Τι συμβαίνει όταν το διαζύγιο φέρνει την αποξένωση του παιδιού από τον ένα γονέα
10:51 - 10 Φεβρουαρίου 2017
Το να βιώσει ένα ζευγάρι το χωρισμό ή τη διαδικασία του διαζυγίου αποτελεί ένα πολύπλοκο και στρεσογόνο γεγονός, ιδιαίτερα όταν σε αυτό εμπλέκονται και παιδιά.
Το παιδί περνά μια σειρά από τεράστιες αλλαγές μετά από ένα διαζύγιο. Από τη μια βιώνει την απόσταση και την αλλαγή στη σχέση του ζευγαριού και από την άλλη, αλλάζει η καθημερινότητά του και ο τρόπος που ζούσε μέχρι τώρα.
Επομένως, χρειάζεται να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, στις εναλλαγές μεταξύ των δυο σπιτιών και κυρίως στην απουσιά του ενός γονέα από την καθημερινή του ζωή.
Οι γονείς διαδραματίζουν τον πιο σημαντικό ρόλο στην προσαρμογή του παιδιού σε αυτή την αλλαγή.
Πιο συγκεκριμένα, η προσαρμογή του παιδιού εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από δυο παράγοντες.
Πρώτον, από την προσαρμογή του ίδιου του γονιού στην διαδικασία του χωρισμού και πιο συγκεκριμένα από την επεξεργασία και αποδοχή των συναισθημάτων της απώλειας. Δεύτερον, από το είδος της σχέσης που θα διαμορφώσουν οι γονείς μεταξύ τους μετά το διαζύγιο.
Οι γονείς έχουν καθήκον να διαμορφώσουν μια σχέση συνεργασίας μεταξύ τους, γιατί παρόλο που ο συντροφικός του ρόλος χάνεται, ο γονικός του ρόλος παραμένει.
Όταν οι γονείς λειτουργούν με βάση τις δικές τους ανάγκες, τα συναισθήματα θυμού και εγκατάλειψης που βιώνουν, μπορεί να απομακρύνουν το παιδί με τα λόγια ή τις πράξεις τους από τον άλλο γονέα και να το οδηγήσουν στο να τον απορρίψει.
Συχνά αυτό προκύπτει από το ότι ο ένας γονέας πιστεύει ότι το παιδί δεν χρειάζεται τον άλλο γονέα και κυρίως από την πεποίθηση ότι το παιδί πρέπει να πάρει το μέρος του ενός γονέα έναντι του άλλου, να διαλέξει δηλαδή πλευρά.
Ο γονέας που έχει αυτή την στάση, συστηματικά κατηγορεί, υποτιμά ή υποβιβάζει τον άλλον γονέα μεταφέροντας το μήνυμα στο παιδί ότι ο άλλος γονέας του δεν είναι αρκετά καλός (π.χ. «πάλι άργησε, δεν περίμενα κάτι καλύτερο») ή το συναίσθημα της εγκατάλειψης (π.χ. «αν μας αγαπούσε θα έμενε μαζί μας»).
Επίσης, μπορεί για παράδειγμα ο ένας γονέας να μην εφαρμόζει το διάταγμα επικοινωνίας και να μην ενημερώσει τον άλλο γονέα για αλλαγές που συμβαίνουν στην ζωή του παιδιού.
Συνεπώς, αυτό που επιτυγχάνεται πρακτικά είναι να εμποδίζεται το παιδί από το να διατηρήσει την σχέση του με τον άλλο γονέα.
Με αυτό τον τρόπο το παιδί ουσιαστικά θυματοποιείται.
Στερείται τον ένα του γονέα, το δικαίωμα να παίρνει και να δίνει αγάπη και τελικά αποξενώνεται από αυτον.
Το παιδί σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να μην επιθυμεί να βλέπει τον ένα γονέα, να βιώνει συναισθήματα θυμού, έχθρας και μίσους απέναντι του.
Ουσιαστικά, εσωτερικεύει το μίσος που κατευθυνόταν από τον ένα γονέα προς τον γονέα και τείνει να πιστεύει ότι ο γονιός του δε τον αγαπά και τον έχει εγκαταλείψει. Επίσης, το παιδί ενοχοποιείται γιατί πιστεύει ότι έχοντας σχέση με τον ένα γονέα είναι σαν να προδίδει τον άλλο.
Τα παιδιά αυτό που δικαιούνται και χρειάζονται περισσότερο μετά από ένα διαζύγιο είναι να έχουν μια στενή και με νόημα συναισθηματική σχέση και με τους δύο γονείς και να προστατευτούν από τις συγκρούσεις, την αρνητική κριτική και τα επιθετικά συναισθήματα που συχνά έχουν οι γονείς μεταξύ τους
Να θυμάστε, ένα παιδί είναι η ένωση των δύο του γονιών, είναι μιση μητέρα και μισός πατέρας, όταν λοιπόν κατηγορούμε και απορρίπτουμε τον γονιό, κατηγορούμε και απορρίπτουμε το ίδιο το παιδί.
* Μαρία Θ. Κυριάκου, ΒΑ, ΜΑ
Εγγεγραμμένη Σχολική Ψυχολόγος (Α.Α. 292)
Μέλος του Συνδέσμου Ψυχολόγων Κύπρου
Συν-συντονίστρια Κλάδου Σχολικής Ψυχολογίας
Τηλέφωνο 22-264590