Κουρσουμπά: "Χρόνια αδράνεια των Υπηρεσιών Κοιν. Ευημερίας στη στήριξη οικογένειας έκθετης στη βία
20:54 - 27 Ιουλίου 2017

δικαιολόγητη και χρόνια αδράνεια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) στη στήριξη συγκεκριμένης οικογένειας, με αποτέλεσμα την έκθεση των παιδιών σε συστηματική ενδοοικογενειακή βία, εντοπίζει η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, Λήδα Κουρσουμπά, σε πόρισμά της που συντάχθηκε στη βάση διερεύνησης παραπόνου, το οποίο της υποβλήθηκε το Φεβρουάριο του 2015, σε σχέση με το χειρισμό περίπτωσης ενδοοικογενειακής βίας, συμπεριλαμβανομένης και σεξουαλικής.
Το παράπονο υποβλήθηκε από παππού αρχικά με τηλεφωνική αναφορά στο Γραφείο της Επιτρόπου στις 2/02/2015, ενώ στη συνέχεια με επιστολή του, μέσω δικηγόρου, ημερομηνίας 11/02/2015.
Σύμφωνα με τον παραπονούμενο τα τρία εγγόνια του ηλικίας 3, 4 και 6 ετών βρίσκονταν υπό τη φροντίδα της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και διέμεναν σε Παιδική Στέγη, μετά από καταγγελία εναντίον του πατέρα τους, για πιθανή σεξουαλική κακοποίηση του ενός εκ των τριών.
Ο παππούς ανέφερε ότι η μητέρα των παιδιών τα είχε εγκαταλείψει και παρόλο ότι υπάρχει διάταγμα επικοινωνίας δεν τα επισκέπτεται. Τα παιδιά και ο γιος του (πατέρας των παιδιών) διαμένουν μαζί με τον ίδιο και τη σύζυγό του.
Ο παππούς κατήγγειλε τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) για βεβιασμένες κινήσεις, καθόσον αφορά την απομάκρυνση των παιδιών από το οικογενειακό περιβάλλον στις 16/01/2015, καθώς και για καθυστέρηση όσον αφορά την ολοκλήρωση της έρευνας, που αφορά την καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση.
Σε σχέση με τα όσα προβάλλονται στο παράπονο, το Γραφείο της Επιτρόπου είχε επικοινωνία με Λειτουργό των ΥΚΕ και με τον Υπεύθυνο της Αστυνομίας και όπως προκύπτει από την πληροφόρηση που είχε η οικογένεια του πατέρα των παιδιών, τα είχε αποξενώσει από τη μητέρα τους, απαγορεύοντας της να τα βλέπει, παρά το ότι υπήρχε διάταγμα επικοινωνίας που της έδινε το δικαίωμα να επικοινωνεί με τα παιδιά της.
Επίσης, η αναφορά για σεξουαλική κακοποίηση ενός εκ των τριών παιδιών έγινε από το σχολείο στο οποίο φοιτά το παιδί, ενώ η Αστυνομία, λόγω του νεαρού της ηλικίας του παιδιού, ζήτησε τη συνδρομή των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων (ΥΨΥΠΕ) για να διερευνηθεί η καταγγελία και, κατά πόσο το παιδί είναι σε θέση να δώσει μαρτυρία.
Τελικά, όπως πληροφορήθηκε η Επίτροπος, το παιδί έδωσε κατάθεση, η οποία σύμφωνα με την Αστυνομία, δεν κατάδειξε σεξουαλική κακοποίηση.
Επιπλέον, σημειώνει πως η Νομική Υπηρεσία ενημέρωσε γραπτώς τις ΥΚΕ ότι τόσο η μαρτυρία του παιδιού όσο και η αναφορά των εκπαιδευτικών δεν κρίθηκαν επαρκείς σε βαθμό που να δικαιολογούν καταχώρηση ποινικής δίωξης, εκτός εάν, εν τω μεταξύ καταδείξει ευρήματα η αξιολόγηση των ΥΨΥΠΕ.
Στο μεταξύ, όπως αναφέρεται στο πόρισμα της Επιτρόπου, κατά την παραμονή των παιδιών στην Παιδική Στέγη, ο παππούς και ο πατέρας τους προσπάθησαν να έρθουν σε επαφή με τα παιδιά, παρά το διάταγμα απομάκρυνσης των παιδιών που είχε εκδοθεί.
«Απείλησαν, μάλιστα, το προσωπικό της Παιδικής Στέγης. Η Αστυνομία μετέβηκε στη σκηνή, ωστόσο, δεν προέβη σε οποιεσδήποτε περαιτέρω ενέργειες», σημειώνει.
Για τις απειλές κατά τη ζωής της μητέρας, των Λειτουργών των ΥΚΕ που εμπλέκονταν στη φροντίδα των παιδιών, αλλά και, την προσπάθεια παρεμπόδισης της εφαρμογής του Διατάγματος Απομάκρυνσης των παιδιών από τον πατέρα και τον παππού των παιδιών, δεν λήφθηκαν οποιαδήποτε μέτρα από πλευράς Αστυνομίας, παρόλο ότι, οι πράξεις αυτές συνιστούν ποινικά αδικήματα.
Η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού συμπεραίνει στο πόρισμά της ότι «οι ΥΚΕ δεν προέβησαν σε ενέργειες με στόχο την ενδυνάμωση της μητέρας και των γονεϊκών της δεξιοτήτων παρά το γεγονός ότι στην Έκθεση Γεγονότων καταγράφεται ότι, με την κατάλληλη στήριξη και ενδυνάμωση, αυτή θα μπορούσε να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στην άσκηση του γονεϊκού ρόλου».
«Έχει εντοπιστεί περιορισμένη έως ανεπαρκής διϋπηρεσιακή συνεργασία μεταξύ των ΥΚΕ, Αστυνομίας και Νομικής Υπηρεσίας. Οι συναρμόδιες Υπηρεσίες απέτυχαν να συνεργαστούν εποικοδομητικά για την προάσπιση του δικαιώματος της ασφάλειας και της προστασίας των παιδιών της οικογένειας», σημειώνει στο πόρισμά της η κ. Κουρσουμπά.
Σε σχέση με τον τερματισμό οποιουδήποτε χειρισμού της υπόθεσης από πλευράς Αστυνομίας σε περίπτωση μη ύπαρξης επίσημης καταγγελίας ή απόσυρσή της, η Επίτροπος αναφέρει πως «η πρακτική αυτή αφήνει εκτεθειμένα τα θύματα βίας, αφενός τη μητέρα που αδυνατεί να σηκώσει το βάρος της καταγγελίας και, αφετέρου, τα παιδιά αφού δεν λαμβάνονται οποιαδήποτε μέτρα πρόνοιας και προστασίας».
Όπως προστίθεται στο πόρισμα «η Αστυνομία, ενώ είχε υπόψη προηγούμενη καταγγελία για σοβαρής μορφής σεξουαλική βία κατά της μητέρας, δεν προχώρησε στη λήψη προστατευτικών μέτρων».
Το παράπονο υποβλήθηκε από παππού αρχικά με τηλεφωνική αναφορά στο Γραφείο της Επιτρόπου στις 2/02/2015, ενώ στη συνέχεια με επιστολή του, μέσω δικηγόρου, ημερομηνίας 11/02/2015.
Σύμφωνα με τον παραπονούμενο τα τρία εγγόνια του ηλικίας 3, 4 και 6 ετών βρίσκονταν υπό τη φροντίδα της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και διέμεναν σε Παιδική Στέγη, μετά από καταγγελία εναντίον του πατέρα τους, για πιθανή σεξουαλική κακοποίηση του ενός εκ των τριών.
Ο παππούς ανέφερε ότι η μητέρα των παιδιών τα είχε εγκαταλείψει και παρόλο ότι υπάρχει διάταγμα επικοινωνίας δεν τα επισκέπτεται. Τα παιδιά και ο γιος του (πατέρας των παιδιών) διαμένουν μαζί με τον ίδιο και τη σύζυγό του.
Ο παππούς κατήγγειλε τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) για βεβιασμένες κινήσεις, καθόσον αφορά την απομάκρυνση των παιδιών από το οικογενειακό περιβάλλον στις 16/01/2015, καθώς και για καθυστέρηση όσον αφορά την ολοκλήρωση της έρευνας, που αφορά την καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση.
Σε σχέση με τα όσα προβάλλονται στο παράπονο, το Γραφείο της Επιτρόπου είχε επικοινωνία με Λειτουργό των ΥΚΕ και με τον Υπεύθυνο της Αστυνομίας και όπως προκύπτει από την πληροφόρηση που είχε η οικογένεια του πατέρα των παιδιών, τα είχε αποξενώσει από τη μητέρα τους, απαγορεύοντας της να τα βλέπει, παρά το ότι υπήρχε διάταγμα επικοινωνίας που της έδινε το δικαίωμα να επικοινωνεί με τα παιδιά της.
Επίσης, η αναφορά για σεξουαλική κακοποίηση ενός εκ των τριών παιδιών έγινε από το σχολείο στο οποίο φοιτά το παιδί, ενώ η Αστυνομία, λόγω του νεαρού της ηλικίας του παιδιού, ζήτησε τη συνδρομή των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων (ΥΨΥΠΕ) για να διερευνηθεί η καταγγελία και, κατά πόσο το παιδί είναι σε θέση να δώσει μαρτυρία.
Τελικά, όπως πληροφορήθηκε η Επίτροπος, το παιδί έδωσε κατάθεση, η οποία σύμφωνα με την Αστυνομία, δεν κατάδειξε σεξουαλική κακοποίηση.
Επιπλέον, σημειώνει πως η Νομική Υπηρεσία ενημέρωσε γραπτώς τις ΥΚΕ ότι τόσο η μαρτυρία του παιδιού όσο και η αναφορά των εκπαιδευτικών δεν κρίθηκαν επαρκείς σε βαθμό που να δικαιολογούν καταχώρηση ποινικής δίωξης, εκτός εάν, εν τω μεταξύ καταδείξει ευρήματα η αξιολόγηση των ΥΨΥΠΕ.
Στο μεταξύ, όπως αναφέρεται στο πόρισμα της Επιτρόπου, κατά την παραμονή των παιδιών στην Παιδική Στέγη, ο παππούς και ο πατέρας τους προσπάθησαν να έρθουν σε επαφή με τα παιδιά, παρά το διάταγμα απομάκρυνσης των παιδιών που είχε εκδοθεί.
«Απείλησαν, μάλιστα, το προσωπικό της Παιδικής Στέγης. Η Αστυνομία μετέβηκε στη σκηνή, ωστόσο, δεν προέβη σε οποιεσδήποτε περαιτέρω ενέργειες», σημειώνει.
Για τις απειλές κατά τη ζωής της μητέρας, των Λειτουργών των ΥΚΕ που εμπλέκονταν στη φροντίδα των παιδιών, αλλά και, την προσπάθεια παρεμπόδισης της εφαρμογής του Διατάγματος Απομάκρυνσης των παιδιών από τον πατέρα και τον παππού των παιδιών, δεν λήφθηκαν οποιαδήποτε μέτρα από πλευράς Αστυνομίας, παρόλο ότι, οι πράξεις αυτές συνιστούν ποινικά αδικήματα.
Η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού συμπεραίνει στο πόρισμά της ότι «οι ΥΚΕ δεν προέβησαν σε ενέργειες με στόχο την ενδυνάμωση της μητέρας και των γονεϊκών της δεξιοτήτων παρά το γεγονός ότι στην Έκθεση Γεγονότων καταγράφεται ότι, με την κατάλληλη στήριξη και ενδυνάμωση, αυτή θα μπορούσε να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στην άσκηση του γονεϊκού ρόλου».
«Έχει εντοπιστεί περιορισμένη έως ανεπαρκής διϋπηρεσιακή συνεργασία μεταξύ των ΥΚΕ, Αστυνομίας και Νομικής Υπηρεσίας. Οι συναρμόδιες Υπηρεσίες απέτυχαν να συνεργαστούν εποικοδομητικά για την προάσπιση του δικαιώματος της ασφάλειας και της προστασίας των παιδιών της οικογένειας», σημειώνει στο πόρισμά της η κ. Κουρσουμπά.
Σε σχέση με τον τερματισμό οποιουδήποτε χειρισμού της υπόθεσης από πλευράς Αστυνομίας σε περίπτωση μη ύπαρξης επίσημης καταγγελίας ή απόσυρσή της, η Επίτροπος αναφέρει πως «η πρακτική αυτή αφήνει εκτεθειμένα τα θύματα βίας, αφενός τη μητέρα που αδυνατεί να σηκώσει το βάρος της καταγγελίας και, αφετέρου, τα παιδιά αφού δεν λαμβάνονται οποιαδήποτε μέτρα πρόνοιας και προστασίας».
Όπως προστίθεται στο πόρισμα «η Αστυνομία, ενώ είχε υπόψη προηγούμενη καταγγελία για σοβαρής μορφής σεξουαλική βία κατά της μητέρας, δεν προχώρησε στη λήψη προστατευτικών μέτρων».
Πηγή: ΚΥΠΕ