Ένοχοι οι 3 κατηγορούμενοι για την κομπίνα με το κρασί στην Ιερά μονή Κύκκου
12:57 - 08 Ιουλίου 2017
Για εξαπάτηση της ιεράς μονής Κύκκου και μαζί των καταναλωτών κρίθηκαν ένοχοι σε ποινική υπόθεση ο υπεύθυνος πωλήσεων των προϊόντων του οινοποιείου της μονής και δύο πρόσωπα που διατηρούν περίπτερα έξω από αυτήν.
Συγκεκριμένα η δικαστής του επαρχιακού δικαστηρίου Λευκωσίας Γεωργία Πετάση-Κορφιώτη τους έκρινε ένοχους για το αδίκημα της συνωμοσίας προς καταδολίευση (επισύρει μέχρι 5 χρόνια φυλάκιση), το οποίο συνίστατο στο ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προμήθευσε και οι άλλοι δύο πωλούσαν άλλης ποιότητας και φθηνότερης τιμής κρασί που παρασκευάζεται από το οινοποιείο της μονής, πλασάροντάς το ως κουμανταρία καλύτερης ποιότητας.
Στις φιάλες, σύμφωνα με τα γεγονότα όπως έγιναν δεκτά από το δικαστήριο μέσα από την αξιολόγηση των μαρτυριών που προσκόμισε η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής Μάρω Χαραλάμπους, είχαν τοποθετήσει ετικέτες που εξασφάλισαν οι ίδιοι, καθώς η μονή είχε πάψει από το 2009 να παράγει το επίδικο κρασί. Αυτό έφερε την ονομασία «Holy Wine» και είχε μεγάλη ζήτηση, καθώς επρόκειτο για κουμανταρία πολύ καλής ποιότητας, ενώ στην πραγματικότητα το κρασί που διατίθετο προς πώληση με αυτό το όνομα ήταν κατώτερης ποιότητας. Συγκεκριμένα, όπως εξηγήθηκε στο δικαστήριο, το «Holy Wine» ήταν ανάμιξη διαφόρων κρασιών (λευκών και ερυθρών) με προσθήκη κουμανταρίας και με χαμηλές ενδείξεις σε «baume» (αλάτι) και σάκχαρα.
Η τιμή πώλησης
Σύμφωνα με την ανακριτική κατάθεση που είχε ληφθεί από τον έναν εκ των περιπτεράδων, η λιανική τιμή στην οποία διέθετε το επίδικο κρασί κυμαινόταν από 12 μέχρι και 27 ευρώ, ενώ από το οινοποιείο της μονής και συγκεκριμένα μέσω του υπευθύνου πωλήσεων το αγόραζε για το ποσό των 4,5 ευρώ. Κατηγορούμενη ήταν και η εταιρεία που διατηρεί ο ένας εκ των περιπτεράδων, η οποία επίσης κρίθηκε ένοχη. Η ποινή θα επιβληθεί σε κατοπινότερο στάδιο και αφού προηγηθούν οι αγορεύσεις των συνηγόρων.
Διευκρινιστικά αναφέρεται ότι ο υπεύθυνος πωλήσεων είχε προμηθεύσει τον έναν εκ των περιπτεράδων με το επίδικο κρασί και αυτός προμήθευσε τον άλλον. Οι ετικέτες που είχαν εκτυπωθεί ανέρχονταν στις χίλιες, σύμφωνα με τη μαρτυρία που έδωσε το πρόσωπο που τις εκτύπωσε, εξηγώντας ότι αυτό έγινε κατόπιν παραγγελίας που του έδωσε ο πωλητής και πληρώθηκαν διά μέσου της εταιρείας που διατηρεί ο ένας εκ των περιπτεράδων.
Η δικαστής κατέληξε στην ενοχή και των τριών κατηγορουμένων λαμβάνοντας κύριως υπόψη της τη μαρτυρία της χημικού και υπεύθυνης παραγωγής του οινοποιείου, η οποία ανέφερε ότι η τελευταία φορά που είχαν εκτυπωθεί ετικέτες του ποτού «Holy Wine» για λογαριασμό της μονής ήταν τον Φεβρουάριο του 2007 από συγκεκριμένο τυπογραφείο στη Λεμεσό. Ακολούθως συνήψαν συνεργασία με άλλο τυπογραφείο στη Λάρνακα, πράγμα για το οποίο είχε γνώση ο υπεύθυνος πωλήσεων, και ήταν από αυτό το τυπογραφείο που παραγγέλθηκαν οι ετικέτες.
Αναξιοπιστία κατηγορουμένων
Η δικαστής, μέσα από μια μακρά απόφαση έκτασης 66 σελίδων, έκρινε αναξιόπιστες τις μαρτυρίες των κατηγορουμένων, ενώ αντίθετα δέχθηκε ως αληθείς τις μαρτυρίες που προσκόμισε η κατηγορούσα αρχή. Ειδικότερα, ένορκες μαρτυρίες έδωσαν μόνο οι περιπτεράδες, ενώ ο πωλητής προέβη σε ανώμοτη δήλωση. Αυτό προφανώς σημαίνει ότι ήθελε να αποφύγει τη βάσανο της αντεξέτασης, την οποία προϋποθέτει η ένορκη μαρτυρία. Ο τελευταίος στην πρώτη ανακριτική κατάθεση που είχε δώσει και με δεδομένο ότι η Αστυνομία είχε ήδη πάρει κατάθεση από το πρόσωπο που εκτύπωσε τις ετικέτες, υποστήριξε ότι με το συγκεκριμένο τυπογραφείο δεν είχε καμιά συνεργασία αφότου αυτή διακόπηκε από τη μονή. Όμως σε δεύτερη κατάθεση ισχυρίστηκε ότι είχε παραγγείλει κάρτες για τον γιο του που ήταν υποψήφιος βουλευτής, καθώς και κάρτες για γάμο και βάπτιση.
Βασική μάρτυρας η χημικός του οινοποιείου - Πώς αποκαλύφθηκε η υπόθεση
Το νήμα της υπόθεσης άρχισε να ξετυλίγεται κατόπιν πληροφορίας η οποία οδήγησε τη χημικό του οινοποιείου να επισκεφθεί το ένα από τα περίπτερα και να αγοράσει ένα μπουκάλι κρασί που έφερε την επωνυμία «Holy Wine». Όταν το εξέτασε στο εργαστήριο διαπίστωσε ότι επρόκειτο για άλλης ποιότητας κρασί, ενώ και η φιάλη ήταν διαφορετική.
Γράφει η δικαστής στην απόφασή της σε σχέση με τις διαπιστώσεις της: «Αποτελεί εύρημα του δικαστηρίου ότι το Οινοποιείο Κύκκου προχώρησε σε εμφιάλωση του κρασιού Holy Wine για τελευταία φορά τον Ιανουάριο του 2009, ενώ τον Ιανουάριο του 2010 είχε εξαντληθεί τόσο από τις αποθήκες του οινοποιείου, όσο και από τις αποθήκες που διαχειριζόταν ο πωλητής στη Λευκωσία. Επίσης, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, το Holy Wine εμφιαλωνόταν σε μπουκάλι χωρητικότητας 700ml, ενώ το επίδικο κρασί ήταν σε μπουκάλι χωρητικότητας 750ml, το οποίο ουδέποτε χρησιμοποίησε η μονή για να εμφιαλώσει Holy Wine. Επιπρόσθετα, στα μπουκάλια του Holy οι ετικέτες τοποθετούνταν με γόμα, ενώ οι ετικέτες που έφεραν τα επίδικα μπουκάλια ήταν αυτοκόλλητες. Το τυπογραφείο εκτύπωσε τις ετικέτες μετά από οδηγίες του υπευθύνου πωλήσεων του οινοποιείου στα πλαίσια προσφοράς που ετοιμάστηκε για λογαριασμό της εταιρείας του περιπτεριούχου, η οποία και εξόφλησε το σχετικό τιμολόγιο αυθημερόν, και συγκεκριμένα στις 25 Ιανουαρίου 2012».
Από τους συνηγόρους τέθηκε ζήτημα ότι το όνομα «Holy Wine» δεν είναι καταχωρημένο ως εμπορικό σήμα για να δημιουργεί αποκλειστικότητα, όμως η δικαστής αντέκρουσε ότι «αυτό δεν επηρεάζει την κατάληξή της έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, αλλά ιδιαίτερα την αναφορά στην ετικέτα ότι πρόκειται για κρασί με αυτή την επωνυμία το οποίο παράγεται και εμφιαλώνεται από το Οινοποιείο Κύκκου Λτδ, ενώ κάτι τέτοιο δεν ίσχυε στην πραγματικότητα»
Πηγή: Εφημερίδα Πολίτης