Δεν έτυχε δίκαιης δίκης στο δικαστήριο λόγω… συμπεθέρων – Δικαιώθηκε 20 χρόνια μετά
20:56 - 09 Ιανουαρίου 2018
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) δικαίωσε σήμερα τον Αγγλοκύπριο πιλότο Πάμπο Νίκολας, στην προσφυγή του κατά της Δημοκρατίας για παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη.
Πρόκειται για πρώην πιλότο των Κυπριακών Αερογραμμών, ο οποίος το 1998 είχε προσφύγει κατά τις εταιρείας στα κυπριακά δικαστήρια για παράνομη απόλυση και δυσφήμιση. Η υπόθεση απορρίφθηκε τόσο από το Επαρχιακό Δικαστήριο το 2006, όσο και από το Ανώτατο το 2010.
Μετά την απόρριψη της έφεσης, ο αιτητής ανακάλυψε ότι ο γιος ενός εκ των δικαστών του Ανωτάτου που αποφάνθηκαν επί της υπόθεσής του ήταν παντρεμένος με την κόρη ενός εκ των συνεταίρων του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπούσε την εταιρεία και ότι το ζευγάρι αυτό εργαζόταν από κοινού στο δικηγορικό γραφείο.
Ο κ. Νικόλας προσέφυγε τον Οκτώβριο του 2010 στο ΕΔΑΔ εναντίον της Κύπρου, στη βάση του Άρθρου 6§1 για το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, υποστηρίζοντας ότι η εξέταση της έφεσής του στο Ανώτατο δεν ήταν αμερόληπτη.
Σε δηλώσεις του στο ΚΥΠΕ, ο κ. Νίκολας είπε ότι νιώθει δικαιωμένος από την απόφαση. Σημείωσε ωστόσο ότι δεν υπέβαλε κάποιο αίτημα για αποζημίωση, καθώς εκπροσωπούσε ο ίδιος τον εαυτό του και εξέφρασε την πρόθεσή του να προσφύγει εκ νέου στα κυπριακά δικαστήρια.
Σύμφωνα με το ΕΔΑΔ, ο αιτητής εκπροσωπήθηκε αρχικά από τον δικηγόρο Λ.Λουκαΐδη, στις 3 Αυγούστου του 2016 ενημέρωσε όμως το Δικαστήριο ότι παύει η εκπροσώπησή του. Ως εκ τούτου έλαβε κατ’ εξαίρεση άδεια να εκπροσωπήσει τον εαυτό του. Τη Δημοκρατία εκπροσώπησε στο ΕΔΑΔ ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης.
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο αναφέρεται στο θέμα που εγείρει ο αιτητής λόγω της εξ αγχιστείας συγγένειας του δικαστή με τον νομικό εκπρόσωπο της εταιρείας, διαμέσου των παιδιών τους και σημειώνει ότι «ο δεσμός αυτός καθ’ αυτός αρκεί για να δικαιολογήσει αντικειμενικά τους φόβους του αιτητή», αναφορικά με την αμεροληψία του δικαστή.
Προστίθεται στην απόφαση ότι το κυπριακό δίκαιο δίνει τη δυνατότητα στους δικαστές να αποσυρθούν από μια υπόθεση για προσωπικούς λόγους, ακόμη και αν δεν έχει τεθεί τέτοιο θέμα.
Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο λόγο που επικαλέστηκε ο αιτητής, ότι δηλαδή το ζευγάρι εργαζόταν στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε την εταιρεία, το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι οικογενειακοί δεσμοί ενός δικαστή με έναν εργαζόμενο σε δικηγορικό γραφείο, το οποίο εκπροσωπεί την μια πλευρά σε μια υπόθεση, δεν αποτελούν από μόνοι τους λόγο για να αποκλειστεί ο δικαστής.
Αν και δεν απαιτείται απαραίτητα ο αυτόματος αποκλεισμός του δικαστή λόγω αυτών των δεσμών «είναι, ωστόσο, μια κατάσταση ή μια σχέση που θα μπορούσε να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστή» προστίθεται. Το κατά πόσο δικαιολογούνται αυτές οι επιφυλάξεις, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένοι άλλοι παράγοντες, συμπληρώνεται.
Στην απόφαση γίνεται επίσης αναφορά στο μικρό μέγεθος της Κύπρου και προστίθεται ότι είναι πιθανό να προκύπτουν συχνότερα ανάλογες περιπτώσεις. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, τυχόν παράπονα περί αμεροληψίας δεν θα πρέπει να παραλύουν το νομικό σύστημα του εναγομένου κράτους, ενώ οι υπερβολικά αυστηροί κανονισμοί σε σχέση με τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν αδικαιολόγητα την απονομή της δικαιοσύνης.
Προστίθεται ότι για λόγους αμεροληψίας, όταν εγείρεται μια τέτοια κατάσταση, το γεγονός θα πρέπει να γνωστοποιείται κατά την έναρξη της διαδικασίας.
Στην παρούσα υπόθεση, τέτοια γνωστοποίηση δεν έγινε και ο αιτητής ανακάλυψε τη σύνδεση μετά από την έκδοση της απόφασης σε σχέση με την έφεσή του, γεγονός που σύμφωνα με το ΕΔΑΔ «δημιούργησε μια εντύπωση μεροληψίας».
Πρόκειται για πρώην πιλότο των Κυπριακών Αερογραμμών, ο οποίος το 1998 είχε προσφύγει κατά τις εταιρείας στα κυπριακά δικαστήρια για παράνομη απόλυση και δυσφήμιση. Η υπόθεση απορρίφθηκε τόσο από το Επαρχιακό Δικαστήριο το 2006, όσο και από το Ανώτατο το 2010.
Μετά την απόρριψη της έφεσης, ο αιτητής ανακάλυψε ότι ο γιος ενός εκ των δικαστών του Ανωτάτου που αποφάνθηκαν επί της υπόθεσής του ήταν παντρεμένος με την κόρη ενός εκ των συνεταίρων του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπούσε την εταιρεία και ότι το ζευγάρι αυτό εργαζόταν από κοινού στο δικηγορικό γραφείο.
Ο κ. Νικόλας προσέφυγε τον Οκτώβριο του 2010 στο ΕΔΑΔ εναντίον της Κύπρου, στη βάση του Άρθρου 6§1 για το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, υποστηρίζοντας ότι η εξέταση της έφεσής του στο Ανώτατο δεν ήταν αμερόληπτη.
Σε δηλώσεις του στο ΚΥΠΕ, ο κ. Νίκολας είπε ότι νιώθει δικαιωμένος από την απόφαση. Σημείωσε ωστόσο ότι δεν υπέβαλε κάποιο αίτημα για αποζημίωση, καθώς εκπροσωπούσε ο ίδιος τον εαυτό του και εξέφρασε την πρόθεσή του να προσφύγει εκ νέου στα κυπριακά δικαστήρια.
Σύμφωνα με το ΕΔΑΔ, ο αιτητής εκπροσωπήθηκε αρχικά από τον δικηγόρο Λ.Λουκαΐδη, στις 3 Αυγούστου του 2016 ενημέρωσε όμως το Δικαστήριο ότι παύει η εκπροσώπησή του. Ως εκ τούτου έλαβε κατ’ εξαίρεση άδεια να εκπροσωπήσει τον εαυτό του. Τη Δημοκρατία εκπροσώπησε στο ΕΔΑΔ ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης.
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο αναφέρεται στο θέμα που εγείρει ο αιτητής λόγω της εξ αγχιστείας συγγένειας του δικαστή με τον νομικό εκπρόσωπο της εταιρείας, διαμέσου των παιδιών τους και σημειώνει ότι «ο δεσμός αυτός καθ’ αυτός αρκεί για να δικαιολογήσει αντικειμενικά τους φόβους του αιτητή», αναφορικά με την αμεροληψία του δικαστή.
Προστίθεται στην απόφαση ότι το κυπριακό δίκαιο δίνει τη δυνατότητα στους δικαστές να αποσυρθούν από μια υπόθεση για προσωπικούς λόγους, ακόμη και αν δεν έχει τεθεί τέτοιο θέμα.
Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο λόγο που επικαλέστηκε ο αιτητής, ότι δηλαδή το ζευγάρι εργαζόταν στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε την εταιρεία, το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι οικογενειακοί δεσμοί ενός δικαστή με έναν εργαζόμενο σε δικηγορικό γραφείο, το οποίο εκπροσωπεί την μια πλευρά σε μια υπόθεση, δεν αποτελούν από μόνοι τους λόγο για να αποκλειστεί ο δικαστής.
Αν και δεν απαιτείται απαραίτητα ο αυτόματος αποκλεισμός του δικαστή λόγω αυτών των δεσμών «είναι, ωστόσο, μια κατάσταση ή μια σχέση που θα μπορούσε να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστή» προστίθεται. Το κατά πόσο δικαιολογούνται αυτές οι επιφυλάξεις, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένοι άλλοι παράγοντες, συμπληρώνεται.
Στην απόφαση γίνεται επίσης αναφορά στο μικρό μέγεθος της Κύπρου και προστίθεται ότι είναι πιθανό να προκύπτουν συχνότερα ανάλογες περιπτώσεις. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, τυχόν παράπονα περί αμεροληψίας δεν θα πρέπει να παραλύουν το νομικό σύστημα του εναγομένου κράτους, ενώ οι υπερβολικά αυστηροί κανονισμοί σε σχέση με τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν αδικαιολόγητα την απονομή της δικαιοσύνης.
Προστίθεται ότι για λόγους αμεροληψίας, όταν εγείρεται μια τέτοια κατάσταση, το γεγονός θα πρέπει να γνωστοποιείται κατά την έναρξη της διαδικασίας.
Στην παρούσα υπόθεση, τέτοια γνωστοποίηση δεν έγινε και ο αιτητής ανακάλυψε τη σύνδεση μετά από την έκδοση της απόφασης σε σχέση με την έφεσή του, γεγονός που σύμφωνα με το ΕΔΑΔ «δημιούργησε μια εντύπωση μεροληψίας».