου, και τα παιδιά τους, Μαρία Βασιλείου, Βασίλης Βασιλείου και Αντωνία Κυριάκου, τα οποία το 1974 ήταν επτά και έξι ετών και 10 μηνών αντίστοιχα, προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ζητώντας δικαίωση.
Βέβαια, είχε προηγηθεί η δικαίωσή τους από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το Νοέμβριο του 2010, για παράλειψη της Δημοκρατίας να διεξάγει αποτελεσματική έρευνα. Η παρατεταμένη αβεβαιότητα και η ψυχολογική ταλαιπωρία που υπέστησαν ισοδυναμούσε, κατά το δικαστήριο, με απάνθρωπη και απαξιωτική συμπεριφορά.
Ωστόσο η Δημοκρατία προχώρησε σε έφεση στο Ανώτατο, το οποίο αποφάνθηκε ότι το κράτος στην περίπτωση αυτή είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.
Μεταξύ άλλων, το Ανώτατο αποφάνθηκε ότι η Δημοκρατία ουδέποτε έπαψε να αναζητά μαρτυρία για την τύχη του Ππασιά και ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή της, στη βάση του άρθρου 2, με τον εντοπισμό του σημείου ταφής, την εκταφή, την ταυτοποίηση της σορού και την ενημέρωση των συγγενών.
Ακολούθως η οικογένεια προσέφυγε στο ΕΔΑΔ , με την απόφαση να αναμένεται να εκδοθεί μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.
Το σημείωμα που παρέμεινε εμπιστευτικό για 26 χρόνια
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, όπως καταγράφεται στη δικογραφία, τον Αύγουστο του 1974 η μονάδα του Ππασιά βρέθηκε απέναντι από τον Τούρκο εισβολέα στην ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου Λευκωσίας και συγκεκριμένα στον Άγιο Παύλο.
Για τον Ππασιά υπήρχε μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία είχε συλληφθεί, όταν καταλήφθηκε η θέση της μονάδας του από τους Τούρκους και με τα δεδομένα αυτά θεωρήθηκε αγνοούμενος.
Στις 17 Αυγούστου, μετά την κατάπαυση του πυρός, η Εθνική Φρουρά προέβη σε περισυλλογές νεκρών υπό την επίβλεψη των Ηνωμένων Εθνών, μεταξύ άλλων και στην περιοχή του Αγίου Παύλου.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1993, σε σημείωμα που συντάχθηκε κατόπιν αιτήματος του Ε/κ Εκπροσώπου στη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους (ΔΕΑ), επιβεβαιώνονταν οι περισυλλογές στην περιοχή, στη βάση πληροφοριών που έδωσαν άλλοι στρατιώτες. Σε αυτό γινόταν επίσης αναφορά σε αριθμό πεσόντων που είχαν ταφεί από τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμιας, πολλοί από αυτούς χωρίς καν να αναγνωρισθούν.
Σύμφωνα με το σημείωμα, στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμιας υπήρχαν 41 τάφοι Ε/κ εθνοφρουρών, που τάφηκαν ως «άγνωστοι». Επίσης, υπήρχε λίστα με 23 εθνοφρουρούς που βρέθηκαν στην περιοχή του Αγίου Παύλου και οι οποίοι πιθανώς να είχαν φυλακιστεί ή σκοτωθεί από τους Τούρκους κατά τη δεύτερη φάση της εισβολής.
Κατέληγε, λέγοντας ότι πρέπει να γίνει έρευνα στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμιας για άτομα που τάφηκαν ως «άγνωστοι», εξέλιξη για την οποία δεν ενημερώθηκαν οι συγγενείς του Ππασία, καθώς το σημείωμα παρέμεινε εμπιστευτικό.
Τελικά οι εκταφές στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο ξεκίνησαν το 1999, γεγονός που οδήγησε στην ταυτοποίηση της σορού του Ππασιά. Μαζί του βρέθηκε ο βαφτιστικός σταυρός του γιου του και το ρολόι του. Το Σεπτέμβριο του 2000, οι Αρχές πιστοποίησαν ότι ο Ππασιάς σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 1974, ενώ από τις εξετάσεις προέκυψε ότι βασανίστηκε. Η χαριστική βολή ήρθε όταν του έβαλαν το όπλο στο στόμα και τον πυροβόλησαν.
Στο ενδιάμεσο, τον Ιούλιο του 2000, ο Ππασιάς καταχωρήθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως ο υπ’ αριθμόν 132 αγνοούμενος της κυπριακής τραγωδίας.