Έδωσαν 8χρονη για υιοθεσία και έζησε τον απόλυτο εφιάλτη – Βία και κακοποίηση
12:15 - 18 Δεκεμβρίου 2017
Καταπέλτης η επίτροπος προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού Λήδα Κουρσουμπά, σε σχέση με υπόθεση παιδιού που υιοθετήθηκε αλλά έζησε ένα Γολγοθά με τους θετούς της γονείς.
Το παράπονο υποβλήθηκε από την ενήλικη πλέον Χ.Χ (υιοθετημένο παιδί). σε κατ’ ιδίαν συνάντησή της με Λειτουργό του Γραφείου μου στις 14/01/2014.
Η Χ.Χ. υιοθετήθηκε, το 2000 από ζευγάρι Ελληνοκυπρίων, σε ηλικία 8 ετών, μέσω του συστήματος των διακρατικών υιοθεσιών. Οι θετοί γονείς προέρχονται από χαμηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο και διέμεναν σε χωριό της επαρχίας Πάφου. Και οι δύο γονείς ήταν απόφοιτοι σχολείων μέσης εκπαίδευσης.
Η νεαρή, στα πλαίσια της κατ’ ιδίαν συζήτησης που είχε με Λειτουργό του Γραφείου μου, ανέφερε ότι ως παιδί βίωνε, από την αρχή της υιοθεσίας της, ενδοοικογενειακή βία -λεκτική, ψυχολογική και σωματική βία- και από τους δύο γονείς. Η Χ.Χ. άφησε να εννοηθεί ότι άσκηση βίας υπήρχε και από τον πατέρα της προς τη μητέρα της.
Την κακοποιούσε ο πατέρας της…
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το πόρισμα, η Χ.Χ., σε ηλικία 11 ετών ξεκίνησε να βιώνει τη σεξουαλική κακοποίηση από τον θετό της πατέρα, με αγγίγματα σεξουαλικής φύσης στο σώμα και τα γεννητικά όργανα, είσοδο στο μπάνιο την ώρα που λουζόταν το παιδί, αφαίρεση των κλειδιών από τις πόρτες καθώς και λεκτική σεξουαλική βία. H Χ.Χ. υποστήριξε ότι η σεξουαλική της κακοποίηση σταμάτησε, όταν έγινε 18 χρόνων και με τη βοήθεια των ΥΚΕ, εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία.
Κάθε φορά και χειρότερα…
Σύμφωνα με την Χ.Χ., οι επισκέψεις της Λειτουργού Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΛΥΚ) στο σπίτι τους, ήταν αραιές, παρόλο ότι, η ίδια, τηλεφωνικώς, είχε αναφέρει, σε διάφορες περιπτώσεις, προς τις ΥΚΕ κακοποίησή της (τουλάχιστον ψυχολογική, λεκτική και σωματική). Όπως ισχυρίστηκε η Χ.Χ., στις αραιές επισκέψεις της στην οικογένεια, η ΛΚΥ είχε συναντήσεις, αρχικά, με τους γονείς και στη συνέχεια με το παιδί, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όπως ανέφερε η Χ.Χ., μετά από κάθε επίσκεψη της ΛΚΥ βίωνε περισσότερη βία.
Η Χ.Χ. ανέφερε ότι, όταν ήταν 13 ετών, συγγενείς του ζεύγους παρατήρησαν, στη συμπεριφορά της σημάδια, τα οποία τους οδήγησαν να την πάρουν σε Ψυχίατρο στο Γ.Ν.Π.. Το παιδί ανάφερε την κακοποίηση την οποία βίωνε και στον Ψυχίατρο που την παρακολούθησε.
Συμπεράσματα Επιτρόπου – Αυτούσιο μέρος του πορίσματος
Μετά από αξιολόγηση του χειρισμού της υπό εξέταση περίπτωσης, εντοπίζω παραβιάσεις δικαιωμάτων της παραπονούμενης ως παιδιού, όπως αυτά κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση αλλά και από τους διάφορους ειδικούς νόμους της Δημοκρατίας που παρατέθηκαν πιο πάνω, τις οποίες καταγράφω πιο κάτω:
Οι ΥΚΕ, μέσα από τις διαδικασίες που ακολούθησαν και τις επιλογές που έκαναν, απέτυχαν να διασφαλίσουν στο πλαίσιο των διακρατικών υιοθεσιών, ένα υγιές και ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον στην τότε 8χρονη Χ.Χ..
Στην προκειμένη περίπτωση, ήξεραν ότι το παιδί, στη σχετικά μεγάλη ηλικία των 8 ετών, μετακινήθηκε σε ένα ξένο για το ίδιο, γλωσσικό και πολιτισμικό περιβάλλον και επιπρόσθετα, κουβαλούσε το βάρος της γονικής εγκατάλειψης που το υποχρέωνε να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ορφανοτροφείο. Οι ΥΚΕ, όχι μόνο δεν προσάρμοσαν τις ενέργειες και τις επιλογές στις ιδιαιτερότητες του κοριτσιού, αλλά επέδειξαν επαγγελματική αναποτελεσματικότητα, όσον αφορά την καταρχήν αξιολόγηση των γονεϊκών δεξιοτήτων και την καταλληλότητα του οικογενειακού πλαισίου στο οποίο θα τοποθετείτο το παιδί. Πέραν τούτου, οι ΥΚΕ για οκτώ και πλέον χρόνια, από τη στιγμή της ολοκλήρωσης της υιοθεσίας μέχρι που υποχρεώθηκαν να συνεργαστούν με την οικογένεια ως αποτέλεσμα της καταγγελίας του σχολείου, ουδέποτε επανήλθαν προκειμένου να αξιολογήσουν κατά πόσο η τοποθέτηση του παιδιού υπήρξε επαρκής ή/και η οικογένεια χρειαζόταν στήριξη.
Η Σύμβαση υπογραμμίζει τον κεντρικό ρόλο της οικογένειας στο πλαίσιο της κοινωνίας. φυσικό περιβάλλον για την ανάπτυξη και την ευημερία όλων των μελών της, και ιδιαίτερα των παιδιών». Παράλληλα, εναποθέτει την κύρια ευθύνη, αναφορικά με τη φροντίδα, την ανατροφή και την ανάπτυξη του παιδιού στην οικογένεια προνοώντας ότι «Η ευθύνη για την ανατροφή του παιδιού και για την ανάπτυξή του ανήκει κατά κύριο λόγο στους γονείς ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους νόμιμους κηδεμόνες του» - Άρθρο 18(1). Με τον τρόπο αυτό, η Σύμβαση, θεμελιώνει μια τριαδική σχέση ανάμεσα στο κράτος, την οικογένεια και το παιδί, ως φορέα εγγενούς αξιοπρέπειας και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων. Στη βάση της τριαδικής αυτής σχέσης, το κράτος αναλαμβάνει την ευθύνη να στηρίξει και να προωθήσει τα δικαιώματα του παιδιού είτε άμεσα, μέσα από την ανάπτυξη πολιτικών που αφορούν το παιδί και τα δικαιώματά του, είτε έμμεσα, μέσω νομοθετικών και διοικητικών μέτρων που αποσκοπούν στην ενίσχυση και την ενδυνάμωση της οικογένειας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Πολιτεία απέτυχε να ανταποκριθεί στην ευθύνη αυτή.
Η Χ.Χ. συνέχισε να βιώνει κακοποίηση και απόρριψη ως αποτέλεσμα της αδικαιολόγητης έως εγκληματικής αδράνειας των ΛΚΥ στις επανειλημμένες αναφορές της για σωματική, λεκτική, ψυχολογική και σεξουαλική βία εις βάρος της, από τους θετούς γονείς της.
Απουσία συνεργασίας μεταξύ των συναρμόδιων Υπηρεσιών, που προκύπτει σε αρκετά σημεία της όλης διερεύνησης. Η αναποτελεσματικότητα των ενεργειών εκ μέρους των Υπηρεσιών αντικατοπτρίζεται και στην έλλειψη διϋπηρεσιακής συνεργασίας τους. Σε αρκετά σημεία, τα οποία αναφέρονται ως ενέργειες των ΥΚΕ αυτοαναιρούνται / δεν επιβεβαιώνονται από τις ΥΨΥ ή από το ΥΠΠ, και αυτό αντανακλάται σε διάφορα στάδια της εξέλιξης της περίπτωσης - το σημείο όπου το ΥΠΠ σημειώνει ότι το παιδί έκανε αναφορά για σεξουαλική κακοποίησή του και το σχολείο προέβη σε ενημέρωση των ΥΚΕ από το 2008, ενώ οι ΥΚΕ επισημαίνουν ότι μόλις το 2013 ενημερώθηκαν για τέτοιας φύσης κακοποίηση, καθώς και το σημείο που αφορά τη διασύνδεση του παιδιού από τις ΥΚΕ με τις ΥΨΥ, μετά από αναφορές του παιδιού στο σχολείο για κακοποίησή του.
«Αδειάζει» και αστυνομία και Υπουργείο Παιδείας
«Ανεπαρκής χειρισμός εκ μέρους της Αστυνομίας στην καταγγελία του σχολείου για άσκηση ενδοοικογενειακής βίας από τον πατριό προς το παιδί. Η Αστυνομία δεν τήρησε τις ενδεδειγμένες διαδικασίες με βάση το Εγχειρίδιο Διατμηματικών Διαδικασιών για περιστατικών Βίας στην Οικογένεια, αφήνοντας απροστάτευτο το παιδί και τιμωρώντας το για την βούλησή του να καταγγείλει την κακοποίηση.
Αδυναμία του ΥΠΠ να εντοπίσει και να διασυνδέσει το παιδί με τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων, δεδομένου ότι το παιδί είχε διασυνδεθεί με την Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας από το 2003 λόγω μαθησιακών δυσκολιών. Αποκλείστηκε έτσι, μια πιθανή υποστηρικτική οδός προς το παιδί –θύμα της ενδοοικογενειακής βίας. Αναδεικνύεται, δυστυχώς, και σε αυτό το σημείο, η προβληματική συνεργασίαμεταξύ ΥΠΠ και ΥΚΕ.
Το παράπονο υποβλήθηκε από την ενήλικη πλέον Χ.Χ (υιοθετημένο παιδί). σε κατ’ ιδίαν συνάντησή της με Λειτουργό του Γραφείου μου στις 14/01/2014.
Η Χ.Χ. υιοθετήθηκε, το 2000 από ζευγάρι Ελληνοκυπρίων, σε ηλικία 8 ετών, μέσω του συστήματος των διακρατικών υιοθεσιών. Οι θετοί γονείς προέρχονται από χαμηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο και διέμεναν σε χωριό της επαρχίας Πάφου. Και οι δύο γονείς ήταν απόφοιτοι σχολείων μέσης εκπαίδευσης.
Η νεαρή, στα πλαίσια της κατ’ ιδίαν συζήτησης που είχε με Λειτουργό του Γραφείου μου, ανέφερε ότι ως παιδί βίωνε, από την αρχή της υιοθεσίας της, ενδοοικογενειακή βία -λεκτική, ψυχολογική και σωματική βία- και από τους δύο γονείς. Η Χ.Χ. άφησε να εννοηθεί ότι άσκηση βίας υπήρχε και από τον πατέρα της προς τη μητέρα της.
Την κακοποιούσε ο πατέρας της…
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το πόρισμα, η Χ.Χ., σε ηλικία 11 ετών ξεκίνησε να βιώνει τη σεξουαλική κακοποίηση από τον θετό της πατέρα, με αγγίγματα σεξουαλικής φύσης στο σώμα και τα γεννητικά όργανα, είσοδο στο μπάνιο την ώρα που λουζόταν το παιδί, αφαίρεση των κλειδιών από τις πόρτες καθώς και λεκτική σεξουαλική βία. H Χ.Χ. υποστήριξε ότι η σεξουαλική της κακοποίηση σταμάτησε, όταν έγινε 18 χρόνων και με τη βοήθεια των ΥΚΕ, εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία.
Κάθε φορά και χειρότερα…
Σύμφωνα με την Χ.Χ., οι επισκέψεις της Λειτουργού Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΛΥΚ) στο σπίτι τους, ήταν αραιές, παρόλο ότι, η ίδια, τηλεφωνικώς, είχε αναφέρει, σε διάφορες περιπτώσεις, προς τις ΥΚΕ κακοποίησή της (τουλάχιστον ψυχολογική, λεκτική και σωματική). Όπως ισχυρίστηκε η Χ.Χ., στις αραιές επισκέψεις της στην οικογένεια, η ΛΚΥ είχε συναντήσεις, αρχικά, με τους γονείς και στη συνέχεια με το παιδί, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όπως ανέφερε η Χ.Χ., μετά από κάθε επίσκεψη της ΛΚΥ βίωνε περισσότερη βία.
Η Χ.Χ. ανέφερε ότι, όταν ήταν 13 ετών, συγγενείς του ζεύγους παρατήρησαν, στη συμπεριφορά της σημάδια, τα οποία τους οδήγησαν να την πάρουν σε Ψυχίατρο στο Γ.Ν.Π.. Το παιδί ανάφερε την κακοποίηση την οποία βίωνε και στον Ψυχίατρο που την παρακολούθησε.
Συμπεράσματα Επιτρόπου – Αυτούσιο μέρος του πορίσματος
Μετά από αξιολόγηση του χειρισμού της υπό εξέταση περίπτωσης, εντοπίζω παραβιάσεις δικαιωμάτων της παραπονούμενης ως παιδιού, όπως αυτά κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση αλλά και από τους διάφορους ειδικούς νόμους της Δημοκρατίας που παρατέθηκαν πιο πάνω, τις οποίες καταγράφω πιο κάτω:
Οι ΥΚΕ, μέσα από τις διαδικασίες που ακολούθησαν και τις επιλογές που έκαναν, απέτυχαν να διασφαλίσουν στο πλαίσιο των διακρατικών υιοθεσιών, ένα υγιές και ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον στην τότε 8χρονη Χ.Χ..
Στην προκειμένη περίπτωση, ήξεραν ότι το παιδί, στη σχετικά μεγάλη ηλικία των 8 ετών, μετακινήθηκε σε ένα ξένο για το ίδιο, γλωσσικό και πολιτισμικό περιβάλλον και επιπρόσθετα, κουβαλούσε το βάρος της γονικής εγκατάλειψης που το υποχρέωνε να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ορφανοτροφείο. Οι ΥΚΕ, όχι μόνο δεν προσάρμοσαν τις ενέργειες και τις επιλογές στις ιδιαιτερότητες του κοριτσιού, αλλά επέδειξαν επαγγελματική αναποτελεσματικότητα, όσον αφορά την καταρχήν αξιολόγηση των γονεϊκών δεξιοτήτων και την καταλληλότητα του οικογενειακού πλαισίου στο οποίο θα τοποθετείτο το παιδί. Πέραν τούτου, οι ΥΚΕ για οκτώ και πλέον χρόνια, από τη στιγμή της ολοκλήρωσης της υιοθεσίας μέχρι που υποχρεώθηκαν να συνεργαστούν με την οικογένεια ως αποτέλεσμα της καταγγελίας του σχολείου, ουδέποτε επανήλθαν προκειμένου να αξιολογήσουν κατά πόσο η τοποθέτηση του παιδιού υπήρξε επαρκής ή/και η οικογένεια χρειαζόταν στήριξη.
Η Σύμβαση υπογραμμίζει τον κεντρικό ρόλο της οικογένειας στο πλαίσιο της κοινωνίας. φυσικό περιβάλλον για την ανάπτυξη και την ευημερία όλων των μελών της, και ιδιαίτερα των παιδιών». Παράλληλα, εναποθέτει την κύρια ευθύνη, αναφορικά με τη φροντίδα, την ανατροφή και την ανάπτυξη του παιδιού στην οικογένεια προνοώντας ότι «Η ευθύνη για την ανατροφή του παιδιού και για την ανάπτυξή του ανήκει κατά κύριο λόγο στους γονείς ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους νόμιμους κηδεμόνες του» - Άρθρο 18(1). Με τον τρόπο αυτό, η Σύμβαση, θεμελιώνει μια τριαδική σχέση ανάμεσα στο κράτος, την οικογένεια και το παιδί, ως φορέα εγγενούς αξιοπρέπειας και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων. Στη βάση της τριαδικής αυτής σχέσης, το κράτος αναλαμβάνει την ευθύνη να στηρίξει και να προωθήσει τα δικαιώματα του παιδιού είτε άμεσα, μέσα από την ανάπτυξη πολιτικών που αφορούν το παιδί και τα δικαιώματά του, είτε έμμεσα, μέσω νομοθετικών και διοικητικών μέτρων που αποσκοπούν στην ενίσχυση και την ενδυνάμωση της οικογένειας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Πολιτεία απέτυχε να ανταποκριθεί στην ευθύνη αυτή.
Η Χ.Χ. συνέχισε να βιώνει κακοποίηση και απόρριψη ως αποτέλεσμα της αδικαιολόγητης έως εγκληματικής αδράνειας των ΛΚΥ στις επανειλημμένες αναφορές της για σωματική, λεκτική, ψυχολογική και σεξουαλική βία εις βάρος της, από τους θετούς γονείς της.
- Ενώ καταγράφεται η παραδοχή των ΥΚΕ για αξιολόγηση του γονικού ρόλου των κηδεμόνων του παιδιού ως ανεπαρκή, με κακοποιητικά χαρακτηριστικά τουλάχιστον σε επίπεδο ψυχολογικό, λεκτικό και σωματικό, οι ΥΚΕ δεν προχώρησαν σε μέτρα έγκαιρης παρέμβασης στην οικογένεια, ούτε μέτρα στήριξης των μελών της οικογένειας ούτε προστασία του παιδιού από το κακοποιητικό του περιβάλλον.
- Η απαράδεκτη αδράνεια των ΥΚΕ ως προς την άμεση κινητοποίηση για προστασία του παιδιού συνεχίστηκε, παρόλο ότι ενημερώθηκαν από την ΕΨ του σχολείου για την ψυχολογική κατάσταση του παιδιού. Στην απαντητική επιστολή του ΥΠΠ αναφέρεται: «Η αρμόδιος Ε.Ψ. του Γυμνασίου, κα Μ.Ο., είχε πολύ στενή συνεργασία τόσο με την μαθήτρια όσο και με το ίδιο το σχολείο για αντιμετώπιση των σοβαρών συμπτωμάτων που παρουσίαζε όπως δυσκολίες στην επέλευση του ύπνου, ύπνο με εφιάλτες, έμμονες ιδέες, μελαγχολική διάθεση, αρνητική εικόνα εαυτού, αυτοκτονικό ιδεασμό. Στις 15/05/2009 ενημερώθηκε με γραπτό σημείωμα του Ε.Ψ. για την πιο πάνω ανησυχητική εικόνα η ΕΕΕΑΕ καθώς επίσης και το Γραφείο Ευημερίας και η Διεύθυνση του σχολείου.»
- Μετά την αναφορά για περιστατικό σωματικής βίας προς το παιδί με εμφανή σημάδια στο αριστερό της μάτι, στις 16/02/2010, η αρμόδια Λειτουργός των ΥΚΕ, η οποία ανάλαβε να το καταγγείλει την Αστυνομία, ενώ γνώριζε ότι υπήρχε ιστορικό ενδοοικογενειακής βίας, και προηγούμενη καταγγελία σεξουαλικής κακοποίησης, έκανε απλώς αναφορά, με τη δικαιολογία ότι το παιδί δεν επιθυμούσε να γίνει καταγγελία, ενώ η Αστυνομία αρκέστηκε να κάνει επίπληξη στον πατέρα. Οι ΥΚΕ αποποιήθηκαν το ρόλο τους, όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 31 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου [Ν.119(Ι)/2000, όπως έχει τροποποιηθεί].
Απουσία συνεργασίας μεταξύ των συναρμόδιων Υπηρεσιών, που προκύπτει σε αρκετά σημεία της όλης διερεύνησης. Η αναποτελεσματικότητα των ενεργειών εκ μέρους των Υπηρεσιών αντικατοπτρίζεται και στην έλλειψη διϋπηρεσιακής συνεργασίας τους. Σε αρκετά σημεία, τα οποία αναφέρονται ως ενέργειες των ΥΚΕ αυτοαναιρούνται / δεν επιβεβαιώνονται από τις ΥΨΥ ή από το ΥΠΠ, και αυτό αντανακλάται σε διάφορα στάδια της εξέλιξης της περίπτωσης - το σημείο όπου το ΥΠΠ σημειώνει ότι το παιδί έκανε αναφορά για σεξουαλική κακοποίησή του και το σχολείο προέβη σε ενημέρωση των ΥΚΕ από το 2008, ενώ οι ΥΚΕ επισημαίνουν ότι μόλις το 2013 ενημερώθηκαν για τέτοιας φύσης κακοποίηση, καθώς και το σημείο που αφορά τη διασύνδεση του παιδιού από τις ΥΚΕ με τις ΥΨΥ, μετά από αναφορές του παιδιού στο σχολείο για κακοποίησή του.
«Αδειάζει» και αστυνομία και Υπουργείο Παιδείας
«Ανεπαρκής χειρισμός εκ μέρους της Αστυνομίας στην καταγγελία του σχολείου για άσκηση ενδοοικογενειακής βίας από τον πατριό προς το παιδί. Η Αστυνομία δεν τήρησε τις ενδεδειγμένες διαδικασίες με βάση το Εγχειρίδιο Διατμηματικών Διαδικασιών για περιστατικών Βίας στην Οικογένεια, αφήνοντας απροστάτευτο το παιδί και τιμωρώντας το για την βούλησή του να καταγγείλει την κακοποίηση.
Αδυναμία του ΥΠΠ να εντοπίσει και να διασυνδέσει το παιδί με τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων, δεδομένου ότι το παιδί είχε διασυνδεθεί με την Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας από το 2003 λόγω μαθησιακών δυσκολιών. Αποκλείστηκε έτσι, μια πιθανή υποστηρικτική οδός προς το παιδί –θύμα της ενδοοικογενειακής βίας. Αναδεικνύεται, δυστυχώς, και σε αυτό το σημείο, η προβληματική συνεργασίαμεταξύ ΥΠΠ και ΥΚΕ.