Πώς «έκαψε» την Έφη η παιδική της φίλη – «Προγραμματίστηκε να μην θυμάται»
16:43 - 26 Ιουνίου 2017
«Δεν έχω καμία δυσκολία να αποφασίσω» σημείωσε στην καταληκτική του αναφορά ο Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αναφορικά με την υπόθεση της Έφης Ηροδότου η οποία κρίθηκε ένοχη για το τροχαίο θανατηφόρο δυστύχημα που προκάλεσε πριν από 10 χρόνια, στο οποίο σκοτώθηκε ο 17χρονος Αιμίλιος Ιωάννου.
Ο Δικαστής σημείωσε πως με βάση τα ευρήματα του δικαστηρίου το όχημα της Έφης Ηροδότου βρισκόταν πίσω από τη γραμμή στάσης όταν ήδη το φως του σηματοδότη ήταν κόκκινο και ενώ το φώς συνέχισε να είναι κόκκινο η Ηροδότου εισήλθε στην διασταύρωση.
«Η οδήγηση της κατηγορούμενης ήταν επικίνδυνη, απερίσκεπτη και αλόγιστη» σημείωσε ο Δικαστής.
Συγκεκριμένα αναφέρει: «Το σφάλμα της Κατηγορούμενης να παραβιάσει τον κόκκινο φωτεινό σηματοδότη οδήγησε σε επικινδυνότητα στο δρόμο. Η παράλειψη της να συμμορφωθεί με το φωτεινό σηματοδότη περνώντας με κόκκινο φως είχε περαιτέρω ως αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το μοτοποδήλατο του Αιμίλιου Ιωάννου το οποίο είχε εισέλθει στη διασταύρωση με πράσινο φως στη δική του πορεία. Η όλη οδική συμπεριφορά της Κατηγορουμένης ήταν επίσης αλόγιστη και απερίσκεπτη αφού ενώ η πορεία της ελεγχόταν με κόκκινο φως, εντούτοις αποδεχόμενη η αγνοώντας τον κίνδυνο για άλλα οχήματα που η πορεία τους κατά τον ίδιο χρόνο ελεγχόταν με πράσινο φως, με άμεσο κίνδυνο πρόκλησης τροχαίου δυστυχήματος, εισήλθε εντός της διασταύρωσης χωρίς να σταματήσει. Ως αποτέλεσμα της αλόγιστης, επικίνδυνης και απερίσκεπτης συμπεριφοράς της Κατηγορουμένης, ο Αιμίλιος έχασε την ζωή του. Συνακόλουθα, βρίσκω, ότι η Κατηγορούσα
Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τόσο το αδίκημα της 1ης κατηγορίας όσο και αυτό της 2ης Κατηγορίας. Συνεπώς, η Κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη και στις δύο Κατηγορίες που αντιμετωπίζει».
Πώς «άδειασε» τους μάρτυρες υπεράσπισης ο Δικαστής
Αναφερόμενος στους μάρτυρες υπεράσπισης της Έφης Ηροδότου ο Δικαστής ξεκαθάρισε πως δεν έπεισαν το δικαστήριο.
Εκτενής αναφορά έκανε στην παιδική φίλη και συνοδηγό της Έφης Ηροδότου, με τον Δικαστή να ξεκαθαρίζει πως δεν άφησε θετική εντύπωση αφού «απέφυγε να δώσει συγκεκριμένες και ειλικρινείς απαντήσεις στα ερωτήματα που της τέθηκαν και δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με σκοπό να βοηθήσει την ανεύρεση της αλήθειας».
Ο Δικαστής πρόσθεσε πως οι απαντήσεις της δεν ήταν άμεσες ενώ ήταν εμφανής η αμήχανη θέση η οποία βρισκόταν ενώ χαρακτήρισε την μνήμη της «επιλεκτική».
«Απαντούσε σε πολλές ερωτήσεις ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε σε σχέση με το δυστύχημα. Στην αντεξέτασή της απαντούσε ωσάν να είχε προγραμματίσει τον εαυτό της να αναφέρει τη φράση δεν θυμάμαι».
Διεγράφησαν όλα από τη μνήμη της
Επιπλέον ο Δικαστής έκανε αναφορά στην εκδοχή της παιδικής φίλης της Έφης Ηροδότου σύμφωνα με την οποία μετά από το δυστύχημα υπέστη σοκ και διαγράφησαν όλα από τη μνήμη της, κάτι που αμφισβήτησε ο Δικαστής αφού στην πρώτη της κατάθεση προέβαλε θετικούς ως προς την ευθύνη της Έφης Ηροδότου ισχυρισμούς.
Μάλιστα το Δικαστήριο διέκρινε πως η μνήμη της από την πρώτη μέχρι τη δεύτερη κατάθεση βελτιώθηκε αφού στην πρώτη κατάθεση που έδωσε στις 7 το πρωί την ημέρα μετά το ατύχημα ανέφερε ότι δεν είχε αντιληφθεί τι χτύπησαν ενώ στη δεύτερη της κατάθεση στις 8 το πρωί ανέφερε ότι η μοτοσικλέτα ήρθε από δεξιά τοις δηλαδή κατευθυνόταν από βόρεια προς νότια.
Θυμόταν προοδευτικά
Συνεχίζοντας ο Δικαστής παρουσίασε κι άλλα στοιχεία που αποδεικνύουν πως η κατάθεση της παιδικής φίλης και συνοδηγού της Έφης στερείτο πειστικότητας και αληθοφάνειας.
Συγκεκριμένα ο Δικαστής ανέφερε πως στην 2η κατάθεση της η μάρτυρας μπορούσε να θυμηθεί ότι το φως στην πορεία της το είδε πορτοκαλί από τον στύλο πριν τη διασταύρωση κάτι που στην 1η κατάθεση δεν ήταν σε θέση να αναφέρει.
Μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας της η συνοδηγός της Έφης ισχυρίστηκε πως δεν μπορούσε καν να θυμηθεί σε ποιο σημείο εντός της Λεμεσού συνέβη το ατύχημα, όμως θυμόταν πως δεν έγινε εγκατάλειψη σκηνής ή ότι δεν ακολουθούσαν άλλα αυτοκίνητα.
Δεν πίστευε ούτε η ίδια αυτά που έλεγε
Ο Δικαστής στάθηκε σε ακόμα ένα σημείο το οποίο ενίσχυσε την άποψη του πως η συγκεκριμένη μάρτυρας δεν πίστευε ούτε η ίδια για την αλήθεια των όσων ανέφερε στην κατάθεση της και «δεν ήθελε να θέσει τον εαυτό της στη βάσανο της αντεξέτασης.
Ενώ με την κατηγορούμενη ήταν παιδικές φίλες, δεν συζήτησαν ποτέ μετά το δυστύχημα τα περί του δυστυχήματος παρά το γεγονός ότι για κάποια χρονική περίοδο μετά το δυστύχημα εξακολούθησαν να έχουν φιλικές σχέσεις.
«Δεν ήρθε στο Δικαστήριο με πρόθεση να πει την αλήθεια. Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση απορρίπτω ως αναξιόπιστη την εκδοχή της ως αυτή αναφέρεται στην κατάθεση της» κατέληξε για την παιδική φίλη και συνοδηγού της το μοιραίο βράδυ ο Δικαστής.