Μιχάλης Ττερλικκάς: Ένας αυθεντικός Κυπραίος μας μιλά για τις «σήκωσες»
09:10 - 26 Φεβρουαρίου 2017
Ο Φεβρουάριος αν και «κουτσουρεμένος» είναι ο μήνας του κεφιού. Ο μήνας που δίνει την έναρξη για την πιο σημαντική εορτή της Χριστιανικής Θρησκείας, το Πάσχα. Τα ήθη και τα έθιμα που λαμβάνουν χώρα τη συγκεκριμένη περίοδο έχουν τις ρίζες τους από πολύ παλιά. Κάποια έχουν αλλάξει, ενώ άλλα έχουν ενσωματωθεί στα σύγχρονα δεδομένα.
Ο πλέον κατάλληλος άνθρωπος για να μιλήσει για τα παραδοσιακά έθιμα των «σήκωσων» είναι ο τραγουδιστής παραδοσιακών κυπριακών τραγουδιών, Μιχάλης Ττερλλικκάς.
Γιατί λέγονται σήκωσες; Ποια είναι τα τραγούδια των σούσων; Ποια παραδοσιακά παιχνίδια έπαιζαν τότε;
Σήκωσες λέγονται οι δύο Κυριακές πριν από την έναρξη της μεγάλης τεσσαρακοστής, δηλαδή η Κυριακή της Απόκρεω και η Κυριακή της Τυροφάγου ή της Τυρινής. Κατ’ επέκταση δε, οι ημέρες από την Τσικνοπέμπτη μέχρι και το βράδυ της Τυροφάγου.
Η ονομασία «Σήκωσες» προέρχεται από το ρήμα σηκώνω επειδή μετά το πέρας των ημερών αυτών σηκώνονται όλα τα αρτύσιμα (μυλλωμένα) φαγητά από το τραπέζι.
Από την Τσικνοπέμπτη λοιπόν αρχίζει ένα δεκαήμερο χαράς και ξεφαντώματος, για το σώμα κυρίως, γιατί ακολουθεί μια μακρά περίοδος νηστείας και προσευχής που θα προετοιμάσει την ψυχή δια του σώματος, να συμμετάσχει και να κοινωνήσει των Θείων Παθών και της Λαμπράς Ανάστασης του Χριστού.
Έτσι λοιπόν πρέπει οι άνθρωποι να κορεστούν από διασκεδάσεις και υλικές απολαύσεις για να γίνει πιο εύκολη η μετάβαση στον αγώνα της Μεγάλης Σαρακοστής.
Η μετάβαση δε προς την αυστηρή νηστεία αρχίζει σταδιακά, αφού από το πέρας της Κυριακής της Απόκρεω απαγορεύεται η κατανάλωση κρεάτων, συνεχίζεται όμως η κατανάλωση γαλακτοκομικών και αυγών με αποκορύφωμα το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής οπόταν το τραπέζι στρώνεται αποκλειστικά με γαλακτοκομικά, ζυμαρικά και αυγά.
Από την γνώση μάλιστα ότι πρόκειται για μεγάλο αγώνα φαίνεται να προέρχεται και η ευχή «καλόν στάδιον» την οποίαν ζητούσαν από τον ιερέα φιλώντας το χέρι του μετά τον εσπερινό της συγχώρεσης, το απόγευμα της Κυριακής της Τυρινής. Δηλαδή καλόν αγώνα.
Στα παλαιότερα χρόνια οι κανόνες αυτοί ετηρούντο σχεδόν καθολικά και τα έθιμα εκρατούντο με μεγάλη ευλάβεια και προθυμία φυσικά, γιατί τους παρείχαν τις λιγοστές ευκαιρίες για ψυχαγωγία.
Τυρινή
Μετά το πέρας του μεσημεριού οι νέοι και οι νέες του χωριού μαζεύονταν σε μεγάλα σπίτια με αυλή και καμάρα, όπου έδεναν την σούσα.
Κρατώντας φυσικά τις αποστάσεις που επέβαλλαν τα ήθη των εποχών, εσούζουνταν πάνω στις σούσες με την σειρά, μια οι κοπέλλες και μια τα κοπέλια τραγουδώντας διάφορα δίστιχα, τα λεγόμενα τραγούδια της σούσας.
Τα τραγούδια αυτά είχαν ρυθμό σχετικά αργό που να συνάδει με το κούνημα της σούσας.
Ερωτικό δε κυρίως περιεχόμενο μια και ήταν από τις λιγοστές ευκαιρίες που είχαν οι νέοι και οι νέες για να εκφράσουν, έστω με υπονοούμενα, τα συναισθήματά τους προς το αντίθετο φύλο.
Πολλές φορές μάλιστα οι σούσες αποτελούσαν τον χώρο και τον χρόνο έναρξης κάποιων κρυφών ειδυλλίων που συχνά κατέληγαν σε γάμο.
Παρεμπιπτόντως αναφέρω ότι καθ’ όλη την διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής δεν ετελούντο γάμοι ή αρραβώνες.
Έλεγαν μάλιστα χαρακτηριστικά κατά το βράδυ της τυρινής « Ελεύτεροι τζ’ ελεύτερες σφογγάτε πκιον τα σείλη σας». Δηλαδή όσοι δεν προλάβατε να αρραβωνιαστείτε θα πρέπει να περιμένετε πια μέχρι το Πάσχα. Ήταν μάλιστα πολύ συχνό φαινόμενο να γίνονται αρραβώνες (χαρτώματα) τες σήκωσες. Εξ ου και ένα δίστιχο των σούσων λέει:
Επήασιν οι σήκωσες τζ’ ήρταν οι τυρινάες
τζ’ επαντρευτήκαν οι μιτσές τζ’ εμείναν οι μυάλες.
Και κάποιο άλλο:
Επήασιν οι σήκωσες τζ’ ήρταν οι τυρινάες
τζ’ εμείνασιν οι κορασιές με δίχα τους αντράες.
Από ότι θυμάμαι, μα και από μαρτυρίες ηλικιωμένων, στο παιχνίδι και στα τραγούδια των σούσων δεν συμμετείχαν μουσικά όργανα.
Αυτό (χωρίς να είναι βέβαιο) ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπήρχαν παντού διαθέσιμα όργανα επειδή η τέχνη αυτή δεν ήταν κτήμα των πολλών όπως σήμερα.
Με την πάροδο όμως του χρόνου άρχισε να υιοθετείται η συμμετοχή παραδοσιακών οργάνων (βιολί, λαούτο, ταμπουτσιά) στα τραγούδια της σούσας και να προστίθενται και κάποιοι εύθυμοι χοροί.
Κατά κανόνα το πρώτο άσμα ήταν ένας γνωστός ψαλμός, από κάποιο ψάλτη, αν υπήρχε στην σύναξη, ή από οποιονδήποτε άλλο καλλίφωνο. Στη συνέχεια ο νοικοκύρης έπρεπε να καλωσορίσει τους καλεσμένους του με ένα δίστιχο, και αυτοί με τη σειρά τους να απαντήσουν πάλι με δίστιχο με ευχές και παινέματα για τον νοικοκύρη, το σπίτι και τη νοικοκυρά.
Νοικοκύρης : Σιήλια καλωσορίσετε πόψε στη συντροφκιά μας
τζ’ αννοίξετε κατά θεόν τα φύλλα της καρκιάς μας.
Καλεσμένος Α : Καλώς ήρταμεν τζ’ ήβραμεν τα σπίθκια τα μεάλα
τζ’ απου να τρέσιει πόσσω τους το μέλιν τζαι το γάλαν.
Νοικοκυρά : Σίλια καλωσορίσετε τζαι πάλαι να βρεθούμεν
σε μιαλλύττερες χαρές να καταξιωθούμεν.
Καλεσμένος Β: Καλώς ήρταμεν τζ’ ήβραμεν την τράπεζαν στρωμένην
τζαι τζείνη που την έστρωσεν άξια, προκομμένη.
Καλεσμένος Γ: Στα σπίθκια που καθούμαστιν πέτρα να μεν ραΐσει
τζ’ ο νοικοτζύρης του σπιθκιού σίλια γρόνια να ζήσει.
Οι Μάσκες:
Αν κατά την διάρκεια του γλεντιού ακούγονταν γαυγίσματα των σκύλλων και βαριά κτυπήματα στην πόρτα, όλοι γνώριζαν πως επρόκειτο για τις μάσκες, όπως αποκαλούσαν τους μασκαρεμένους.
Στο μασκάρεμα συμμετείχαν κυρίως άντρες, νέοι και παιδιά.
Πολλές φορές όμως μασκαρεύονταν και μεγαλύτεροι σε ηλικία, ακόμα και γυναίκες, όταν επρόκειτο να πάνε σε σπίτια που είχαν το θάρρος τους, όπως λέγανε.
Το μασκάρεμα ήταν αυτοσχέδιο. Ο καθένας κατασκεύαζε την δική του μάσκα, συνήθως από παλιά χάρτινα κουτιά, την ζωγράφιζε ανάλογα, ή έβαφε με καπνιά το πρόσωπο.
Για ενδυμασία χρησιμοποιούσαν κουρέλια, ή παλιά ρούχα του αντίθετου φύλου, ή γεροντικά ή τυλίγονταν με σεντόνια.
Όταν ολοκληρώνετο το μασκάρεμα έβγαιναν κατά ομάδες και γύριζαν τα σπίτια στα οποία ήξεραν ότι εγίνετο γλέντι. Εκεί ήταν πάντα καλοδεχούμενοι. Τους υποδέχονταν φιλόξενα τους κερνούσαν και έκαναν μεγάλη φασαρία προσπαθώντας να μαντέψουν ποιοι κρύβονταν κάτω από τις μάσκες.
Πολύ συχνό φαινόμενο ήταν και το εξής: Κάποιοι νέοι που είχαν κρυφό έρωτα για κάποια κοπέλλα μασκαρεύονταν μαζί με άλλους φίλους και πήγαιναν στο σπίτι της, (ήταν η μόνη ευκαιρία που είχαν να το κάνουν έχοντας κάποιας μορφής άσυλο.. ) καθόντουσαν όση ώρα ήθελαν στη τραπέζι σε θέση που τους βόλευε και έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας καμαρώνοντας από τόσο κοντά την αγαπημένη τους, πίσω από την μάσκα.
Το έθιμο αυτό φαίνεται να έχει τις ρίζες του στην αρχαία ελληνική λατρεία του Διόνυσου, το οποίο παρ’ όλη την σθεναρή αντίθεση της εκκλησίας κατόρθωσε να περάσει, μαζί με τόσα άλλα ειδωλολατρικά έθιμα, στη νέα θρησκεία και να παραμείνει μέχρι σήμερα.
Μερικά διασκεδαστικά παιχνίδια, είχαν επίσης την θέση τους σε αυτά τα μακρά γλέντια. Περιγράφω πιο κάτω τρία από αυτά.
Η Δακκαννούρα:
Εκρέμμαζαν από τα βολίτζια με μια κλωστή ένα, δύο, ή περισσότερα βρασμένα αυγά (ανάλογα με το μέγεθος του τραπεζιού) με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να αιωρούνται πάνω από το τραπέζι στο ύψος των προσώπων. Αφού λοιπόν τους έδιναν μια ώθηση και άρχιζαν να ταλαντεύονται πάνω από το τραπέζι, προσπαθούσαν να τα πιάσουν με το στόμα τους. Όταν τελικά κάποιος το κατάφερνε, ακολουθούσαν έντονες επευφημίες και φυσικά έπαιρνε για έπαθλο…το αυγό.
Η μαγική φλόγα που άλλαζε το χρώμα των προσώπων:
Μέσα σε έναν σάτζιην τοποθετημένο ανάσκελα (όπως το τηγάνι), έβαζαν άλας και οινόπνευμα ή ζιβανία, και το άναβαν. Η αντιφεγγιά της φλόγας, στην απουσία άλλης φωτεινής πηγής, έδινε στα πρόσωπα των συνδαιτυμόνων ένα παράξενο χρωματισμό που τα έκανε χλωμά, όπως των νεκρών. Κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο έσκαζαν στα γέλια.
Το Μούζωμαν
Κάποιος από το τραπέζι προσποιείτο ότι μπορούσε να διαβάζει τις σκέψεις, να υπνωτίζει, τρόπον τινά. Διάλεγε κάποιον από την παρέα, που δεν ήξερα το κόλπο και τον έβαζε να καθίσει απέναντι του. Έπαιρνε ένα πιάτο, του οποίου είχε προηγουμένως μαυρίσει την κάτω επιφάνεια με καπνιά, βάζοντας το πάνω από τη φλόγα ενός κεριού και του το έδινε με τις εξής οδηγίες:
Θα κρατάς μπροστά σου με τα δυο σου χέρια το πιάτο χωρίς να το κουνάς καθόλου, θα με κοιτάς κατ’ ευθείαν και συνεχώς στα μάτια και θα κάνεις οποιαδήποτε κίνηση κάνω εγώ.
Με τις κινήσεις του λοιπόν τον καθοδηγούσε να σκουπίζει την κάτω επιφάνεια του πιάτου και να πασαλείβει το πρόσωπό του. Και όπως το πιάτο που κρατούσε ήταν, από κάτω ολόμαυρο από την καπνιά και όπως ήταν απόλυτα προσηλωμένος να κοιτάει τον άλλο στα μάτια δεν αντιλαμβάνετο ότι πασάλειβε το πρόσωπό του με καπνιά. Οι άλλοι έσκαγαν συνεχώς στα γέλια βλέποντας τον να πασαλείβεται με την καπνιά. Στο τέλος του φέρνανε ένα καθρέφτη, κι’ όταν έβλεπε το πρόσωπό του, έσκαγε και αυτός στα γέλια.
Το γλέντι συνεχίζετο μέχρι τις μικρές ώρες. Τα μυλλωμένα όμως έπρεπε να σηκωθούν από το τραπέζι τα μεσάνυχτα και θα συνέχιζαν με φρεσκοτηγανισμένες πισιήες με το μέλι, δάκτυλα και άλλα νηστίσιμα εδέσματα.
*Φωτογραφίες από http://noctoc-noctoc.blogspot.com.cy