«Εγκληματίας γίνεσαι...»-Η ιστορία του Πίττα που πέρασε 38 χρόνια στη φυλακή
12:38 - 11 Δεκεμβρίου 2018
«Η φωτογραφία του, με την επιγραφή ‘’μπάτ κάρακτερ’’ είναι αναρτημένη σε όλους τους αστυνομικούς σταθμούς της Κύπρου. Το μητρώο του είναι το πιο βαρυφορτωμένο. Πλαισιώνεται σε δέκα σελίδες και είναι πλουτισμένο με 110 υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών, αυτές που κατόρθωσαν να εξιχνιάσουν τα αστυνομικά όργανα. Σε ένα αριθμό από τις υποθέσεις αυτές βρέθηκε ένοχος ή παραδέχθηκε ενοχή και καταδικάστηκε σε διάφορες ποινές φυλακίσεως που συμποσούμενες ανέρχονται σε 38 χρόνια».
Πολλές φορές διατυπώθηκε το ερώτημα εάν εγκληματίας γεννιέσαι ή γίνεσαι. Είμαι της άποψης ότι στις περισσότερες φορές, πίσω από ένα «εγκληματία», ίσως κρύβεται και μια ιστορία. Όχι βέβαια σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά αυτές που ένας νέος καταλήγει στη φυλακή για κλοπές, διαρρήξεις, εμπορία ναρκωτικών και τα συναφή αδικήματα.
Μελετώντας παλιές εφημερίδες στο αρχείο της Αρχιεπισκοπής για τα εγκλήματα μιας άλλης εποχής, έπεσα πάνω σε ένα αφιέρωμα της εφημερίδας Φιλελεύθερος, τον Σεπτέμβριο του 1976, με τίτλο «Είμαι κλέφτης και διαρρήκτης… Έχουν και οι κλέφτες ανθρωπιά».
Ένας μικρός ονειροπόλος…
Ένα αφιέρωμα στην πολυτάραχη ζωή του Κώστα Αχιλλέα Πίττα, 80 ετών (τότε) ο οποίος πέρασε 38 χρόνια στις Κεντρικές φυλακές, δηλώνοντας ότι «εγκληματίας δεν γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι». Διαβάζοντας την ιστορία του, ήρθαν στο μυαλό μου ιστορίες νέων ανθρώπων που καταλήγουν φυλακή και όσα χρόνια και αν περάσουν, οι κοινοί παρονομαστές είναι πάντα οι ίδιοι…
Ο κ. Πίττας που χαρακτηριζόταν ως «πεταλούδα» ή «φαντομάς», γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1896. Όταν ήταν νέος πηδούσε από παράθυρα τις νύχτες και ξάφριζε σπίτια και μαγαζιά. Λίγο πριν πεθάνει όμως ήρθε αντίπαλος με την συνείδηση του.
«Έχουν και οι κλέφτες ανθρωπιά, γιατί αναγκάστηκαν να γίνουν έτσι. Χωρίς πατρική στοργή, μια σειρά με ατυχίες και μάλιστα στο ξεκίνημα της ζωής, ταλαιπωρίες και ένα σωρό αλλά σε σπρώχνουν, σου φορτώνουν μέσα σου το πάθος», δήλωσε ο «γέρο-Πίττας», αρχίζοντας να εξιστορεί την ιστορία της ζωής του σε συνέντευξη που παραχώρησε σε ηλικία 80 ετών.
Όταν ήταν σε ηλικία τριών ετών πέθανε ο πατέρας του. Μεγάλωσε με τη μητέρα του μέσα στην φτώχεια. Σχολείο δεν πήγε ούτε μια μέρα. Από τα παιδικά του χρόνια άρχισε να «αλητεύει», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, στους δρόμους. Όνειρο του ήταν να γίνει φούρναρης, ωστόσο βρήκε πολλά εμπόδια στο δρόμο του.
«Έπρεπε να κάμεις πολλές βουτιές με το ξύλινο κουτάλι στην κατσαρόλα για να αρπάξεις δυο φασόλια. Και η κατσαρόλα έμπαινε στη φωτιά των ξύλων μια φορά την εβδομάδα. Ήλθε η ηλικία του σχολείου, αλλά δεν γνώρισα ούτε μια μέρα. Δεν αδικώ την μακαρίτισσα την μάνα μου. Άρχισα να αλητεύω στους δρόμους. Από αυτούς ξεσκόλισα. Όμως ότι και να ήμουν ήθελα να γίνω κάτι. Να μάθω μια τέχνη. Αλλά τα αφεντικά τότε είχα άλλη νοοτροπία. Έπρεπε πρώτα να περάσεις από το στάδιο δούλου για ένα και πολλές φορές για δυο χρόνια και ύστερα να σε στρέψουν στην τέχνη. Και έπρεπε να έχεις και τα μέσα για να πετύχεις μια τέτοια ευκαιρία. Η τύχη ας το πω, με βοήθησε να πετύχω μια δουλειά. Θα γινόμουν επιτέλους φούρναρης. Με πήρε στο φούρνο του, κάπου εκεί κοντά στην Αγιά Σοφία κάποιος Λεμεσιανός. Και ξεκίνησα στο στάδιο του δούλου με μεροκάματο ένα ψωμί και ένα γρόσι την ημέρα.
Ήρθε όμως η πρώτη ατυχία. Εκεί που όλα πήγαιναν καλά και θα άρχιζα να μαθαίνω την τέχνη του φούρναρη, πήρε πυρκαγιά ο φούρνος και έγινε στάχτη. Αναζήτησα δουλειά σε άλλο φούρνο αλλά δεν βρήκα. Έτσι έπρεπε να προσανατολιστώ σε άλλο επάγγελμα και να περάσω πάλι από τα στάδιο του δούλου».
Το «βάφτισμα» για ένα σάκο…
Για δύο χρόνια ο νεαρός τότε Κώστας Πίττας, χτύπησε αμέτρητες πόρτες για να αναζητήσει δουλειά, αλλά στάθηκε αδύνατο. Περιστασιακά κατάφερνε να εξασφαλίσει μερικά γρόσια, πλένοντας φλιτζάνια και ποτήρια σε κανένα καφενείο ή ξεχορτίζοντας κήπους αριστοκρατών της εποχής εκείνης.
Στις αρχές του 1910 ο «γέρο-πίττας» γυρόφερνε στους δρόμους μαζί με κάποιους φίλους του, «της ίδιας πάστας», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Εκείνο το βράδυ, ήταν και το «βάφτισμα» του στις κλοπές…
«Ήταν μια νύχτα παγωμένη και εκεί που γυροφέρναμε στους δρόμους πήρε το μάτι μας ένα ανοιχτό παράθυρο. Είσαι βλάκας Κωστή μου είπε ο φίλος μου. Έχουμε μια ευκαιρία να φορέσουμε και εμείς επιτέλους ένα σάκο για να μην πεθάνουμε από την παγωνιά. Ήταν το βάφτισμα. Φανταστικά το κορμί μου σε ένα σάκο και δεν σήκωσα δεύτερη κουβέντα. Με σκάλα την πλάτη μου, ο φίλος μου μπήκε στο σπίτι από το ανοιχτό παράθυρο και σε λίγα λεπτά κατεβήκαμε με ένα σάκο και ένα γιλέκο. Το φόρεσα 2-3 μέρες. Ένα μεσημέρι ενώ περπατούσα με άρπαξαν δυο αστυνομικοί. Και ασφαλώς τα είπα όλα. Το Δικαστήριο με καταδίκασε σε ένα μήνα φυλάκιση και τον φίλο μου σε τρεις μήνες».
Όταν βγήκε από τη φυλακή ο Κώστας Πίττας προσπάθησε να βρει ξανά δουλειά αλλά και πάλι φάνηκα άτυχος. Ύστερα από λίγο καιρό αποφυλακίστηκε και ο φίλος μου. Μαζί ξανά κλέψαμε 5-6 φορές χωρίς να τους πιάσουν. Ωστόσο λίγο αργότερα, μια διάρρηξη από ένα σπίτι στη Λευκωσία όπου έκλεψα τρεις λίρες, ήταν η αφορμή για να καταδικαστεί ξανά σε φυλάκιση, ενώ εκ τότε έγινε στόχος της Αστυνομίας.
Όπως υποστήριξε, ένας αστυνομικός τον κέρασε καφέ και πήρε το ποτήρι για να συνδέσει τα δαχτυλικά του αποτυπώματα με διαρρήξεις και κλοπές. Από τότε ο Πίττας μπαινόβγαινε στη φυλακή, ενώ δήλωνε ότι του φόρτωναν κλοπές που δεν έκανε και έβαζαν μάρτυρες να ψευδομαρτυρήσουν εναντίον του.
«Ήταν καταραμένη η ώρα που γεννήθηκα»
Ο Κώστας Πίττας ήταν υπεύθυνος του φούρνου στις φυλακές. Τα χρόνια πίσω από το κελί τον σημάδεψαν και τα χαρακτήρισε ως «σταθμό». Μετά την αποφυλάκιση του ήθελε να αλλάξει ζωή. Και τα κατάφερε μέχρι που τον λύγισαν οι κακοτυχίες…
Όταν αποφυλακίστηκε γνώρισε μια κοπέλα και περίμενε να γίνει πατέρας, ενώ εργαζόταν και έπαιρνε κάποια χρήματα. Η σύζυγος του έχασε το πρώτο τους
παιδί αλλά προσπάθησε να μην χάσει το κουράγιο του. Ωστόσο η μοίρα του επιφύλασσε δεύτερο χτύπησα. Η σύζυγος του έχασε και το δεύτερο τους παιδί που περίμενε.
«Ήταν καταραμένη η ώρα που γεννήθηκα. Σαν έχασα το δεύτερο μου παιδί, έχασα και τον εαυτό μου. Κατάλαβα πώς το πεπρωμένο μου ήταν εκείνο του Δεκέμβριου του 1910 με την κλοπή του γιλέκου. Και βεβαιώθηκα με ένα περιστατικό που μου ήρθε στις δύσκολες εκείνες στιγμές. Εκεί που περπατούσε με προσέγγισε ένας παλιός φίλος. Μου είπε για μια μεγάλη ευκαιρία για να γίνουμε πλούσιοι. Να κλέψουμε μια αποθήκη με κασμήρια. Και σε λίγες μέρες βρέθηκα και πάλι στη φυλακή… Άδικα όμως μπήκα φυλακή. Δεν ήταν δική μου ιδέα. Ένας βαλτός αλήτης και ρουφιάνος με τύλιξε με διάφορα προσχήματα σε μια στιγμή που κονταροχτυπιόμουν με το υποσυνείδητο μου, που ήταν στο στάδιο να συνειδητοποιήσω πως το πεπρωμένο μου ήταν να γίνω και να πεθάνω κλέφτης».
Τότε μίσησε όλο τον κόσμο και στράφηκε προς τον δρόμο του θεού, στον οποίο μόνο έδειχνε αγάπη και εμπιστοσύνη. Ήταν χαμένος. Ένιωθε πικρία και αγανάκτηση, ενώ στο μυαλό του είχε την εκδίκηση.
Όπως όλοι οι κατάδικοι, έτσι και ο Πίττας διακαιόταν κάποιο επίδομα. Φεύγοντας ξανά όμως από τη φυλακή ζήτησε όπως τα χρήματα του κατατεθούν στο ταμείο τον φυλακών.
«Ονειρεύτηκαν να ξεπληρώσω κάποτε μια υποχρέωση μου. Να χτίσω ένα παρεκκλήσι στις Κεντρικές φυλακές. Εξάλλου συνειδητοποίησα πως εκεί θα περνούσε τα μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου και έπρεπε να φροντίσω για όλα».
Πήγε να κλέψει εκκλησία και το μετάνιωσε
Μετά την αποφυλάκιση του, ο Πίττας ασχολήθηκε με τις μικροκλοπές, όπως ανέφερε, ενώ έλεγε πως του φόρτωναν και κλοπές που δεν έκανε αναφερόμενος σε μια κλοπή ντοματών.
Στη συνέντευξη του, μίλησε και για την κλοπή που πήγε να διαπράξει από εκκλησία, η οποία ωστόσο έμεινε στη μέση αφού το μετάνιωσε.
Όπως ανέφερε, πήγε για να κλέψει το παγκάρι αλλά εξερχόμενος από την εκκλησία ένιωσε να παγώνει και άφησε τα λεφτά και έφυγε.
«Σαν δεις στο κρεβάτι ξαπλωμένη μια ωραία γυναίκα που δεν κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει τη γύμνια της, τι κάνεις τότε; Λεφτά και γυναίκες έχουν την
ίδια γλύκα. Προκαλούν το ίδιο…»
Ο Κώστας Πίττας μίλησε και για την δράση του στον απελευθερωτικό αγώνα, λέγοντας τότε έμαθε ότι ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης ήθελε να δραπετεύσει και ήθελε να τον βοηθήσει , ενώ συμμετείχε σε μια αντικυβερνητική διαδήλωση, για την οποία βρέθηκε στο εδώλιο και πάλι.
«Δεν έχω ιδέα αλλά παραδέχομαι κύριε Δικαστά. Μεγάλη μου τιμή» δήλωσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου το οποίο τελικά τον απάλλαξε από τις κατηγορίες.
Στη συνέχεια εργάστηκε στο σπίτι του Γιωρκάτζη αλλά όχι πολύ καιρό, αφού τον ξανά συνέλαβαν για διάρρηξη σε καφενείο.
Ο Κώστας Πίττας μπαινόβγαινε μέσα στις φυλακές μέχρι τον θάνατο του, ενώ στα 80 του χρόνια, οπότε έδωσε τη συνέντευξη, έπασχε από έλκος και δήλωνε ότι «σε ένα χρόνο θα πεθάνω».