Άκυρη η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου που αφορά τη 2η υπόθεση Τρ. Κύπρου
20:00 - 06 Δεκεμβρίου 2017
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχτηκε την αίτηση που καταχώρησαν οι τέσσερις εκ των επτά κατηγορουμένων στην 2η ποινική υπόθεση εναντίον της Τράπεζας Κύπρου και πρώην στελεχών της για έκδοση προνομιακού διατάγματος certiorari και/ή Prohibition, ακυρώνοντας ουσιαστικά απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερομηνίας 7 Απριλίου 2017.
Το τριμελές Κακουργιοδικείο, το οποίο εκδικάζει την υπόθεση, με ενδιάμεση απόφαση του είχε απορρίψει όλες τις προδικαστικές ενστάσεις που ήγειρε η υπεράσπιση, μετά την τροποποίηση του κατηγορητηρίου από την Κατηγορούσα Αρχή, αποδεχόμενο τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι το νέο κατηγορητήριο αποκαλύπτει ποινικό αδίκημα με την απαραίτητη ακρίβεια γι΄ αυτό και η δίκη θα έπρεπε να συνεχιστεί.
Την αίτηση καταχώρησαν οι Τράπεζα Κύπρου, Αντρέας Αρτέμη, Γεώργιος Γεωργιάδης και Κώστας Σεβέρης, ενώ κατηγορούμενοι στην ίδια υπόθεση είναι επίσης οι Ανδρέας Ηλιάδης, Γιάννης Κυπρή και Κώστας Χατζήπαπα. Όλοι οι κατηγορούμενοι έχουν ήδη απαντήσει μη παραδοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν με βάση το κατηγορητήριο της υπόθεσης.
Το κατηγορητήριο της υπόθεσης περιλαμβάνει συνολικά έξι κατηγορίες. Οι τέσσερις κατηγορίες αφορούν το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και οι δύο το αδίκημα της ψευδορκίας. Ο Ανδρέας Ηλιάδης αντιμετωπίζει και τις έξι κατηγορίες. Για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς, η Τράπεζα Κύπρου αντιμετωπίζει τέσσερις κατηγορίες, ο κ. Κυπρή δύο κατηγορίες και οι Αρτέμης, Γεωργιάδης, Σεβέρη και Χατζήπαπα αντιμετωπίζουν μόνο μία κατηγορία.
Η εκδίκαση της υπόθεσης είχε ανασταλεί μέχρι την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αίτηση των κατηγορουμένων και είναι ορισμένη για ακρόαση στις 18 Δεκεμβρίου. Η υπόθεση αφορά την εξαγορά των ελληνικών ομολόγων και την παράλειψη της Τράπεζας να ενημερώσει τους μετόχους για τους κινδύνους της εν λόγω επένδυσης.
Το Ανώτατο με τη σημερινή απόφαση του, την οποία εξέδωσε ο δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής, αποδέχθηκε τη θέση των κατηγορουμένων που καταχώρησαν την αίτηση ότι στην εν λόγω απόφαση του Κακουργοδικείου, «υπάρχουν πρόδηλα και πασιφανή νομικά σφάλματα, τα οποία εμφαίνονται στο σώμα της, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος certiorari για την ακύρωσή της».
Οι αιτητές είχαν εισηγηθεί ότι υπάρχει πασίδηλη λανθασμένη ερμηνεία από το Κακουργοδικείο συγκεκριμένων νομοθετικών διατάξεων, η οποία έχει, ήδη, οδηγήσει σε παραβίαση του Άρθρου 12.1 του Συντάγματος, λαμβανομένου υπόψη ότι, με την απάντησή τους στις κατηγορίες, η ποινική διαδικασία έχει αρχίσει.
Το Ανώτατο έκρινε ως ορθή τη θέση των αιτητών ότι αποτελεί πασίδηλο νομικό σφάλμα η κατάληξη του Κακουργιοδικείου «πως το άρθρο 19 του Νόμου αποκαλύπτει αδίκημα με την απαιτούμενη σαφήνεια και προβλεπτικότητα σε βαθμό που κρίνεται ότι ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 12 του Συντάγματος και ως εκ τούτου δύναται από μόνο του να αποτελεί τη νομική βάση κατηγορίας για χειραγώγηση της αγοράς».
«Η απόφαση του Κακουργοδικείου…πασιφανώς, παραγνωρίζει εντελώς τη δομή και το περιεχόμενο του ιδίου του Μέρους IV του Νόμου, υπό το γενικό τίτλο: ‘Διατάξεις σχετικά με την Χειραγώγηση της Αγοράς’», σημειώνει ο Δικαστής του Ανωτάτου και διατυπώνει τη θέση ότι «το άρθρο 19, πασιφανώς, δε δημιουργεί, από μόνο του, ποινικό αδίκημα».
Ιδιαίτερα, όπως αναφέρει η απόφαση του Ανωτάτου, «το Κακούργοδικείο φαίνεται να παρέβλεψε ότι είναι μέσα από το συνδυασμό των διαφόρων προνοιών του που, εν τέλει, δημιουργείται, μάλιστα ρητώς…το ιδιότυπο ποινικό αδίκημα της «χειραγώγησης της αγοράς» και όχι από την πρόνοια του άρθρου 19, στην οποία δεν υπάρχει καμιά αναφορά για ποινικοποίηση συγκεκριμένων ενεργειών, πράξεων ή παραλείψεων, οι οποίες να συνιστούν την εν λόγω συμπεριφορά».
Πασιφανώς, συνεχίζει η απόφαση του Ανωτάτου, «η πρόβλεψη, στο άρθρο 19, ότι «Απαγορεύεται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να χειραγωγεί την αγορά» είναι δηλωτικής φύσεως και μόνο, καθιερώνουσα γενικό κανόνα, υπό τύπο απαγόρευσης, στο συγκεκριμένο τομέα. Όπου δε, σε νομοθέτημα, απαντά μια δηλωτικής φύσεως πρόνοια, ακόμα και υπό τη μορφή της απαγόρευσης τέλεσης συγκεκριμένης πράξης, δεν δημιουργείται, χωρίς άλλο, ποινικό αδίκημα».
«Η πιο πάνω διαπίστωση εκπηγάζει από τη μείζονος σημασίας νομική αρχή ότι δεν μπορεί να υπάρχει ποινική ευθύνη, ελλείψει ρητών ή βεβαίων προς τούτο προνοιών», προστίθεται.
Το Ανώτατο αναφέρει επίσης ότι «το Κακουργιοδικείο λανθασμένα έκρινε πως η αναφορά και μόνο στο άρθρο 23(3) ότι «παράβαση του Μέρους IV συνιστά ποινικό αδίκημα» καθιστά ποινικά κολάσιμη τη μέθοδο χειραγώγησης της αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 4(δ)(ίν) της Κ.Α.Π. 445/2005».
Σημειώνει ακόμη ότι «Το Κακουργιοδικείο, απέτυχε να διαπιστώσει…το παράνομο και άκυρο, εξαρχής, και, ειδικά, κατά τον ουσιώδη χρόνο, της Κ.Α.Π. 445/2005, επί της οποίας στηρίζονται οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι αιτητές, συνεπεία του ανυπόστατου του οργάνου που την είχε εκδώσει, ήτοι της Επιτροπής».
Με την έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης (αυτή έχει αρχίσει, δεδομένης της απάντησης των αιτητών στις κατηγορίες), σημειώθηκε παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος στο Άρθρο 12.1 του Συντάγματος, προστίθεται στην απόφαση.
«Προς το σκοπό δε παροχής, συναφώς, της αναγκαίας προστασίας του και κατίσχυσης, τοιουτοτρόπως, του κράτους δικαίου, δε χωρεί αναβολή στην απόδοση της προβλεπόμενης, υπό τις περιστάσεις, θεραπείας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την άμεση έκδοση εντάλματος certiorari», όπως αναφέρεται.
Η παραβίαση δε αυτή, αναφέρει το Ανώτατο, « θα εξακολουθήσει να υφίσταται, με επίτασή της, εφόσον επιτραπεί να συνεχίσει η ποινική δίκη, η οποία θα διεξάγεται, όπως έχουν τα πράγματα, σε σχέση με άκυρο κατηγορητήριο, δεδομένου ότι οι υπό αναφορά κατηγορίες στερούνται νομικού ερείσματος. Υπό αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα με την υπόθεση Γεν. Εισαγγελέας ν. Παπαλαζάρου & άλλοι, η δίκη που θα διεξαχθεί θα είναι άκυρη εξαρχής».
Επομένως, καταλήγει, «εκδίδεται ένταλμα certiorari, στο πλαίσιο του οποίου διατάσσεται η ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερομηνίας 7.4.2017».
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας, μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το τριμελές Κακουργιοδικείο, το οποίο εκδικάζει την υπόθεση, με ενδιάμεση απόφαση του είχε απορρίψει όλες τις προδικαστικές ενστάσεις που ήγειρε η υπεράσπιση, μετά την τροποποίηση του κατηγορητηρίου από την Κατηγορούσα Αρχή, αποδεχόμενο τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι το νέο κατηγορητήριο αποκαλύπτει ποινικό αδίκημα με την απαραίτητη ακρίβεια γι΄ αυτό και η δίκη θα έπρεπε να συνεχιστεί.
Την αίτηση καταχώρησαν οι Τράπεζα Κύπρου, Αντρέας Αρτέμη, Γεώργιος Γεωργιάδης και Κώστας Σεβέρης, ενώ κατηγορούμενοι στην ίδια υπόθεση είναι επίσης οι Ανδρέας Ηλιάδης, Γιάννης Κυπρή και Κώστας Χατζήπαπα. Όλοι οι κατηγορούμενοι έχουν ήδη απαντήσει μη παραδοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν με βάση το κατηγορητήριο της υπόθεσης.
Το κατηγορητήριο της υπόθεσης περιλαμβάνει συνολικά έξι κατηγορίες. Οι τέσσερις κατηγορίες αφορούν το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και οι δύο το αδίκημα της ψευδορκίας. Ο Ανδρέας Ηλιάδης αντιμετωπίζει και τις έξι κατηγορίες. Για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς, η Τράπεζα Κύπρου αντιμετωπίζει τέσσερις κατηγορίες, ο κ. Κυπρή δύο κατηγορίες και οι Αρτέμης, Γεωργιάδης, Σεβέρη και Χατζήπαπα αντιμετωπίζουν μόνο μία κατηγορία.
Η εκδίκαση της υπόθεσης είχε ανασταλεί μέχρι την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αίτηση των κατηγορουμένων και είναι ορισμένη για ακρόαση στις 18 Δεκεμβρίου. Η υπόθεση αφορά την εξαγορά των ελληνικών ομολόγων και την παράλειψη της Τράπεζας να ενημερώσει τους μετόχους για τους κινδύνους της εν λόγω επένδυσης.
Το Ανώτατο με τη σημερινή απόφαση του, την οποία εξέδωσε ο δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής, αποδέχθηκε τη θέση των κατηγορουμένων που καταχώρησαν την αίτηση ότι στην εν λόγω απόφαση του Κακουργοδικείου, «υπάρχουν πρόδηλα και πασιφανή νομικά σφάλματα, τα οποία εμφαίνονται στο σώμα της, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος certiorari για την ακύρωσή της».
Οι αιτητές είχαν εισηγηθεί ότι υπάρχει πασίδηλη λανθασμένη ερμηνεία από το Κακουργοδικείο συγκεκριμένων νομοθετικών διατάξεων, η οποία έχει, ήδη, οδηγήσει σε παραβίαση του Άρθρου 12.1 του Συντάγματος, λαμβανομένου υπόψη ότι, με την απάντησή τους στις κατηγορίες, η ποινική διαδικασία έχει αρχίσει.
Το Ανώτατο έκρινε ως ορθή τη θέση των αιτητών ότι αποτελεί πασίδηλο νομικό σφάλμα η κατάληξη του Κακουργιοδικείου «πως το άρθρο 19 του Νόμου αποκαλύπτει αδίκημα με την απαιτούμενη σαφήνεια και προβλεπτικότητα σε βαθμό που κρίνεται ότι ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 12 του Συντάγματος και ως εκ τούτου δύναται από μόνο του να αποτελεί τη νομική βάση κατηγορίας για χειραγώγηση της αγοράς».
«Η απόφαση του Κακουργοδικείου…πασιφανώς, παραγνωρίζει εντελώς τη δομή και το περιεχόμενο του ιδίου του Μέρους IV του Νόμου, υπό το γενικό τίτλο: ‘Διατάξεις σχετικά με την Χειραγώγηση της Αγοράς’», σημειώνει ο Δικαστής του Ανωτάτου και διατυπώνει τη θέση ότι «το άρθρο 19, πασιφανώς, δε δημιουργεί, από μόνο του, ποινικό αδίκημα».
Ιδιαίτερα, όπως αναφέρει η απόφαση του Ανωτάτου, «το Κακούργοδικείο φαίνεται να παρέβλεψε ότι είναι μέσα από το συνδυασμό των διαφόρων προνοιών του που, εν τέλει, δημιουργείται, μάλιστα ρητώς…το ιδιότυπο ποινικό αδίκημα της «χειραγώγησης της αγοράς» και όχι από την πρόνοια του άρθρου 19, στην οποία δεν υπάρχει καμιά αναφορά για ποινικοποίηση συγκεκριμένων ενεργειών, πράξεων ή παραλείψεων, οι οποίες να συνιστούν την εν λόγω συμπεριφορά».
Πασιφανώς, συνεχίζει η απόφαση του Ανωτάτου, «η πρόβλεψη, στο άρθρο 19, ότι «Απαγορεύεται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να χειραγωγεί την αγορά» είναι δηλωτικής φύσεως και μόνο, καθιερώνουσα γενικό κανόνα, υπό τύπο απαγόρευσης, στο συγκεκριμένο τομέα. Όπου δε, σε νομοθέτημα, απαντά μια δηλωτικής φύσεως πρόνοια, ακόμα και υπό τη μορφή της απαγόρευσης τέλεσης συγκεκριμένης πράξης, δεν δημιουργείται, χωρίς άλλο, ποινικό αδίκημα».
«Η πιο πάνω διαπίστωση εκπηγάζει από τη μείζονος σημασίας νομική αρχή ότι δεν μπορεί να υπάρχει ποινική ευθύνη, ελλείψει ρητών ή βεβαίων προς τούτο προνοιών», προστίθεται.
Το Ανώτατο αναφέρει επίσης ότι «το Κακουργιοδικείο λανθασμένα έκρινε πως η αναφορά και μόνο στο άρθρο 23(3) ότι «παράβαση του Μέρους IV συνιστά ποινικό αδίκημα» καθιστά ποινικά κολάσιμη τη μέθοδο χειραγώγησης της αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 4(δ)(ίν) της Κ.Α.Π. 445/2005».
Σημειώνει ακόμη ότι «Το Κακουργιοδικείο, απέτυχε να διαπιστώσει…το παράνομο και άκυρο, εξαρχής, και, ειδικά, κατά τον ουσιώδη χρόνο, της Κ.Α.Π. 445/2005, επί της οποίας στηρίζονται οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι αιτητές, συνεπεία του ανυπόστατου του οργάνου που την είχε εκδώσει, ήτοι της Επιτροπής».
Με την έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης (αυτή έχει αρχίσει, δεδομένης της απάντησης των αιτητών στις κατηγορίες), σημειώθηκε παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος στο Άρθρο 12.1 του Συντάγματος, προστίθεται στην απόφαση.
«Προς το σκοπό δε παροχής, συναφώς, της αναγκαίας προστασίας του και κατίσχυσης, τοιουτοτρόπως, του κράτους δικαίου, δε χωρεί αναβολή στην απόδοση της προβλεπόμενης, υπό τις περιστάσεις, θεραπείας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την άμεση έκδοση εντάλματος certiorari», όπως αναφέρεται.
Η παραβίαση δε αυτή, αναφέρει το Ανώτατο, « θα εξακολουθήσει να υφίσταται, με επίτασή της, εφόσον επιτραπεί να συνεχίσει η ποινική δίκη, η οποία θα διεξάγεται, όπως έχουν τα πράγματα, σε σχέση με άκυρο κατηγορητήριο, δεδομένου ότι οι υπό αναφορά κατηγορίες στερούνται νομικού ερείσματος. Υπό αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα με την υπόθεση Γεν. Εισαγγελέας ν. Παπαλαζάρου & άλλοι, η δίκη που θα διεξαχθεί θα είναι άκυρη εξαρχής».
Επομένως, καταλήγει, «εκδίδεται ένταλμα certiorari, στο πλαίσιο του οποίου διατάσσεται η ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερομηνίας 7.4.2017».
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας, μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Πηγή: ΚΥΠΕ