Αποφασίζει το Ανώτατο για το πόρισμα των ποινικών ανακριτών - Θα δοθεί ή όχι στον τέως Υπαρχηγό
14:31 - 01 Φεβρουαρίου 2018
Το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει ως προς το κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να παραδώσει το πόρισμα των ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών για το ενδεχόμενο διαφθοράς στο αστυνομικό σώμα στην υπεράσπιση του τέως Υπαρχηγού της Αστυνομίας Ανδρέα Κυριάκου στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης εναντίον του.
Η Κατηγορούσα Αρχή έχει ήδη παραδώσει μέρος του μαρτυρικού υλικού που ζητούσε η υπεράσπιση του κ. Κυριάκου και συγκεκριμένα τις δύο διοικητικές έρευνες για τη διαρροή των εγγράφων της Interpol Λευκωσίας, ενώ αρνείται μέχρι σήμερα να παραδώσει το πόρισμα των ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών, που διόρισε ο Γενικός Εισαγγελέας.
Η πλευρά της υπεράσπισης προβάλλει τη θέση ότι το πόρισμα αποτελεί μαρτυρικό υλικό, το οποίο και θα πρέπει να της δοθεί για τους σκοπούς υπεράσπισης και δίκαιης δίκης του κ. Κυριάκου.
Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του στις 24 Οκτωβρίου καλούσε την Κατηγορούσα Αρχή «να καταδείξει ότι η άρνησή της να παραδώσει το υλικό εμπίπτει σε μια ή περισσότερες από τις εξαιρέσεις του άρθρου 7» της Ποινικής Δικονομίας, κεφ. 155.
Το άρθρο 7 διέπει το δικαίωμα του κάθε ύποπτου και κατηγορούμενου σε πρόσβαση στα έγγραφα της υπόθεσής του προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου.
Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο, εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σε τμήμα των καταθέσεων και των εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αν αυτή «ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου, ή στην περίπτωση που τέτοια άρνηση θεωρείται απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, ή που η πρόσβαση ενδέχεται να διακυβεύσει τη διεξαγωγή έρευνας ή να βλάψει σοβαρά την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας».
Εμμένοντας στην άρνηση της να παραδώσει το πόρισμα των ανακριτών, η Κατηγορούσα Αρχή είχε ζητήσει από το Δικαστήριο όπως παραπεμφθεί νομικό ερώτημα στο Ανώτατο για γνωμοδότηση ως προς το κατά πόσον το πόρισμα αποτελεί μαρτυρικό υλικό στη βάση του άρθρου 7 της Ποινικής Δικονομίας.
Ο συνήγορος υπεράσπισης Άντρος Πελεκάνος είχε επιχειρηματολογήσει ότι δεν πρόκειται για νομικό ερώτημα και πως η παραπομπή του στο Ανώτατο θα προκαλέσει καθυστέρηση στη διαδικασία εκδίκασης της υπόθεσης.
Ανακοινώνοντας την απόφασή του, ο Δικαστής Νικόλας Γεωργιάδης συμφώνησε με την νομική ανάλυση της Κατηγορούσας Αρχής, ότι πρόκειται για αμιγές νομικό ερώτημα, το οποίο έχει εγερθεί στο κατάλληλο στάδιο, από πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα, συνδέεται με τα γεγονότα της υπόθεσης και πρόκειται για καινοφανές ερώτημα.
Κατά συνέπεια, επέτρεψε την παραπομπή του νομικού ερωτήματος στο Ανώτατο το οποίο θα το εξετάσει στις 5 Μαρτίου. Εν αναμονή της απόφαση του Ανωτάτου, η εκδίκαση της υπόθεσης ορίστηκε για τις 25 Απριλίου.
Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Κυριάκου έχει ήδη δηλώσει μη παραδοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει με βάση το τροποποιημένο κατηγορητήριο.
Ο κ. Κυριάκου αντιμετωπίζει τρεις κατηγορίες, δύο εκ των οποίων αφορούν στα αδικήματα της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου και της διάδοσης/διαρροής διαβαθμισμένων πληροφοριών σε σχέση με το περιεχόμενο του φακέλου της Interpol Λευκωσίας και η τρίτη κατηγορία αφορά στο αδίκημα της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου σε σχέση με τη μελέτη με τίτλο «Η πρόληψη και αντιμετώπιση της διαφθοράς στην Αστυνομία Κύπρου», ημερ. 20.1.2015.
Το κατηγορητήριο της υπόθεσης καταχωρήθηκε στο δικαστήριο στις 30 Μαΐου και περιλαμβάνει συνολικά 27 μάρτυρες κατηγορίας μεταξύ των οποίων και ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης Ιωνάς Νικολάου.
Σύμφωνα με το πόρισμα των τριών ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών, που διερεύνησαν το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων διαπλοκής ή διαφθοράς από μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου για το τετραπλό φονικό της Αγίας Νάπας, η διερεύνηση του θέματος της διαρροής του περιεχομένου του φακέλου της Interpol προς τα ΜΜΕ και το σύνολο του συλλεγέντος μαρτυρικού υλικού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι “το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να διενεργήσει τη διαρροή εμπιστευτικών και ευαίσθητων πληροφοριών από φάκελο της Interpol προς τα ΜΜΕ ήταν ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας Α. Κυριάκου”.
Σε σχέση με τις πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως που διαβιβάστηκαν από τις σερβικές στις κυπριακές Αρχές που αφορούσαν την κάθοδο στην Κύπρο εκτελεστών με σκοπό δολοφονικές πράξεις, έγιναν, σύμφωνα με ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 04/05/2017, δύο διοικητικές έρευνες στην Αστυνομία, οι οποίες αφορούσαν τη διαρροή και δημοσίευση στον ηλεκτρονικό και στον έντυπο Τύπο, αυτών των πληροφοριών.
«Καμιά όμως δεν κατέληξε σε θετικό αποτέλεσμα ως προς την ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων που ευθύνονται για τις διαρροές. Οι διαρροές αφορούσαν, αν όχι ολόκληρο το περιεχόμενο του τηρουμένου φακέλου της Interpol Κύπρου, το συντριπτικό μέρος του, περιλαμβανομένων και φωτογραφιών κάποιων εγγράφων», όπως αναφερόταν.
Σε ό,τι αφορά τη διαρροή της μελέτης με τίτλο «Η πρόληψη και αντιμετώπιση της διαφθοράς στην Αστυνομία Κύπρου» ημερ. 20.1.2015, η ανακοίνωση σημείωνε πως “η μελέτη αυτή ετοιμάστηκε κατόπιν οδηγιών του νυν Αρχηγού της Αστυνομίας, από πενταμελή επιτροπή με πρόεδρο τον Βοηθό Αρχηγό Στ. Παπαθεοδώρου και παραδόθηκε στον ίδιο τον Αρχηγό στις 20.1.15. Αν και δεν είχε ειδικά διαβαθμιστεί η μελέτη, εντούτοις θεωρείται ως υπηρεσιακό έγγραφο, το οποίο τυγχάνει χειρισμού ενδοϋπηρεσιακά και μόνο για υπηρεσιακούς σκοπούς”.
“Παρά ταύτα, στις 5.7.2016, βουλευτής επεδείκνυε αντίγραφο της μελέτης κατά τη συζήτηση θεμάτων Αστυνομίας ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών, Αξιών και Επιτρόπου Διοικήσεως. Επίσης, την επόμενη δημοσιεύτηκαν σε καθημερινή εφημερίδα αποσπάσματα από τη μελέτη την οποία κατείχε η βουλευτής”, όπως αναφερόταν.
Προστίθετο πως “από το σύνολο της συλλεγείσας άμεσης και περιστατικής μαρτυρίας φαίνεται να εμπλέκεται στο θέμα της διαρροής ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας κ. Α. Κυριάκου".
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έπαυσε στις 16/05/2017 τον κ. Κυριάκου και διόρισε ως νέο Υπαρχηγό της Αστυνομίας τον Κύπρο Μιχαηλίδη.
Σημειώνεται ότι για τον κατηγορούμενο ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από το δικαστήριο.