Αθώωσαν κατηγορούμενη για θανατηφόρο και 13 χρόνια μετά την δικάζουν ξανά
11:46 - 04 Ιουλίου 2017
Ξανά στο δικαστήριο για δίκη θα βρεθεί γυναίκα που κατηγορείτο για το θάνατο μοτοσικλετιστή στη Λεμεσό έπειτα από τροχαίο δυστύχημα, η οποία ωστόσο είχε αθωωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο και το Ανώτατο, μετά από έφεση, αποφάσισε την επανεκδίκαση της.
Πρόκειται για θανατηφόρο δυστύχημα που σημειώθηκε στις 3 Αυγούστου 2004 στην οδό Ηλία Καννάουρου στη Λεμεσό, όπου το όχημα της κατηγορούμενης συγκρούστηκε με τον μοτοσικλετιστή.
Στην αγωγή που ακολούθησε και η οποία καταχωρίστηκε από τους διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα, επήλθε συμφωνία επί πλήρους ευθύνης, όλων των ποσών αποζημίωσης που δικαιούνται και παρέμεινε προς εκδίκαση μόνο το θέμα της ευθύνης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο επιδίκασε την αγωγή, με απόφαση του ημερ. 29.7.11, απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι για την πρόκλησή του έφερε απόλυτη ευθύνη ο αποβιώσας οδηγός της μοτοσυκλέτας.
Ανοίγει ξανά η υπόθεση
Ωστόσο η οικογένεια του θύματος εφεσίβαλαν την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου και έθεσαν θέμα την αξιολόγηση και αποδοχή της μαρτυρίας της οδηγού, η οποία όπως υποστηρίχθηκε υπέπεσε σε αντιφάσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, από τη μια δέχτηκε ως ειλικρινή και αξιόπιστη τη μαρτυρία της γυναίκας οδηγού, η οποία δέχτηκε ως σημείο συγκρούσεως του οχήματος της και της μοτοσυκλέτας το σημείο με το γράμμα Χ επί των Τεκμηρίων 7 και 8, και από την άλλη αποδέχτηκε στο σύνολο της ως ειλικρινή και αξιόπιστη τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα, ο οποίος κατάθεσε ότι το σημείο σύγκρουσης δεν είναι το Χ ως ανωτέρω αλλά αυτό ευρίσκεται πιο πίσω από το Χ, δυτικότερα και σε απόσταση 1.70μ..
Όπως ανέφερε στην απόφαση του το Ανώτατο, «τα δύο σημεία συγκρούσεως, όπως γίνεται αντιληπτό, δεν μπορούν να συνυπάρχουν και ούτε μπορεί, στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, να θεωρηθεί ως επουσιώδης διαφορά. Το σημείο συγκρούσεως των δύο οχημάτων έχει την ιδιαίτερη του σημασία λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αντικρουόμενες εκδοχές που τέθηκαν από τους δύο διαδίκους ως προς τις συνθήκες που επισυνέβη το δυστύχημα και, ιδίως, οι αναλύσεις των εμπειρογνωμόνων σε σχέση με την αναπαράσταση του δυστυχήματος, είχαν ως κύριο άξονα στήριξης τους το πού ακριβώς βρισκόταν το σημείο σύγκρουσης. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που υπήρξε μεγάλο θέμα αντιπαράθεσης των δύο πλευρών, ακριβώς λόγω της σημασίας του».
Το Ανώτατο ανέφερε ότι «η απόφαση πάσχει, είναι εσφαλμένη, πλημμελής και ιδιαίτερα αντιφατική σε βαθμό που το Εφετείο αναπόφευκτα θα πρέπει να επέμβει» και ως εκ τούτο διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης από το ίδιο δικαστήριο, από άλλο όμως δικαστή.
Τα χρονικό του δυστυχήματος
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το τροχαίο δυστύχημα επισυνέβη όταν η οδηγός, η οποία οδηγούσε με δυτική κατεύθυνση επί της οδού Ηλία Καννάουρου, σταμάτησε το όχημα της στη λωρίδα κυκλοφορίας της με ελαφρά κλίση προς τα δεξιά, σύμφωνα με την κατεύθυνση της και έθεσε σε λειτουργία τον δεξιό δείκτη του οχήματος της, δεικνύοντας την πρόθεση της ότι θα έστριβε δεξιά, σύμφωνα με την πορεία της.
Αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν ασφαλές να στρίψει, προχώρησε ελάχιστα και μόλις πέρασε ο δεξιός μπροστινός τροχός του οχήματος της τη διακεκομμένη διαχωριστική γραμμή του δρόμου, έγινε η σύγκρουση με τη μοτοσυκλέτα του αποβιώσαντα.
Ο μοτοσικλετιστής, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα περίπου 100-120 ΧΑΩ, ενώ το όριο στο μέρος ήταν 50 ΧΑΩ. Σε κάποιο σημείο πριν τη σύγκρουση η μοτοσυκλέτα έπεσε στη δεξιά της πλευρά, τρίφτηκε στην άσφαλτο, δημιούργησε μαυρίσματα επί της ασφάλτου τόσο με τον εμπρόσθιο όσο και με τον οπίσθιο τροχό, όπως και εκδορές από την τριβή της επί της ασφάλτου.
Η σύγκρουση της μοτοσυκλέτας έγινε κάτω από το «πατίδι» του αυτοκινήτου σε σημείο κάτω από την πισινή δεξιά πόρτα του. Το όχημα της οδηγού ανασηκώθηκε λίγο και γύρισε δεξιόστροφα ενώ η μοτοσυκλέτα γύρισε αριστερόστροφα μέχρι την τελική της θέση.