Συνεχίστηκε η δίκη της Λαϊκής με την κατάθεση του Διευθύνοντος Συμβούλου της PwC Κύπρου
17:23 - 29 Ιανουαρίου 2018
Η PwC είχε προειδοποιήσει τη Διοίκηση της πρώην Λαϊκής Τράπεζας για το ενδεχόμενο ύπαρξης απομείωσης της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα το 2011, ανέφερε σήμερα ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ο Διευθύνων Σύμβουλος της PwC Κύπρου Ευγένιος Ευγενίου, σημειώνοντας ότι υπήρχε «ξεκάθαρη ένδειξη» για κάτι τέτοιο γι΄ αυτό και θα έπρεπε να διενεργείτο ο απαραίτητος έλεγχος από την τράπεζα.
Ο κ. Ευγενίου κατέθεσε σήμερα ως μάρτυρας κατηγορίας στην ποινική υπόθεση εναντίον υψηλόβαθμων στελεχών της πρώην Λαϊκής Τράπεζας. Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι ο Ευθύμιος Μπουλούτας, τότε Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου της Λαϊκής, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μάρκος Φόρος.
Κατά την εξέτασή του από την Εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, ο κ. Ευγενίου ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η PwC μαζί με τη Grant Thornton ήταν οι εξωτερικοί ελεγκτικοί οίκοι που διενεργούσαν τον έλεγχο στα οικονομικά αποτελέσματα της τράπεζας.Ο μάρτυρας είπε ότι η PwC είχε την κύρια ευθύνη της διενέργειας του ελέγχου της απομείωσης της υπεραξίας της τράπεζας, το αποτέλεσμα του οποίου χρειαζόταν όμως και τη σύμφωνο γνώμη της Grant Thornton.
Ο κ. Ευγενίου είπε ότι η εξέταση της απομείωσης της υπεραξίας αποτελεί μια υποκειμενική διαδικασία, η οποία γίνεται, όπως διευκρίνισε, στη βάση των επιχειρηματικών σχεδιασμών και των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν, σημειώνοντας παράλληλα ότι «η υποκειμενικότητα θα πρέπει να κινείται μέσα σε κάποια αποδεκτά και λογικά πλαίσια».
Ανέφερε επίσης ότι οι εξωτερικοί ελεγκτές είχαν προειδοποιήσει για το ενδεχόμενο ύπαρξης απομείωσης της υπεραξίας, η οποία θα έπρεπε να είχε καταγραφεί στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας. Ανέφερε ακόμη ότι η εισήγηση του ελεγκτικού οίκου προς τη Διεύθυνση της Τράπεζας ήταν ότι θα έπρεπε ο έλεγχος για την απομείωση της υπεραξίας να γινόταν κάθε τρίμηνο.
Ο κ. Ευγενίου σημείωσε ότι είχαν εκφράσει τη θέση ότι θα έπρεπε να γινόταν η άσκηση του ελέγχου της απομείωσης, ωστόσο η άποψη της διοίκησης της τράπεζας, όπως υποστήριξε, ήταν ότι θα έπρεπε πρώτα να ξεκαθαρίσει το θέμα της απομείωσης του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων.
Η Διοίκηση της τράπεζας, συνέχισε, ήθελε να υπάρξει μεγαλύτερη ορατότητα σε σχέση με την απομείωηση των ελληνικών ομολόγων και τις πιθανές επιπτώσεις στην τράπεζα σε συνάρτηση και με την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα. Είπε επίσης ότι η Διεύθυνση της τράπεζας διαβεβαίωνε ότι θα διενεργείτο έλεγχος απομείωσης για την εννιάμηνη περίοδο στο τέλος του Σεπτεμβρίου του 2011.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της PwC Κύπρου υποστήριξε ότι λόγω της ζημιάς που προέκυπτε από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων ύψους €1,2 δις -κάτι που θα σήμαινε ανάγκη για κεφάλαια - και της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, υπήρχε «ξεκάθαρη ένδειξη» για απομείωση της υπεραξίας γι΄ αυτό και θα έπρεπε να γινόταν ο έλεγχος στα πλαίσια της ανακοίνωσης των οικονομικών αποτελεσμάτων για την εννιαμηνιαία περίοδο.
«Από τη στιγμή που η τράπεζα ήξερε ότι θα είχε μια τεράστια ζημιά πέραν του €1 δις λόγω του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων και ότι θα χρειαζόταν κεφάλαια θα έπρεπε να γίνει έλεγχος της απομείωσης» με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, πρόσθεσε.
.
Ο κ. Ευγενίου είπε επίσης ότι η ζημιά που είχε αναγνωριστεί από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων δεν δημιουργούσε άμεσα ανάγκες για κεφάλαια για να ξεκαθαρίσει ότι παρόλο που δεν επηρεάζει τα κεφάλαια, εντούτοις επηρεάζει τη κερδοφορία λέγοντας ότι ήταν κάτι που η τράπεζα αντιμετώπιζε ως δευτερεύων ζήτημα.
Ανέφερε ακόμη ότι ο ελεγκτικός οίκος με επιστολή του ημερομηνίας 8/12/2011, λίγες μέρες δηλαδή μετά που ανακοινώθηκαν τα οικονομικά αποτελέσματα για την εννιμηνιαία περίοδο του 2011, προς τον Πρόεδρο του ΔΣ της τράπεζας είχε εκφράσει τη διαφωνία του για το ότι δεν αναγνωρίστηκε και δεν συμπεριλήφθηκε στις οικονομικές καταστάσεις η ζημιά από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων και δεν είχε γίνει έλεγχος της απομείωσης της υπεραξίας.
«Εκφράζαμε επίσης την ανησυχία μας για τα θέματα του δανειακού χαρτοφυλακίου και την ανησυχία μας για το κατά πόσον η τράπεζα θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί ως βιώσιμη μονάδα», κατέληξε.
Αύριο θα ακολουθήσει η αντεξέταση του κ. Ευγενίου από τους συνηγόρους υπεράσπισης των κατηγορουμένων.
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες, η πρώτη για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και η δεύτερη για το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης.
Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, χειραγώγησαν την αγορά. Δηλαδή, ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, διέδωσαν πληροφορίες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο κοινό που έδιναν παραπλανητικές ενδείξεις. Δηλαδή, ενώ γνώριζαν ότι υπήρξε απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα (Marfin Egnatia Bank), η οποία ανερχόταν στα €330 εκ. τουλάχιστον, παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.
Κατηγορούνται, επίσης, ότι με την με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, και ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, προέβησαν σε παραπλανητική ανακοίνωση. Δηλαδή, στις 29/11/11 δημοσιοποίησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου τη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011, αποκρύβοντας την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της εταιρείας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.
Ο κ. Ευγενίου κατέθεσε σήμερα ως μάρτυρας κατηγορίας στην ποινική υπόθεση εναντίον υψηλόβαθμων στελεχών της πρώην Λαϊκής Τράπεζας. Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι ο Ευθύμιος Μπουλούτας, τότε Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου της Λαϊκής, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μάρκος Φόρος.
Κατά την εξέτασή του από την Εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, ο κ. Ευγενίου ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η PwC μαζί με τη Grant Thornton ήταν οι εξωτερικοί ελεγκτικοί οίκοι που διενεργούσαν τον έλεγχο στα οικονομικά αποτελέσματα της τράπεζας.Ο μάρτυρας είπε ότι η PwC είχε την κύρια ευθύνη της διενέργειας του ελέγχου της απομείωσης της υπεραξίας της τράπεζας, το αποτέλεσμα του οποίου χρειαζόταν όμως και τη σύμφωνο γνώμη της Grant Thornton.
Ο κ. Ευγενίου είπε ότι η εξέταση της απομείωσης της υπεραξίας αποτελεί μια υποκειμενική διαδικασία, η οποία γίνεται, όπως διευκρίνισε, στη βάση των επιχειρηματικών σχεδιασμών και των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν, σημειώνοντας παράλληλα ότι «η υποκειμενικότητα θα πρέπει να κινείται μέσα σε κάποια αποδεκτά και λογικά πλαίσια».
Ανέφερε επίσης ότι οι εξωτερικοί ελεγκτές είχαν προειδοποιήσει για το ενδεχόμενο ύπαρξης απομείωσης της υπεραξίας, η οποία θα έπρεπε να είχε καταγραφεί στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας. Ανέφερε ακόμη ότι η εισήγηση του ελεγκτικού οίκου προς τη Διεύθυνση της Τράπεζας ήταν ότι θα έπρεπε ο έλεγχος για την απομείωση της υπεραξίας να γινόταν κάθε τρίμηνο.
Ο κ. Ευγενίου σημείωσε ότι είχαν εκφράσει τη θέση ότι θα έπρεπε να γινόταν η άσκηση του ελέγχου της απομείωσης, ωστόσο η άποψη της διοίκησης της τράπεζας, όπως υποστήριξε, ήταν ότι θα έπρεπε πρώτα να ξεκαθαρίσει το θέμα της απομείωσης του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων.
Η Διοίκηση της τράπεζας, συνέχισε, ήθελε να υπάρξει μεγαλύτερη ορατότητα σε σχέση με την απομείωηση των ελληνικών ομολόγων και τις πιθανές επιπτώσεις στην τράπεζα σε συνάρτηση και με την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα. Είπε επίσης ότι η Διεύθυνση της τράπεζας διαβεβαίωνε ότι θα διενεργείτο έλεγχος απομείωσης για την εννιάμηνη περίοδο στο τέλος του Σεπτεμβρίου του 2011.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της PwC Κύπρου υποστήριξε ότι λόγω της ζημιάς που προέκυπτε από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων ύψους €1,2 δις -κάτι που θα σήμαινε ανάγκη για κεφάλαια - και της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, υπήρχε «ξεκάθαρη ένδειξη» για απομείωση της υπεραξίας γι΄ αυτό και θα έπρεπε να γινόταν ο έλεγχος στα πλαίσια της ανακοίνωσης των οικονομικών αποτελεσμάτων για την εννιαμηνιαία περίοδο.
«Από τη στιγμή που η τράπεζα ήξερε ότι θα είχε μια τεράστια ζημιά πέραν του €1 δις λόγω του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων και ότι θα χρειαζόταν κεφάλαια θα έπρεπε να γίνει έλεγχος της απομείωσης» με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, πρόσθεσε.
.
Ο κ. Ευγενίου είπε επίσης ότι η ζημιά που είχε αναγνωριστεί από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων δεν δημιουργούσε άμεσα ανάγκες για κεφάλαια για να ξεκαθαρίσει ότι παρόλο που δεν επηρεάζει τα κεφάλαια, εντούτοις επηρεάζει τη κερδοφορία λέγοντας ότι ήταν κάτι που η τράπεζα αντιμετώπιζε ως δευτερεύων ζήτημα.
Ανέφερε ακόμη ότι ο ελεγκτικός οίκος με επιστολή του ημερομηνίας 8/12/2011, λίγες μέρες δηλαδή μετά που ανακοινώθηκαν τα οικονομικά αποτελέσματα για την εννιμηνιαία περίοδο του 2011, προς τον Πρόεδρο του ΔΣ της τράπεζας είχε εκφράσει τη διαφωνία του για το ότι δεν αναγνωρίστηκε και δεν συμπεριλήφθηκε στις οικονομικές καταστάσεις η ζημιά από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων και δεν είχε γίνει έλεγχος της απομείωσης της υπεραξίας.
«Εκφράζαμε επίσης την ανησυχία μας για τα θέματα του δανειακού χαρτοφυλακίου και την ανησυχία μας για το κατά πόσον η τράπεζα θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί ως βιώσιμη μονάδα», κατέληξε.
Αύριο θα ακολουθήσει η αντεξέταση του κ. Ευγενίου από τους συνηγόρους υπεράσπισης των κατηγορουμένων.
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες, η πρώτη για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και η δεύτερη για το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης.
Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, χειραγώγησαν την αγορά. Δηλαδή, ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, διέδωσαν πληροφορίες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο κοινό που έδιναν παραπλανητικές ενδείξεις. Δηλαδή, ενώ γνώριζαν ότι υπήρξε απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα (Marfin Egnatia Bank), η οποία ανερχόταν στα €330 εκ. τουλάχιστον, παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.
Κατηγορούνται, επίσης, ότι με την με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, και ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, προέβησαν σε παραπλανητική ανακοίνωση. Δηλαδή, στις 29/11/11 δημοσιοποίησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου τη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011, αποκρύβοντας την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της εταιρείας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.
Πηγή: KYΠΕ