Ο ξεχασμένος κουμπαράς με τα δεκασέλινα και τα τετρασέλινα
12:16 - 31 Μαΐου 2017
Ένας μικρός ξεχασμένος κουμπαράς γεμάτος σελίνια, καταχωνιασμένος στη γωνία εντός ντουλαπιού στην κουζίνα, μου ξύπνησε χθες το απόγευμα ένα σωρό αναμνήσεις. Ούτε που θυμόμουν πως υπήρχε, ειδικά μετά από 9 χρόνια που είμαστε στο ευρώ ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να βρω.
Δεκάδες τετρασέλινα, κάποια δεκασέλινα, μια σημαδεμένη λίρα και πολλά μικρότερα σελίνια σκορπίστηκαν στα πλακάκια της κουζίνας, μεταφέροντάς με για λίγο πίσω, σ’ εκείνες τις εποχές που χαίρομαι που πρόλαβα να ζήσω έστω και λίγο παίρνοντας μια γεύση από την αθωότητά τους.
Δεν ήταν ακριβώς κουμπαράς, ήταν ένα μεγάλο παλιό φλιτζάνι απ’ εκείνα που στην πορεία μετατρέπεις σε δοχεία για να βάζεις τα κέρματα που βρίσκεις στο σπίτι. Αυτό λοιπόν το φλιτζάνι- ο ξεχασμένος μου κουμπαράς- έφερε στο μυαλό μου σκόρπιες εικόνες και στιγμές γεμάτες νοσταλγία.
Αν έχεις ζήσει τη χαρά του παιδιού που του έδιναν ένα δεκασέλινο ή μια λίρα και μπορούσε να αγοράσει ότι ήθελε από το μπακάλικο της γειτονιάς, είμαι σίγουρη ότι ξέρεις τι εννοώ… Ειδικά αν είσαι ακόμη πιο «παλιός», έχεις σίγουρα πολύ περισσότερες αναμνήσεις…
20-25 χρόνια πριν, η γιαγιά μου κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία έβγαζε από ένα μικροσκοπικό μαύρο τσαντάκι και μας έδινε από ένα δεκασέλινο ή 2-3 τετρασέλινα που ήταν υπερ αρκετά για να πάρουμε σοκολάτες, κουφέτες, τσιπς ή ότι άλλο μπορούσε να θέλει ένα παιδί από το μπακάλικο που άνοιγε ειδικά για μας τα παιδιά και τις Κυριακές. Κι αν καμιά φορά ήταν κλειστό, περιμέναμε να ακούσουμε τη χαρακτηριστική μουσική του παγωτάρη για να τρέξουμε στο δρόμο να αγοράσουμε παγωτό. Ήθελε μόνο ένα τετρασέλινο για το πιο μεγάλο παγωτό. Το γράφω και ακόμη προσπαθώ να συνειδητοποιήσω πώς πέρασαν τα χρόνια. Αν δε σου λένε κάτι αυτά τα νομίσματα ή οι εικόνες αυτές ίσως είσαι πολύ μικρότερος από 30.
Ξαφνικά έφερα στο μυαλό μου τον παππού μου. «Να τα προσέχεις τα λεφτά σου, μην τα ξοδεύεις άσκοπα», θυμάμαι από παιδί να μου λέει, ειδικά κάθε φορά που λόγω κάποιας περίστασης θα με πλούμιζε. Και όταν μεγαλώνοντας, θέλοντας να τον πειράξω, τον έβαζα καμιά φορά να κοστολογήσει κανένα σκισμένο τζιν ή καμιά μπλούζα που φορούσα, ποτέ του δεν την κοστολογούσε παραπάνω από 10-20 λίρες. Για εκείνον ήταν αδιανόητο ότι κάποιος μπορούσε να ξοδέψει για μια τσάντα ή ένα ζευγάρι παπούτσια εκατοντάδες λίρες. Για εκείνον τον άνθρωπο παλιάς κοπής, η ουσία ήταν αλλού…
Μεγαλώνοντας, τα δεκασέλινα έγιναν λίρες, πεντόλιρα, δεκάλιρα, εικοσάλιρα μα όλα τους στη συνείδησή μου είχαν πάντα μεγαλύτερο κύρος και αξία από τα ευρώ.
Το πρωί στη δουλειά, όταν μοιράστηκα αυτές τις εικόνες νοσταλγίας με κάποιους συναδέλφους, αμέσως έγιναν ακόμη περισσότερες αφού όλοι άρχισαν να ανατρέχουν στις δικές τους εικόνες με τα νομίσματα αυτά και να τις μοιράζονται.
Κάποτε όλα τα παιδιά πηγαίναμε στο σχολείο με 10 σελίνια ή βγαίναμε έξω το βράδυ με 5-10 λίρες και δεν στερούμασταν τίποτα. Σήμερα βγαίνεις έξω με 50 ευρώ και νιώθεις ανασφάλεια. Πόσα άλλαξαν από τότε... Και κυρίως η ιεραρχία των αξιών…
Μ’ αυτές τις σκέψεις και εικόνες νοσταλγίας άρχισε η τελευταία μέρα της Άνοιξης. Αν κάτι αξίζει να αναπολείς από το παρελθόν είναι αυτές οι στιγμές αθωότητας. Όλα τα υπόλοιπα, ας τα σ’ έναν… «ξεχασμένο κουμπαρά»…
Καλό καλοκαίρι !