ΥΠΟΙΚ: Στερούνται βάσης τα επιχειρήματα Οδ. Μιχαηλίδη για Σ. Ορφανίδου
17:30 - 16 Μαΐου 2017
Επιχειρήματα που στερούνται βάσης και απαράδεκτους υπαινιγμούς, καταλογίζει ο Υπουργός Οικονομικών Χάρης Γεωργιάδης στον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας Οδυσσέα Μιχαηλίδη με αφορμή τον έλεγχο που διενήργησε η Ελεγκτική Υπηρεσία στο θέμα της απόσπασης της λειτουργού του ΥΠΟΙΚ Σάβιας Ορφανίδου στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ).
Σε σημερινή του επιστολή προς τον κ. Μιχαηλίδη, την οποία εξασφάλισε το ΚΥΠΕ, ο κ. Γεωργιάδης απαντά σε όλα τα σημεία της επιστολής που του είχε αποστείλει ο Γενικός Ελεγκτής στις 2 Μαΐου. Η επιστολή κοινοποιείται και στον Πρόεδρο και τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου.
«Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω ότι, σε αντίθεση με το δικό σας συμπέρασμα, αυτό που αναντίλεκτα συνάγεται είναι ότι μεταχειρίζεστε επιχειρήματα που στερούνται βάσης προκειμένου να δικαιολογηθεί μια προσπάθεια πολιτικής στοχοποίησης ενός δημοσίου υπαλλήλου», αναφέρει στην επιστολή του ο κ. Γεωργιάδης.
Αναφορικά με το ότι δεν προκηρύχθηκε ανοικτή διαδικασία επιλογής, ο κ. Γεωργιάδης σημειώνει πως η νομοθεσία δεν προβλέπει κάτι τέτοιο «και ούτε θα μπορούσε να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς η απόφαση έγινε μετά που η ίδια η υπάλληλος εκδήλωσε το ενδιαφέρον της προς την ΕΤΕπ, με τη σύμφωνο γνώμη, βέβαια, του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο θεωρεί ότι με τη συγκεκριμένη απόσπαση οι υπηρεσιακές του ανάγκες ικανοποιούνται».
Συνεπώς, σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, η θέση του κ. Μιχαηλίδη ότι «μόνο όταν και εφόσον μια τέτοια θέση δημοσιευτεί, είναι δυνατόν να γνωρίζουμε ποιοι ενδιαφέρονται γι’ αυτή, ώστε να επιλέξουμε τον καταλληλότερο, δεν μπορεί να ισχύσει σε αυτή την περίπτωση γιατί ούτε συγκεκριμένη θέση υπήρχε η οποία θα μπορούσε να δημοσιευτεί, ούτε όμως η επιλογή έγινε από το ΥΠΟΙΚ αλλά από την ΕΤΕπ, με τη σύμφωνο γνώμη, επαναλαμβάνω, του Υπουργείου».
Ο κ. Γεωργιάδης απέρριψε αναφορά του κ. Μιχαηλίδη ότι η διευθέτηση μεταξύ ΕΤΕπ και του ΥΠΟΙΚ για την καταβολή επιδόματος εξωτερικού από την ΕΤΕπ συνιστά «λογιστική αλχημεία που ενδεχομένως να αποσκοπεί στην αποφυγή καταβολής φορολογίας από μέρους του λειτουργού στο Λουξεμβούργο», λέγοντας ότι ο κ. Μιχαηλίδης θα έπρεπε να γνωρίζει ότι σε κάθε τέτοια περίπτωση ο αποσπασμένος λειτουργός συνεχίζει να είναι φορολογούμενος της χώρας του, δηλαδή της Κύπρου, και ότι το επίδομα εξωτερικού είναι σε κάθε περίπτωση αφορολόγητο.
«Ο υπαινιγμός σας και η απόδοση σκοπιμότητας για το ενδεχόμενο αποφυγής καταβολής φορολογίας είναι προσβλητικός τόσο για το ΥΠΟΙΚ όσο και την ΕΤΕπ», αναφέρει ο κ. Γεωργιάδης.
Σύμφωνα με τον ΥΠΟΙΚ, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει την υποχρέωση να συνεχίσει να καταβάλλει στην αποσπασμένη λειτουργό απολαβές της κλίμακας Α8-10-11, ενώ το ειδικό επίδομα των €50.000 δεν επιβαρύνει την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά την ΕΤΕπ και έχει καθοριστεί με βάση τις εσωτερικές διαδικασίες και βέλτιστες πρακτικές της ίδιας της τράπεζας.
Σημειώνει δε ότι η αναφορά του κ. Μιχαηλίδη ότι η διευθέτηση αυτή είναι δυσμενής για την Κυπριακή Δημοκρατία και ότι δεν είναι αντιληπτός ο λόγος που το ΥΠΟΙΚ αποφάσισε αλλαγή της καθορισμένης πολιτικής επί του θέματος «στερείται λογικής».
Εξηγεί ακόμη ότι το επίδομα αρχικά καταβάλλεται από το ΥΠΟΙΚ και στη συνέχεια ανακτάται πλήρως και ανά τρίμηνο από την ΕΤΕπ, κάτι που σχετίζεται με βάση τους κανονισμούς της τράπεζας, η οποία «δεν καταβάλλει απευθείας οποιοδήποτε ποσό ούτως ώστε να μην δημιουργηθεί η οποιαδήποτε υπαλληλική σχέση μεταξύ της λειτουργού και της ΕΤΕπ» και σημειώνει ότι οι παραπομπές του Γενικού Ελεγκτή αφορούν άλλου είδους αποσπάσεις.
Σε σχέση με τις αναφορές του κ. Μιχαηλίδη στο σχέδιο σύνταξης, ασφάλισης και υγείας, ο κ. Γεωργιάδης σημειώνει πως αυτές αφορούν στις καθορισμένες συνεισφορές που ισχύουν για τη δημόσια υπηρεσία και επαναλαμβάνει ότι η Δημοκρατία δεν έχει αναλάβει οποιαδήποτε επιβάρυνση πέραν του μισθού της λειτουργού».
Απορρίπτει επίσης τη θέση του κ. Μιχαηλίδη ότι δεν έγινε έλεγχος και επιβεβαίωση της κατοχής πτυχίου σε συγκεκριμένη ειδικότητα από τη απεσπασμένη υπάλληλο, ο κ. Γεωργιάδης υποδεικνύει ότι η ΕΤΕπ κατείχε και προφανώς αξιολόγησε και επέλεξε την συγκεκριμένη λειτουργό στη βάση και των πανεπιστημιακών προσόντων (πτυχίο Οικονομικών, μεταπτυχιακό στην διεθνή πολιτική οικονομία, Πανεπιστήμιο Warwick). Συμπληρώνει δε ότι «εφόσον η υπάλληλος είναι διορισμένη από την ΕΔΥ σε θέση οικονομικού λειτουργού εννοείται ότι κατέχει, τουλάχιστον, τα ακαδημαϊκά προσόντα που αναφέρονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης».
Σε σχέση με τη θέση Μιχαηλίδη ότι προκύπτει θέμα σύγκρουσης συμφερόντων λόγω ότι η κ. Ορφανίδου διαπραγματευόταν την απόσπασή της με την ΕΤΕπ και ταυτόχρονα διαπραγματευόταν με την με την ΕΤΕπ τους όρους παραχώρησης δανείων προς την Κυπριακή Δημοκρατία, ο κ. Γεωργιάδης αναφέρει ότι ο κ. Μιχαηλίδης περίπου υπονοεί «ότι η ΕΤΕπ δωροδόκησε την συγκεκριμένη λειτουργό με ευνοϊκούς όρους απασχόλησης προκειμένου να εξασφαλίσει όρους δανειοδότησης υπέρ των δικών της συμφερόντων και εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Υποδεικνύοντας ότι καμιά διαπραγμάτευσης δεν έχει γίνει στη συγκεκριμένη περίοδο, ο κ. Γεωργιάδης συνεχίζει: «Ο υπαινιγμός σας, εκτός από απαράδεκτος, καταδεικνύει ότι δεν έγινε καν κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η τράπεζα».
Υπενθυμίζει πως οι συμφωνίες δανείου μεταξύ της ΕΤΕπ και των κρατών μελών δεν καθορίζουν το ύψους του επιτοκίου, το οποίο καθορίζεται κατά τη διάρκεια αποτράβηξης του δανείου με βάση την καθορισμένη τιμολογιακή πολιτική της τράπεζας και δεν επιτρέπεται σε κανέναν υπάλληλο να επηρεάσει αυτή την πολιτική με οποιοδήποτε τρόπο.
Σε σημερινή του επιστολή προς τον κ. Μιχαηλίδη, την οποία εξασφάλισε το ΚΥΠΕ, ο κ. Γεωργιάδης απαντά σε όλα τα σημεία της επιστολής που του είχε αποστείλει ο Γενικός Ελεγκτής στις 2 Μαΐου. Η επιστολή κοινοποιείται και στον Πρόεδρο και τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου.
«Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω ότι, σε αντίθεση με το δικό σας συμπέρασμα, αυτό που αναντίλεκτα συνάγεται είναι ότι μεταχειρίζεστε επιχειρήματα που στερούνται βάσης προκειμένου να δικαιολογηθεί μια προσπάθεια πολιτικής στοχοποίησης ενός δημοσίου υπαλλήλου», αναφέρει στην επιστολή του ο κ. Γεωργιάδης.
Αναφορικά με το ότι δεν προκηρύχθηκε ανοικτή διαδικασία επιλογής, ο κ. Γεωργιάδης σημειώνει πως η νομοθεσία δεν προβλέπει κάτι τέτοιο «και ούτε θα μπορούσε να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς η απόφαση έγινε μετά που η ίδια η υπάλληλος εκδήλωσε το ενδιαφέρον της προς την ΕΤΕπ, με τη σύμφωνο γνώμη, βέβαια, του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο θεωρεί ότι με τη συγκεκριμένη απόσπαση οι υπηρεσιακές του ανάγκες ικανοποιούνται».
Συνεπώς, σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, η θέση του κ. Μιχαηλίδη ότι «μόνο όταν και εφόσον μια τέτοια θέση δημοσιευτεί, είναι δυνατόν να γνωρίζουμε ποιοι ενδιαφέρονται γι’ αυτή, ώστε να επιλέξουμε τον καταλληλότερο, δεν μπορεί να ισχύσει σε αυτή την περίπτωση γιατί ούτε συγκεκριμένη θέση υπήρχε η οποία θα μπορούσε να δημοσιευτεί, ούτε όμως η επιλογή έγινε από το ΥΠΟΙΚ αλλά από την ΕΤΕπ, με τη σύμφωνο γνώμη, επαναλαμβάνω, του Υπουργείου».
Ο κ. Γεωργιάδης απέρριψε αναφορά του κ. Μιχαηλίδη ότι η διευθέτηση μεταξύ ΕΤΕπ και του ΥΠΟΙΚ για την καταβολή επιδόματος εξωτερικού από την ΕΤΕπ συνιστά «λογιστική αλχημεία που ενδεχομένως να αποσκοπεί στην αποφυγή καταβολής φορολογίας από μέρους του λειτουργού στο Λουξεμβούργο», λέγοντας ότι ο κ. Μιχαηλίδης θα έπρεπε να γνωρίζει ότι σε κάθε τέτοια περίπτωση ο αποσπασμένος λειτουργός συνεχίζει να είναι φορολογούμενος της χώρας του, δηλαδή της Κύπρου, και ότι το επίδομα εξωτερικού είναι σε κάθε περίπτωση αφορολόγητο.
«Ο υπαινιγμός σας και η απόδοση σκοπιμότητας για το ενδεχόμενο αποφυγής καταβολής φορολογίας είναι προσβλητικός τόσο για το ΥΠΟΙΚ όσο και την ΕΤΕπ», αναφέρει ο κ. Γεωργιάδης.
Σύμφωνα με τον ΥΠΟΙΚ, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει την υποχρέωση να συνεχίσει να καταβάλλει στην αποσπασμένη λειτουργό απολαβές της κλίμακας Α8-10-11, ενώ το ειδικό επίδομα των €50.000 δεν επιβαρύνει την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά την ΕΤΕπ και έχει καθοριστεί με βάση τις εσωτερικές διαδικασίες και βέλτιστες πρακτικές της ίδιας της τράπεζας.
Σημειώνει δε ότι η αναφορά του κ. Μιχαηλίδη ότι η διευθέτηση αυτή είναι δυσμενής για την Κυπριακή Δημοκρατία και ότι δεν είναι αντιληπτός ο λόγος που το ΥΠΟΙΚ αποφάσισε αλλαγή της καθορισμένης πολιτικής επί του θέματος «στερείται λογικής».
Εξηγεί ακόμη ότι το επίδομα αρχικά καταβάλλεται από το ΥΠΟΙΚ και στη συνέχεια ανακτάται πλήρως και ανά τρίμηνο από την ΕΤΕπ, κάτι που σχετίζεται με βάση τους κανονισμούς της τράπεζας, η οποία «δεν καταβάλλει απευθείας οποιοδήποτε ποσό ούτως ώστε να μην δημιουργηθεί η οποιαδήποτε υπαλληλική σχέση μεταξύ της λειτουργού και της ΕΤΕπ» και σημειώνει ότι οι παραπομπές του Γενικού Ελεγκτή αφορούν άλλου είδους αποσπάσεις.
Σε σχέση με τις αναφορές του κ. Μιχαηλίδη στο σχέδιο σύνταξης, ασφάλισης και υγείας, ο κ. Γεωργιάδης σημειώνει πως αυτές αφορούν στις καθορισμένες συνεισφορές που ισχύουν για τη δημόσια υπηρεσία και επαναλαμβάνει ότι η Δημοκρατία δεν έχει αναλάβει οποιαδήποτε επιβάρυνση πέραν του μισθού της λειτουργού».
Απορρίπτει επίσης τη θέση του κ. Μιχαηλίδη ότι δεν έγινε έλεγχος και επιβεβαίωση της κατοχής πτυχίου σε συγκεκριμένη ειδικότητα από τη απεσπασμένη υπάλληλο, ο κ. Γεωργιάδης υποδεικνύει ότι η ΕΤΕπ κατείχε και προφανώς αξιολόγησε και επέλεξε την συγκεκριμένη λειτουργό στη βάση και των πανεπιστημιακών προσόντων (πτυχίο Οικονομικών, μεταπτυχιακό στην διεθνή πολιτική οικονομία, Πανεπιστήμιο Warwick). Συμπληρώνει δε ότι «εφόσον η υπάλληλος είναι διορισμένη από την ΕΔΥ σε θέση οικονομικού λειτουργού εννοείται ότι κατέχει, τουλάχιστον, τα ακαδημαϊκά προσόντα που αναφέρονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης».
Σε σχέση με τη θέση Μιχαηλίδη ότι προκύπτει θέμα σύγκρουσης συμφερόντων λόγω ότι η κ. Ορφανίδου διαπραγματευόταν την απόσπασή της με την ΕΤΕπ και ταυτόχρονα διαπραγματευόταν με την με την ΕΤΕπ τους όρους παραχώρησης δανείων προς την Κυπριακή Δημοκρατία, ο κ. Γεωργιάδης αναφέρει ότι ο κ. Μιχαηλίδης περίπου υπονοεί «ότι η ΕΤΕπ δωροδόκησε την συγκεκριμένη λειτουργό με ευνοϊκούς όρους απασχόλησης προκειμένου να εξασφαλίσει όρους δανειοδότησης υπέρ των δικών της συμφερόντων και εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Υποδεικνύοντας ότι καμιά διαπραγμάτευσης δεν έχει γίνει στη συγκεκριμένη περίοδο, ο κ. Γεωργιάδης συνεχίζει: «Ο υπαινιγμός σας, εκτός από απαράδεκτος, καταδεικνύει ότι δεν έγινε καν κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η τράπεζα».
Υπενθυμίζει πως οι συμφωνίες δανείου μεταξύ της ΕΤΕπ και των κρατών μελών δεν καθορίζουν το ύψους του επιτοκίου, το οποίο καθορίζεται κατά τη διάρκεια αποτράβηξης του δανείου με βάση την καθορισμένη τιμολογιακή πολιτική της τράπεζας και δεν επιτρέπεται σε κανέναν υπάλληλο να επηρεάσει αυτή την πολιτική με οποιοδήποτε τρόπο.
Γεν. Ελεγκτής: Το ΥΠΟΙΚ δεν ενήργησε προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος
Το Υπουργείο Οικονομικών ενήργησε έχοντας ως κριτήριο των ενεργειών του, όχι πώς θα εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον, αλλά πώς θα ικανοποιηθεί η επιθυμία της συγκεκριμένης Οικονομικού Λειτουργού του Υπουργείου για απόσπαση στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), σύμφωνα με την προκαταρκτική έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, την οποία εξασφάλισε το ΚΥΠΕ.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία κοινοποίησε σήμερα την προκαταρκτική έκθεση της στη βουλευτή Ειρήνη Χαραλαμπίδου και στον Πρόεδρο και στα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Σχεδίων Αναπτύξεως και Ελέγχου Δημοσίων Δαπανών και στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών.
Ο Γενικός Εκλεκτής στη συνοδευτική του επιστολή επισημαίνει ότι η κοινοποίηση της προκαταρκτικής έκθεσης γίνεται με την επιφύλαξη της οριστικοποίησης της όταν η Εκλεκτική Υπηρεσία λάβει τα σχόλια του Υπουργού Οικονομικών επί των ευρημάτων της.
Η Υπηρεσία είχε δώσει χρόνο στον Υπουργό μέχρι σήμερα προκειμένου να στείλει τα σχόλια του κάτι που τελικώς έπραξε αφού όμως είχε ήδη κοινοποιηθεί η προκαταρκτική έκθεσης της επί του ζητήματος.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία αναφέρει, μεταξύ άλλων στην έκθεση της, ότι με βάση πληροφόρηση που δόθηκε από τον αρμόδιο Ανώτερο Οικονομικό Λειτουργό του Υπουργείου Οικονομικών κ. Κακουρή, η ανάγκη για απόσπαση ατόμου στην ΕΤΕπ ήταν διαχρονική, αλλά ουδέποτε έγινε οποιαδήποτε ανοικτή προκήρυξη ή εσωτερική προκήρυξη εντός του Υπουργείου για εκδήλωση ενδιαφέροντος από λειτουργούς. Κατά διαστήματα, όπως ο ίδιος είχε αναφέρει, γινόταν προφορική βολιδοσκόπηση Οικονομικών Λειτουργών του Υπουργείου για το κατά πόσο θα ενδιαφέρονταν να αποσπαστούν για εργασία στην ΕΤΕπ, χωρίς όμως να υπάρχει θετική ανταπόκριση.
Σύμφωνα πάντα με την ίδια πληροφόρηση, η εν λόγω Λειτουργός ήρθε σε τριβή με τα θέματα της ΕΤΕπ και εν τέλει εξέφρασε την επιθυμία για την εκεί απόσπασή της και ξεκίνησαν οι διαβουλεύσεις μεταξύ των λειτουργών της ΕΤΕπ, των αρμόδιων λειτουργών του Υπουργείου Οικονομικών και της Λειτουργού για συζήτηση των όρων της απόσπασης.
Μετά από συνεννόηση του Υπουργείου με την ΕΤΕπ, καθώς και τη διεξαγωγή συναντήσεων και συνέντευξης από την ΕΤΕπ με τη Λειτουργό, και μετά τη λήψη σχετικού ηλεκτρονικού μηνύματος ημερ. 17.1.2017, ο αρμόδιος Διευθυντής της ΕΤΕπ εισηγήθηκε την Λειτουργό ΑΒ, ως κατάλληλη υποψήφια για την απόσπαση.
Στη συνέχεια ακολουθήθηκαν οι νενομισμένες διαδικασίες και συνομολογήθηκε τελικά η συμφωνία μεταξύ της ΕΤΕπ και του Υπουργείου Οικονομικών σχετικά με την υπό αναφορά απόσπαση.
Σύμφωνα με την έκθεση, προκύπτει ότι η ίδια η Λειτουργός εξέφρασε την επιθυμία για απόσπασή της στην ΕΤΕπ και μάλιστα συμμετείχε και στις διαβουλεύσεις που έγιναν μεταξύ των λειτουργών της ΕΤΕπ και των αρμόδιων λειτουργών του Υπουργείου Οικονομικών για συζήτηση των όρων της απόσπασης της.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία χαρακτηρίζει απαράδεκτη την αναφορά του Υπουργού Οικονομικών στην επιστολή του προς την Υπηρεσία ημερομηνίας 24.4.2017, «ότι δήθεν τα ερωτήματα μας αφορούν την εσωτερική διαδικασία επιλογής της εν λόγω λειτουργού από την ΕΤΕπ και ότι μπορούν να απαντηθούν μόνο από την ίδια της ΕΤΕπ, ως εάν το Υπουργείο Οικονομικών να μην είχε οποιαδήποτε σχέση».
Η Υπηρεσία χαρακτηρίζει επίσης παραπλανητική την αναφορά του Υπουργού ότι «δήθεν δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί ανοικτή διαδικασία επιλογής. Προφανώς θα μπορούσε, και αντίθετα θα έπρεπε, κατά την άποψη μας, το Υπουργείο Οικονομικών να ακολουθήσει ανοικτή διαδικασία επιλογής, θεωρούμε δε προφανές ότι, αν γνωστοποιούνταν οι τόσο ευνοϊκοί όροι απόσπασης…θα υπήρχε ενδιαφέρον και από άλλους, ίσως πιο κατάλληλους ή/και πιο προσοντούχους λειτουργούς του Υπουργείου Οικονομικών, ή/και άλλων Υπουργείων».
Βασικό λοιπόν κριτήριο θα έπρεπε, σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, «να είναι η διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και όχι των προσωπικών επιδιώξεων οποιουδήποτε υπαλλήλου. Το δε δημόσιο συμφέρον διασφαλίζεται καλύτερα όταν επιλέγεται για τέτοιες αποσπάσεις ο καταλληλότερος».
«Είναι προφανές», σημειώνει, «ότι μόνο όταν και εφόσον μία θέση δημοσιευθεί, είναι δυνατό να γνωρίζουμε ποίοι ενδιαφέρονται γι΄ αυτή, ώστε να επιλέξουμε τον καταλληλότερο. Η δε ανάγκη για δημοσίευση τέτοιων «ελκυστικών» θέσεων, προκύπτει επίσης ως θεμελιακή αρχή ευνομίας στον τομέα του διοικητικού δικαίου, συνυφασμένη με τις ευρύτερες ιδέες της διαφάνειας και της ισότητας, πέραν της αναφερθείσας υπεροχής του δημόσιου συμφέροντος που διασφαλίζεται με την προσέλκυση των καταλληλότερων υποψηφίων».
Με βάση τη συμφωνία με την ΕΤΕπ για την απόσπαση της Λειτουργού, όπως αναφέρεται, η Δημοκρατία θα συνεχίσει να καταβάλλει το μισθό της λειτουργού και επιπλέον η Δημοκρατία, και όχι η ΕΤΕπ, θα της καταβάλλει επίδομα ύψους €50.000, σημειώνοντας ότι από τα διαθέσιμα στοιχεία, δεν διαφαίνεται πώς καθορίστηκε το ποσό συνεισφοράς της ΕΤΕπ στο ύψος των €50.000 ετησίως.
Η Υπηρεσία εκφράζει επίσης την άποψη ότι «οι ενέργειες του Υπουργείου Οικονομικών, όχι μόνο αφίστανται των γενικών αρχών διοικητικού δικαίου, αλλά συνιστούν και παραβίαση» σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 27.8.2014 που δεσμεύει το Υπουργείο αναφορικά με τις περιπτώσεις αποσπάσεων Δημοσίων Υπαλλήλων υπό το καθεστώς Εθνικών Εμπειρογνωμόνων.
Η Υπηρεσία αναφέρει στην έκθεσή της ότι προκύπτει επίσης και θέμα σύγκρουσης συμφερόντων και εξηγεί πως «την ίδια στιγμή που η Λειτουργός διαπραγματευόταν με την ΕΤΕπ για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Δημοκρατίας σε επικείμενες δανειακές συμβάσεις, διαπραγματευόταν ταυτόχρονα τους όρους της δικής της εργοδότησης».
«Έχουμε την άποψη πως αναντίλεκτα συνάγεται το συμπέρασμα ότι το Υπουργείο Οικονομικών ενήργησε έχοντας ως κριτήριο των ενεργειών του, όχι πώς θα εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον, αλλά πώς θα ικανοποιηθεί η επιθυμία της Λειτουργού να αποσπαστεί στην ΕΤΕπ, με όρους μάλιστα στους οποίους η ίδια είχε λόγο και τους οποίους κακώς αφέθηκε να διαπραγματευτεί με την ΕΤΕπ», σημειώνει.
Σε σχέση με την καταγγελία κατά της Λειτουργού σε σχέση με την κατοχή κομματικού αξιώματος, η Υπηρεσία αποφεύγει να σχολιάσει το θέμα αυτό «αφού η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 28 Απριλίου 2017 έχει επιβεβαιώσει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την υποχρέωση του Υπουργού Οικονομικών για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας εναντίον της λειτουργού, όπως και εναντίον οποιουδήποτε άλλου υπαλλήλου του Υπουργείου του για τον οποίο έχει υποπέσει στην αντίληψη του ότι δυνατόν να έχει διαπράξει το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα».
Η Ελεγκτική Υπηρεσία κοινοποίησε σήμερα την προκαταρκτική έκθεση της στη βουλευτή Ειρήνη Χαραλαμπίδου και στον Πρόεδρο και στα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Σχεδίων Αναπτύξεως και Ελέγχου Δημοσίων Δαπανών και στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών.
Ο Γενικός Εκλεκτής στη συνοδευτική του επιστολή επισημαίνει ότι η κοινοποίηση της προκαταρκτικής έκθεσης γίνεται με την επιφύλαξη της οριστικοποίησης της όταν η Εκλεκτική Υπηρεσία λάβει τα σχόλια του Υπουργού Οικονομικών επί των ευρημάτων της.
Η Υπηρεσία είχε δώσει χρόνο στον Υπουργό μέχρι σήμερα προκειμένου να στείλει τα σχόλια του κάτι που τελικώς έπραξε αφού όμως είχε ήδη κοινοποιηθεί η προκαταρκτική έκθεσης της επί του ζητήματος.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία αναφέρει, μεταξύ άλλων στην έκθεση της, ότι με βάση πληροφόρηση που δόθηκε από τον αρμόδιο Ανώτερο Οικονομικό Λειτουργό του Υπουργείου Οικονομικών κ. Κακουρή, η ανάγκη για απόσπαση ατόμου στην ΕΤΕπ ήταν διαχρονική, αλλά ουδέποτε έγινε οποιαδήποτε ανοικτή προκήρυξη ή εσωτερική προκήρυξη εντός του Υπουργείου για εκδήλωση ενδιαφέροντος από λειτουργούς. Κατά διαστήματα, όπως ο ίδιος είχε αναφέρει, γινόταν προφορική βολιδοσκόπηση Οικονομικών Λειτουργών του Υπουργείου για το κατά πόσο θα ενδιαφέρονταν να αποσπαστούν για εργασία στην ΕΤΕπ, χωρίς όμως να υπάρχει θετική ανταπόκριση.
Σύμφωνα πάντα με την ίδια πληροφόρηση, η εν λόγω Λειτουργός ήρθε σε τριβή με τα θέματα της ΕΤΕπ και εν τέλει εξέφρασε την επιθυμία για την εκεί απόσπασή της και ξεκίνησαν οι διαβουλεύσεις μεταξύ των λειτουργών της ΕΤΕπ, των αρμόδιων λειτουργών του Υπουργείου Οικονομικών και της Λειτουργού για συζήτηση των όρων της απόσπασης.
Μετά από συνεννόηση του Υπουργείου με την ΕΤΕπ, καθώς και τη διεξαγωγή συναντήσεων και συνέντευξης από την ΕΤΕπ με τη Λειτουργό, και μετά τη λήψη σχετικού ηλεκτρονικού μηνύματος ημερ. 17.1.2017, ο αρμόδιος Διευθυντής της ΕΤΕπ εισηγήθηκε την Λειτουργό ΑΒ, ως κατάλληλη υποψήφια για την απόσπαση.
Στη συνέχεια ακολουθήθηκαν οι νενομισμένες διαδικασίες και συνομολογήθηκε τελικά η συμφωνία μεταξύ της ΕΤΕπ και του Υπουργείου Οικονομικών σχετικά με την υπό αναφορά απόσπαση.
Σύμφωνα με την έκθεση, προκύπτει ότι η ίδια η Λειτουργός εξέφρασε την επιθυμία για απόσπασή της στην ΕΤΕπ και μάλιστα συμμετείχε και στις διαβουλεύσεις που έγιναν μεταξύ των λειτουργών της ΕΤΕπ και των αρμόδιων λειτουργών του Υπουργείου Οικονομικών για συζήτηση των όρων της απόσπασης της.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία χαρακτηρίζει απαράδεκτη την αναφορά του Υπουργού Οικονομικών στην επιστολή του προς την Υπηρεσία ημερομηνίας 24.4.2017, «ότι δήθεν τα ερωτήματα μας αφορούν την εσωτερική διαδικασία επιλογής της εν λόγω λειτουργού από την ΕΤΕπ και ότι μπορούν να απαντηθούν μόνο από την ίδια της ΕΤΕπ, ως εάν το Υπουργείο Οικονομικών να μην είχε οποιαδήποτε σχέση».
Η Υπηρεσία χαρακτηρίζει επίσης παραπλανητική την αναφορά του Υπουργού ότι «δήθεν δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί ανοικτή διαδικασία επιλογής. Προφανώς θα μπορούσε, και αντίθετα θα έπρεπε, κατά την άποψη μας, το Υπουργείο Οικονομικών να ακολουθήσει ανοικτή διαδικασία επιλογής, θεωρούμε δε προφανές ότι, αν γνωστοποιούνταν οι τόσο ευνοϊκοί όροι απόσπασης…θα υπήρχε ενδιαφέρον και από άλλους, ίσως πιο κατάλληλους ή/και πιο προσοντούχους λειτουργούς του Υπουργείου Οικονομικών, ή/και άλλων Υπουργείων».
Βασικό λοιπόν κριτήριο θα έπρεπε, σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, «να είναι η διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και όχι των προσωπικών επιδιώξεων οποιουδήποτε υπαλλήλου. Το δε δημόσιο συμφέρον διασφαλίζεται καλύτερα όταν επιλέγεται για τέτοιες αποσπάσεις ο καταλληλότερος».
«Είναι προφανές», σημειώνει, «ότι μόνο όταν και εφόσον μία θέση δημοσιευθεί, είναι δυνατό να γνωρίζουμε ποίοι ενδιαφέρονται γι΄ αυτή, ώστε να επιλέξουμε τον καταλληλότερο. Η δε ανάγκη για δημοσίευση τέτοιων «ελκυστικών» θέσεων, προκύπτει επίσης ως θεμελιακή αρχή ευνομίας στον τομέα του διοικητικού δικαίου, συνυφασμένη με τις ευρύτερες ιδέες της διαφάνειας και της ισότητας, πέραν της αναφερθείσας υπεροχής του δημόσιου συμφέροντος που διασφαλίζεται με την προσέλκυση των καταλληλότερων υποψηφίων».
Με βάση τη συμφωνία με την ΕΤΕπ για την απόσπαση της Λειτουργού, όπως αναφέρεται, η Δημοκρατία θα συνεχίσει να καταβάλλει το μισθό της λειτουργού και επιπλέον η Δημοκρατία, και όχι η ΕΤΕπ, θα της καταβάλλει επίδομα ύψους €50.000, σημειώνοντας ότι από τα διαθέσιμα στοιχεία, δεν διαφαίνεται πώς καθορίστηκε το ποσό συνεισφοράς της ΕΤΕπ στο ύψος των €50.000 ετησίως.
Η Υπηρεσία εκφράζει επίσης την άποψη ότι «οι ενέργειες του Υπουργείου Οικονομικών, όχι μόνο αφίστανται των γενικών αρχών διοικητικού δικαίου, αλλά συνιστούν και παραβίαση» σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 27.8.2014 που δεσμεύει το Υπουργείο αναφορικά με τις περιπτώσεις αποσπάσεων Δημοσίων Υπαλλήλων υπό το καθεστώς Εθνικών Εμπειρογνωμόνων.
Η Υπηρεσία αναφέρει στην έκθεσή της ότι προκύπτει επίσης και θέμα σύγκρουσης συμφερόντων και εξηγεί πως «την ίδια στιγμή που η Λειτουργός διαπραγματευόταν με την ΕΤΕπ για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Δημοκρατίας σε επικείμενες δανειακές συμβάσεις, διαπραγματευόταν ταυτόχρονα τους όρους της δικής της εργοδότησης».
«Έχουμε την άποψη πως αναντίλεκτα συνάγεται το συμπέρασμα ότι το Υπουργείο Οικονομικών ενήργησε έχοντας ως κριτήριο των ενεργειών του, όχι πώς θα εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον, αλλά πώς θα ικανοποιηθεί η επιθυμία της Λειτουργού να αποσπαστεί στην ΕΤΕπ, με όρους μάλιστα στους οποίους η ίδια είχε λόγο και τους οποίους κακώς αφέθηκε να διαπραγματευτεί με την ΕΤΕπ», σημειώνει.
Σε σχέση με την καταγγελία κατά της Λειτουργού σε σχέση με την κατοχή κομματικού αξιώματος, η Υπηρεσία αποφεύγει να σχολιάσει το θέμα αυτό «αφού η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 28 Απριλίου 2017 έχει επιβεβαιώσει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την υποχρέωση του Υπουργού Οικονομικών για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας εναντίον της λειτουργού, όπως και εναντίον οποιουδήποτε άλλου υπαλλήλου του Υπουργείου του για τον οποίο έχει υποπέσει στην αντίληψη του ότι δυνατόν να έχει διαπράξει το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα».
Πηγή: ΚΥΠΕ