Σειρά των συνηγόρων υπεράσπισης στην υπόθεση της Λαϊκής - Ολοκλήρωσε η κατηγορούσα αρχή
18:00 - 23 Φεβρουαρίου 2018
Οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων στην ποινική υπόθεση της πρώην Λαϊκής Τράπεζας θα αγορεύσουν στις 13 Μαρτίου, στις 8.30 το πρωί, προκειμένου να πείσουν το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας ότι η Κατηγορούσα Αρχή (ΚΑ) απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον των πελατών τους.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι τέσσερα υψηλόβαθμα στελέχη της Λαϊκής και συγκεκριμένα ο τότε Διευθύνων Σύμβουλος της τράπεζας Ευθύμιος Μπουλούτας, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας Μάρκος Φόρος.
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες, η πρώτη για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και η δεύτερη για το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης, που έχουν σχέση με τη παράλειψη να συμπεριληφθεί στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα (Marfin Egnatia Bank).
Κατά τη σημερινή ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε η κατάθεση των δύο τελευταίων μαρτύρων κατηγορίας, του ερευνώντα λειτουργού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (ΕΚΚ) Ράκη Χριστοφόρου και του τότε επικεφαλής της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου του Ομίλου Κώστα Κωνσταντίνου.
Κατά την αντεξέταση του κ. Χριστοφόρου για 3η ημέρα, του ανθρώπου που διεξήγαγε την έρευνα για την απομείωση της υπεραξίας της Λαϊκής Τράπεζας για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30/9/2011, ο συνήγορος υπεράσπισης των Μπουλούτα και Φόρου συνέχισε να αμφισβητεί την ορθότητα των υπολογισμών που είχε κάνει για να καταλήξει στο συμπέρασμα που περιλαμβάνεται στο πόρισμα του, σύμφωνα με το οποίο υπήρχε απομείωση της υπεραξίας της Τράπεζας που κυμαινόταν από τα €330 μέχρι τα €576 εκατομμύρια.
Ο δικηγόρος των δύο κατηγορουμένων υποστήριξε ότι δεν μπορούσε να γίνει αξιόπιστος υπολογισμός απομείωσης της υπεραξίας για τους ενδιάμεσους λογαριασμούς 9μηνου του 2011 διότι δεν είχαν μέχρι τότε αποσαφηνιστεί οι όροι του δεύτερου κουρέματος των ελληνικών ομολόγων, γνωστού ως PSI Plus.
Ο κ. Χριστοφόρου επέμεινε στη θέση του ότι η Τράπεζα είχε την υποχρέωση στις 30/9/2011 να διεξάγει έλεγχο απομείωσης, σύμφωνα και με το σχετικό διεθνές λογιστικό πρότυπο, λόγω και των σημαντικών ενδείξεων που υπήρχαν για την ύπαρξη απομείωσης της υπεραξίας και κυρίως λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης σε Κύπρο και Ελλάδα.
Ο δικηγόρος των Μπουλούτα και Φόρου υπέβαλε στον μάρτυρα ότι προέβη σε επεμβάσεις στο μοντέλο που χρησιμοποίησε για τον έλεγχο της απομείωσης της υπεραξίας γεγονός, όπως ισχυρίστηκε, που παρήγαγε «αφύσικα αποτελέσματα». Ο κ. Χριστοφόρου απέρριψε την υποβολή, λέγοντας ότι δεν προέβη σε καμία παρέμβαση στο μοντέλο, το οποίο, όπως υποστήριξε, ήταν ακριβώς το ίδιο που παρέλαβε από την τράπεζα, πλην κάποιων συγκεκριμένων και περιορισμένων αλλαγών που κρίθηκαν απαραίτητοι να γίνουν, συμπλήρωσε.
Ο συνήγορος υπεράσπισης χαρακτήρισε επίσης τους υπολογισμούς του κ. Χριστοφόρου ως πρόχειρους και λανθασμένους, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα ότι το ελάχιστο ποσό απομείωσης που είχε σκοπό να εντοπίσει κατά τον έλεγχο του δεν προνοείται από τα διεθνή λογιστικά πρότυπα.
Ο κ. Χριστοφόρου διαφώνησε με τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης περί αναξιόπιστων συμπερασμάτων λόγω λανθασμένων υπολογισμών, υπεραμυνόμενος της ορθότητας των υπολογισμών του. Απέρριψε επίσης την υποβολή ότι δεν είχε την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη και τα προσόντα για τη διενέργεια του ελέγχου απομείωσης.
«Σου υποβάλλω ότι είσαι ένας απλός certified accountant, ο οποίος τα καταφέρνει να αυτοδιαφημίζεται αλλά με καθόλου εμπειρία ελέγχου δημοσίων εταιρειών», ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορουμένων για να του απαντήσει ο μάρτυρας ότι «δεν νομίζω ότι ευσταθούν αυτά που λέτε. Μπορεί να μην έχω κάνει έλεγχο δημοσίων εταιρειών, αλλά έχω εργαστεί σε διευθυντικές θέσεις σε διάφορους οργανισμούς και στην τράπεζα και σε παρεμφερή με τον τραπεζικό τομέα δραστηριότητες και είχα κληθεί πολλές φορές από πανεπιστήμια στην Κύπρο για να κάνω παρουσιάσεις και σεμινάρια αναφορικά με τον τομέα αυτό…».
Ολοκληρώνοντας την υπόθεση της, η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε προς το δικαστήριο ότι οι υπόλοιποι μάρτυρες κατηγορίας βρίσκονται στη διάθεση της υπεράσπισης για αντεξέταση, αν το επιθυμούν.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης δήλωσαν από την πλευρά τους ότι δεν ενδιαφέρονται να προβούν σε αντεξέταση οποιουδήποτε άλλου μάρτυρα κατηγορίας και έτσι το δικαστήριο όρισε την 13 Μαρτίου στις 8.30 το πρωί κατά την οποία θα προσπαθήσουν με τις αγορεύσεις τους να πείσουν το δικαστήριο ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον των πελατών τους, ζητώντας ταυτόχρονα την απαλλαγή και αθώωση τους από τις εις βάρος τους κατηγορίες.
Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι με τη Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, χειραγώγησαν την αγορά. Δηλαδή, ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, διέδωσαν πληροφορίες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο κοινό, που έδιναν παραπλανητικές ενδείξεις. Δηλαδή, ενώ γνώριζαν ότι υπήρξε απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα (Marfin Egnatia Bank), η οποία ανερχόταν στα €330 εκ. τουλάχιστον, παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011, και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.
Κατηγορούνται, επίσης, ότι με την με τη Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, και ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, προέβησαν σε παραπλανητική ανακοίνωση. Δηλαδή, στις 29/11/11 δημοσιοποίησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου τη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011, αποκρύβοντας την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της εταιρείας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι τέσσερα υψηλόβαθμα στελέχη της Λαϊκής και συγκεκριμένα ο τότε Διευθύνων Σύμβουλος της τράπεζας Ευθύμιος Μπουλούτας, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας Μάρκος Φόρος.
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες, η πρώτη για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και η δεύτερη για το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης, που έχουν σχέση με τη παράλειψη να συμπεριληφθεί στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα (Marfin Egnatia Bank).
Κατά τη σημερινή ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε η κατάθεση των δύο τελευταίων μαρτύρων κατηγορίας, του ερευνώντα λειτουργού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (ΕΚΚ) Ράκη Χριστοφόρου και του τότε επικεφαλής της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου του Ομίλου Κώστα Κωνσταντίνου.
Κατά την αντεξέταση του κ. Χριστοφόρου για 3η ημέρα, του ανθρώπου που διεξήγαγε την έρευνα για την απομείωση της υπεραξίας της Λαϊκής Τράπεζας για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30/9/2011, ο συνήγορος υπεράσπισης των Μπουλούτα και Φόρου συνέχισε να αμφισβητεί την ορθότητα των υπολογισμών που είχε κάνει για να καταλήξει στο συμπέρασμα που περιλαμβάνεται στο πόρισμα του, σύμφωνα με το οποίο υπήρχε απομείωση της υπεραξίας της Τράπεζας που κυμαινόταν από τα €330 μέχρι τα €576 εκατομμύρια.
Ο δικηγόρος των δύο κατηγορουμένων υποστήριξε ότι δεν μπορούσε να γίνει αξιόπιστος υπολογισμός απομείωσης της υπεραξίας για τους ενδιάμεσους λογαριασμούς 9μηνου του 2011 διότι δεν είχαν μέχρι τότε αποσαφηνιστεί οι όροι του δεύτερου κουρέματος των ελληνικών ομολόγων, γνωστού ως PSI Plus.
Ο κ. Χριστοφόρου επέμεινε στη θέση του ότι η Τράπεζα είχε την υποχρέωση στις 30/9/2011 να διεξάγει έλεγχο απομείωσης, σύμφωνα και με το σχετικό διεθνές λογιστικό πρότυπο, λόγω και των σημαντικών ενδείξεων που υπήρχαν για την ύπαρξη απομείωσης της υπεραξίας και κυρίως λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης σε Κύπρο και Ελλάδα.
Ο δικηγόρος των Μπουλούτα και Φόρου υπέβαλε στον μάρτυρα ότι προέβη σε επεμβάσεις στο μοντέλο που χρησιμοποίησε για τον έλεγχο της απομείωσης της υπεραξίας γεγονός, όπως ισχυρίστηκε, που παρήγαγε «αφύσικα αποτελέσματα». Ο κ. Χριστοφόρου απέρριψε την υποβολή, λέγοντας ότι δεν προέβη σε καμία παρέμβαση στο μοντέλο, το οποίο, όπως υποστήριξε, ήταν ακριβώς το ίδιο που παρέλαβε από την τράπεζα, πλην κάποιων συγκεκριμένων και περιορισμένων αλλαγών που κρίθηκαν απαραίτητοι να γίνουν, συμπλήρωσε.
Ο συνήγορος υπεράσπισης χαρακτήρισε επίσης τους υπολογισμούς του κ. Χριστοφόρου ως πρόχειρους και λανθασμένους, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα ότι το ελάχιστο ποσό απομείωσης που είχε σκοπό να εντοπίσει κατά τον έλεγχο του δεν προνοείται από τα διεθνή λογιστικά πρότυπα.
Ο κ. Χριστοφόρου διαφώνησε με τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης περί αναξιόπιστων συμπερασμάτων λόγω λανθασμένων υπολογισμών, υπεραμυνόμενος της ορθότητας των υπολογισμών του. Απέρριψε επίσης την υποβολή ότι δεν είχε την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη και τα προσόντα για τη διενέργεια του ελέγχου απομείωσης.
«Σου υποβάλλω ότι είσαι ένας απλός certified accountant, ο οποίος τα καταφέρνει να αυτοδιαφημίζεται αλλά με καθόλου εμπειρία ελέγχου δημοσίων εταιρειών», ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορουμένων για να του απαντήσει ο μάρτυρας ότι «δεν νομίζω ότι ευσταθούν αυτά που λέτε. Μπορεί να μην έχω κάνει έλεγχο δημοσίων εταιρειών, αλλά έχω εργαστεί σε διευθυντικές θέσεις σε διάφορους οργανισμούς και στην τράπεζα και σε παρεμφερή με τον τραπεζικό τομέα δραστηριότητες και είχα κληθεί πολλές φορές από πανεπιστήμια στην Κύπρο για να κάνω παρουσιάσεις και σεμινάρια αναφορικά με τον τομέα αυτό…».
Ολοκληρώνοντας την υπόθεση της, η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε προς το δικαστήριο ότι οι υπόλοιποι μάρτυρες κατηγορίας βρίσκονται στη διάθεση της υπεράσπισης για αντεξέταση, αν το επιθυμούν.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης δήλωσαν από την πλευρά τους ότι δεν ενδιαφέρονται να προβούν σε αντεξέταση οποιουδήποτε άλλου μάρτυρα κατηγορίας και έτσι το δικαστήριο όρισε την 13 Μαρτίου στις 8.30 το πρωί κατά την οποία θα προσπαθήσουν με τις αγορεύσεις τους να πείσουν το δικαστήριο ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον των πελατών τους, ζητώντας ταυτόχρονα την απαλλαγή και αθώωση τους από τις εις βάρος τους κατηγορίες.
Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι με τη Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, χειραγώγησαν την αγορά. Δηλαδή, ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, διέδωσαν πληροφορίες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο κοινό, που έδιναν παραπλανητικές ενδείξεις. Δηλαδή, ενώ γνώριζαν ότι υπήρξε απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα (Marfin Egnatia Bank), η οποία ανερχόταν στα €330 εκ. τουλάχιστον, παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011, και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.
Κατηγορούνται, επίσης, ότι με την με τη Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, και ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, προέβησαν σε παραπλανητική ανακοίνωση. Δηλαδή, στις 29/11/11 δημοσιοποίησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου τη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011, αποκρύβοντας την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της εταιρείας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.