«Έχω ένα πιστόλι… Έβαλα τη γεμιστήρα. Το όπλισα. Περιμένω»
12:32 - 23 Ιανουαρίου 2018

Το χθεσινό βράδυ έξω από τα γραφεία της εφημερίδας «Αφρίκα» είχε διαφορετικό παλμό από τον πρωινό… Άλλος κόσμος, με άλλες απόψεις μαζεύτηκε έξω από τα γραφεία ως ένδειξη υποστήριξης στην εφημερίδα που το πρωί έγινε στόχος φασιστικών στοιχείων, που με τις «ευλογίες» του Τούρκου ηγέτη και τη χρήση βίας προσπάθησαν να εισέλθουν στο κτήριο.
Ο εκδότης και δημοσιογράφος της εφημερίδας, Σενέρ Λεβέντ, μέσα από τη στήλη του με τίτλο: «Ιδού το πραγματικό πρόσωπο του φασισμού», περιγράφει τα χθεσινά κακώς κείμενα της χθεσινής ημέρας αλλά και το ανθρώπινο τείχος που δημιουργήθηκε προς υπεράσπιση τους το βράδυ. «Ο φανατικός, σκοτεινός όχλος που άρχιζε να στοιβάζεται μπροστά την εφημερίδα από νωρίς το πρωί, φωνάζοντας ο Αλλάχ είναι μεγάλος. Και ξαφνικά άρχισε μια βροχή από πέτρες. Τεράστιες πέτρες. Σαν κομμάτια από βράχο», αναφέρει ο Σενέρ Λεβέντ.
«Εκείνοι που έκαναν κομμάτια τα τζάμια μας αναρριχούνται στο μπαλκόνι, στα παράθυρα για να μπουν μέσα. Και μπαίνουν μέσα. Οι φίλοι λένε πανικόβλητοι:«Έρχονται να σε σκοτώσουν». Έχω ένα πιστόλι. Με άδεια. Το πήρα όταν δεχτήκαμε πυροβολισμούς. Έβαλα τη γεμιστήρα. Το όπλισα. Περιμένω», ο φόβος για τη ζωή τους μέσα από το περιγραφικό άρθρο του ιδιοκτήτη της «Αφρίκα» είναι εμφανής.
Πέφτει η νύχτα και όλα αλλάζουν… «Αυτή τη στιγμή είναι νύκτα. Μια ομάδα περίπου τριακοσίων φίλων, που ήρθαν για να μας στηρίξουν, φυλάνε σκοπιά έξω, μπροστά στην εφημερίδα. Ο σκοτεινός αυτός όχλος, η ομάδα των φανατικών στους οποίους απηύθυνε έκκληση για λιντσάρισμα ο Ταγίπ Ερντογάν, δεν κατάφερε να μας σκοτώσει»
Δείτε αυτούσιο το άρθρο του Σενέρ Λεβέντ στην εφημερίδα «Πολίτης»:
«Γράφω εδώ και τόσα χρόνια, αλλά δεν ξέρω πώς να αρχίσω αυτό το άρθρο. Από πού να αρχίσω; Πώς να αρχίσω; Σκοτείνιασε ο καιρός. Και αυτή τη στιγμή είναι νύκτα. Μπροστά στην εφημερίδα μας συμβαίνει ό,τι και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Γίνεται χαμός. Αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικά τα πράγματα από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Υπάρχουν μάζες που ήρθαν για να μας υποστηρίξουν. Δημιούργησαν ένα ανθρώπινο τείχος μπροστά από την εφημερίδα μας. Περιμένουν εκείνους που θα έρθουν από απέναντι. Ποιοι θα έρθουν από απέναντι; Εκείνοι που φωνάζουν ο Αλλάχ είναι μεγάλος! Εκείνοι που βράζουν στο ίδιο καζάνι με αυτούς που ήρθαν το πρωί. Δηλαδή, οι δύο ομάδες είναι η μια απέναντι από την άλλη. Ανάμεσά τους μπήκε η μονάδα άμεσης δράσης. Οι απέναντι έρχονται κραυγάζοντας «πεθαίνω Τουρκία μου, πεθαίνω». Ο αέρας είναι βαρύς σαν μολύβι. Η ατμόσφαιρα τεταμένη πολύ. Μπορεί να συμβούν τα πάντα ανά πάσα στιγμή.
Τα ζούμε αυτά εδώ από τις εννιά η ώρα το πρωί. Σάμπως και το μέρος τούτο είναι το Σίβας και όχι η Λευκωσία. Είμαστε στο ξενοδοχείο Μαντιμάκ στο Σίβας, όπου κάηκαν ζωντανοί διανοούμενοι. Ο φανατικός, σκοτεινός όχλος που άρχιζε να στοιβάζεται μπροστά την εφημερίδα από νωρίς το πρωί, φωνάζοντας ο Αλλάχ είναι μεγάλος. Και ξαφνικά άρχισε μια βροχή από πέτρες. Τεράστιες πέτρες. Σαν κομμάτια από βράχο. Τα τζάμια της εφημερίδας στον δεύτερο όροφο πέφτουν στο έδαφος με πάταγο. Μέσα είμαστε περίπου είκοσι άτομα. Κατεβάσαμε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές από τα τραπέζια για να μην πάθουν ζημιά. Παντού πέφτουν πέτρες. Τι κάνει η αστυνομία; Παρακολουθεί! Η αστυνομία δεν μπορεί να εμποδίσει εκείνους που μπροστά στα μάτια της αρπάζουν πέτρες και τις πετάνε. Τηλεφωνώ στον γενικό διευθυντή της αστυνομίας. «Βρίσκεται σε συνάντηση», λέει η γραμματέας του. «Είναι πολύ επείγον», της λέω. «Είναι σε σύσκεψη», λέει πάλι η γραμματέας μετά από σύντομη παύση. «Τότε ρωτήστε τον», της λέω, «μήπως περιμένει να μας σκοτώσουν;». Και κλείνω το τηλέφωνο.
Τα πάντα συμβαίνουν μέχρι να ανοίξεις και να κλείσεις τα μάτια σου. Εκείνοι που έκαναν κομμάτια τα τζάμια μας αναρριχούνται στο μπαλκόνι, στα παράθυρα για να μπουν μέσα. Και μπαίνουν μέσα. Οι φίλοι λένε πανικόβλητοι: «Έρχονται να σε σκοτώσουν». Έχω ένα πιστόλι. Με άδεια. Το πήρα όταν δεχτήκαμε πυροβολισμούς. Έβαλα τη γεμιστήρα. Το όπλισα. Περιμένω. Ακριβώς εκείνη την στιγμή η αστυνομία μπαίνει μέσα και εμποδίζει εκείνους που εισήλθαν στην εφημερίδα. Αμυνόμαστε. Ακριβώς όπως στο Μαντιμάκ. Στοιβάζουμε τις καρέκλες και τα τραπέζια πίσω από την πόρτα. Παίρνουμε θέση μπροστά στα παράθυρα. Η υστερία του λιντσαρίσματος που άρχισε στις εννέα η ώρα διαρκεί μέχρι τις δώδεκα.
Είμαστε απέναντι από τη βουλή. Και από την πρεσβεία της Τουρκίας. Στον κήπο της πρεσβείας, οι υπάλληλοι του Ταγίπ ΕρντογΆν παρακολουθούν την υστερία λιντσαρίσματος. Μέσα στη βουλή υπάρχει μια τελετή. Η τελετή ορκωμοσίας των νέων μας βουλευτών. Η Ντογούς Ντεριά, η οποία μόλις τέλειωσε τον όρκο της έκανε το σήμα της νίκης λέγοντας «ώμο με ώμο κατά του φασισμού», γιουχαΐζεται από φανατικούς που βρίσκονται ανάμεσα στο ακροατήριο. Καθώς κατέβαινε από την έδρα, υπήρξε άλλη μια ενέργεια. Ο βουλευτής του Κόμματος της Αναγέννησης Μπερτάν Ζάρογλου, ο οποίος εκτελούσε χρέη γραμματέα, τσαλακώνει ένα χαρτί και της το ρίχνει στο πρόσωπο. Το εσωτερικό της βουλής κοχλάζει όπως συμβαίνει και έξω από αυτήν. Ένας διαδηλωτής, που ανέβηκε στη στέγη της βουλής, βάζει εκεί τις σημαίες τους. Ακριβώς όπως τις έβαλαν και στο δικό μας μπαλκόνι. Κατέβασαν την ταμπέλα της εφημερίδας μας και κρέμασαν την τουρκική σημαία. Αυτό μου θυμίζει τους Κούρδους, στους οποίους τάισαν σκατά στις φυλακές του Ντιγιάρμπακιρ για να τους αναγκάσουν να πουν «είμαι Τούρκος». Αφού παρακολούθησε στην τελετή στη βουλή και βγήκε έξω, ο Μουσταφά Ακιντζί, μόλις είδε την επίθεση που γινόταν κατά της εφημερίδας μας, στράφηκε προς την αστυνομία. «Θα κάψουν το κτήριο. Γιατί δεν επεμβαίνετε;», τους ρώτησε. Και αμέσως γιουχαΐστηκε. Βάδισαν κατά πάνω του. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε.
Αυτή τη στιγμή είναι νύκτα. Μια ομάδα περίπου τριακοσίων φίλων, που ήρθαν για να μας στηρίξουν, φυλάνε σκοπιά έξω, μπροστά στην εφημερίδα. Ο σκοτεινός αυτός όχλος, η ομάδα των φανατικών στους οποίους απηύθυνε έκκληση για λιντσάρισμα ο Ταγίπ Ερντογάν, δεν κατάφερε να μας σκοτώσει. Αλλά δεν υπάρχει επιστροφή πλέον. Η 22 Ιανουαρίου 2018 έγινε ένα νέο κομβικό σημείο στην ιστορία μας. Όλοι είδαν το πραγματικό πρόσωπο του φασισμού. Όλοι είπαν: «Θεέ μου, αυτοί είμαστε εμείς;». Όμως, ο Nietsche έλεγε πως «ο Θεός πέθανε».