Με την αντεξέταση του Διευθύνοντα Σύμβουλου της Grant Thornton συνεχίστηκε η δίκη της Λαϊκής
16:53 - 11 Δεκεμβρίου 2017
Με την αντεξέταση του Διευθύνοντα Σύμβουλου του ελεγκτικού οίκου Grant Thornton Σταύρου Ιωάννου συνεχίστηκε σήμερα η εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης εναντίον τεσσάρων υψηλόβαθμων στελεχών της πρώην Λαϊκής Τράπεζας ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι ο τότε Διευθύνων Σύμβουλος της τράπεζας Ευθύμιος Μπουλούτας, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας Μάρκος Φόρος.
Κατά την αντεξέταση του από το δικηγόρο των Μπουλούτα και Φόρου, Ανδρέα Χαβιαρά, ο κ. Ιωάννου επανέλαβε τη θέση που εξέφρασε και κατά την εξέταση του από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής ότι δηλαδή η τράπεζα διενεργούσε έλεγχο απομείωσης της υπεραξίας των εργασιών της μια φορά τον χρόνο και συγκεκριμένα στις 30 Σεπτεμβρίου. Ερωτηθείς εάν η τράπεζα προέβη σε ένα τέτοιο έλεγχο και για το τρίμηνο του 2010, ο μάρτυρας απάντησε καταφατικά.
Ο κ. Χαβιαράς κατάθεσε στη συνέχεια στο δικαστήριο ως τεκμήριο τις συνοπτικές ενδιάμεσες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας για την εννεάμηνη περίοδο που έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 2010 και ρώτησε το μάρτυρα εάν οι καταστάσεις αυτές περιλαμβάνουν οποιαδήποτε αναφορά για απομείωση υπεραξίας. Αφού εξέτασε τις καταστάσεις, ο κ. Ιωάννου απάντησε αρνητικά στην ερώτηση που του υποβλήθηκε.
Ερωτηθείς εάν μια τέτοια αναφορά περιλαμβάνεται στα ετήσια οικονομικά αποτελέσματα του 2010, ο μάρτυρας υπέδειξε προς το δικαστήριο συγκεκριμένη αναφορά που περιγράφει τη λογιστική πολιτική σε σχέση με την υπεραξία.
Ο μάρτυρας εξήγησε ότι οι ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις δεν περιλαμβάνουν όλες τις λεπτομέρειες, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ετήσια οικονομικά αποτελέσματα, προσθέτοντας ότι δεν θυμάται πότε ακριβώς έγινε ο έλεγχος απομείωσης κατά την περίοδο μεταξύ της ανακοίνωσης των ενδιάμεσων λογαριασμών και των τελικών οικονομικών αποτελεσμάτων.
Ερωτηθείς εάν γνωρίζει ότι το 2011 όλες οι ελληνικές τράπεζες στα οικονομικά αποτελέσματα του εννιαμήνου δεν προέβησαν σε λογιστική απεικόνιση των ζημιών που θα προέκυπταν από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων, γνωστό ως PSI, ο μάρτυρας είπε ότι από όσο θυμάται οι ελληνικές τράπεζες στην Ελλάδα είχαν αποφασίσει να υπολογίσουν πιθανές ζημιές που θα προέκυπταν με το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων.
Είπε επίσης ότι οι όροι και οι παράμετροι του PSI δεν είχαν ανακοινωθεί τον Οκτώβριο του 2011, ενώ συμφώνησε με την υποβολή του κ. Χαβιαρά ότι χρειάζεται κάποια προπαίδεια για να μπορεί κάποιος να διαβάσει και να καταλάβει τις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών στην ολότητα τους.
Επανέλαβε επίσης τη θέση που διατύπωσε και στην εξέταση του ότι η υπεραξία δεν επηρεάζει την κεφαλαιακή επάρκεια ούτε τη δυνατότητα της τράπεζας να αντλήσει ρευστότητα ή κεφάλαια και όσοι μπορούν να διαβάζουν τις οικονομικές καταστάσεις μπορούν να αντιληφθούν τη διαφορά της ζημιάς από εργασίες ή ζημιάς από απομείωση, ανέφερε.
Διευκρίνισε ότι με τη θέση του αυτή αναφερόταν συγκεκριμένα σε θεσμικούς επενδυτές και αναλυτές οι οποίοι θα πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζουν ότι η υπεραξία ή η απομείωση της υπεραξίας δεν επηρεάζει την κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας και ούτε μπορεί η τράπεζα να αντλήσει ρευστότητα με βάση την υπεραξία.
Ο μάρτυρας συμφώνησε με την υποβολή ότι η οικονομική διεύθυνση της τράπεζας έπρεπε να συλλέξει στοιχεία με ακρίβεια να τα επεξεργαστεί με τους εξωτερικούς ελεγκτές και να τα υποβάλει στο ΔΣ μια συμβουλευτική έκθεση για το θέμα της απομείωσης της υπεραξίας, σημειώνοντας ότι δεν θυμόταν εάν τους είχε δοθεί μια τέτοια έκθεση μετά το 2010. Είπε επίσης ότι δεν κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην ετοιμασία μιας τέτοιας έκθεσης.
Συμφώνησε επίσης με την υποβολή ότι το 2010 οι εξωτερικοί ελεγκτές δέχθηκαν το χειρισμό που έκαμε η τράπεζα στο θέμα της απομείωσης της υπεραξίας, ξεκαθαρίζοντας ότι οι παράμετροι που είχαν χρησιμοποιηθεί από την τράπεζα ήταν εύλογοι και «γι΄αυτό και δεχθήκαμε τη θέση της τράπεζας για την απομείωση».
Το 2011 δεν άλλαξε αυτό το μοντέλο, ανέφερε, προσθέτοντας ότι είχαν δεχθεί τη θέση της οικονομικής διεύθυνσης της τράπεζας ότι «το τοπίο στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2011 σε σχέση με το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων- που θεωρείτο ένα πολύ σημαντικό θέμα που επηρέαζε και την απομείωση - ήταν θολό και δεν είχε ολοκληρωθεί και υπήρχαν 4 επιλογές σε σχέση με τα ομόλογα». Είπε επίσης ότι μια από αυτές τις επιλογές προέβλεπε και κέρδος για την τράπεζα γι’ αυτό και αποφασίστηκε, πρόσθεσε, όπως ο έλεγχος της απομείωσης γίνει το Σεπτέμβριο του 2011 «που τα πράγματα θα ήταν πιο ξεκάθαρα».
Ερωτηθείς σχετικά με τη θέση που διατύπωσε στη κατάθεση του σύμφωνα με την οποία η ετήσια εξέταση της απομείωσης είναι «μια διαδικασία ιδιαίτερα υποκειμενική», ο κ. Ιωάννου επανέλαβε την ίδια θέση περί της υποκειμενικότητας των συμπερασμάτων του ελέγχου της απομείωσης.
Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του, ο μάρτυρας επανέλαβε τη θέση που διατύπωσε και στην ανακριτική του κατάθεση, σύμφωνα με την οποία εάν υπήρχε τεκμηριωμένη ζημιά από την απομείωση της υπεραξίας τότε αυτή θα έπρεπε να καταγραφεί στα οικονομικά αποτελέσματα, προσθέτοντας ότι για να γίνει ο έλεγχος απομείωσης θα πρέπει να είναι γνωστοί όλοι οι παράμετροι.
Οι υπόλοιποι συνήγοροι υπεράσπισης υιοθέτησαν πλήρως την αντεξέταση του κ. Χαβιαρά και έτσι δεν χρειάστηκε να αντεξέτασαν το μάρτυρα. Η δίκη θα συνεχιστεί την ερχόμενη Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου στις 9 το πρωί με νέο μάρτυρα κατηγορίας.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι ο τότε Διευθύνων Σύμβουλος της τράπεζας Ευθύμιος Μπουλούτας, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας Μάρκος Φόρος.
Κατά την αντεξέταση του από το δικηγόρο των Μπουλούτα και Φόρου, Ανδρέα Χαβιαρά, ο κ. Ιωάννου επανέλαβε τη θέση που εξέφρασε και κατά την εξέταση του από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής ότι δηλαδή η τράπεζα διενεργούσε έλεγχο απομείωσης της υπεραξίας των εργασιών της μια φορά τον χρόνο και συγκεκριμένα στις 30 Σεπτεμβρίου. Ερωτηθείς εάν η τράπεζα προέβη σε ένα τέτοιο έλεγχο και για το τρίμηνο του 2010, ο μάρτυρας απάντησε καταφατικά.
Ο κ. Χαβιαράς κατάθεσε στη συνέχεια στο δικαστήριο ως τεκμήριο τις συνοπτικές ενδιάμεσες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας για την εννεάμηνη περίοδο που έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 2010 και ρώτησε το μάρτυρα εάν οι καταστάσεις αυτές περιλαμβάνουν οποιαδήποτε αναφορά για απομείωση υπεραξίας. Αφού εξέτασε τις καταστάσεις, ο κ. Ιωάννου απάντησε αρνητικά στην ερώτηση που του υποβλήθηκε.
Ερωτηθείς εάν μια τέτοια αναφορά περιλαμβάνεται στα ετήσια οικονομικά αποτελέσματα του 2010, ο μάρτυρας υπέδειξε προς το δικαστήριο συγκεκριμένη αναφορά που περιγράφει τη λογιστική πολιτική σε σχέση με την υπεραξία.
Ο μάρτυρας εξήγησε ότι οι ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις δεν περιλαμβάνουν όλες τις λεπτομέρειες, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ετήσια οικονομικά αποτελέσματα, προσθέτοντας ότι δεν θυμάται πότε ακριβώς έγινε ο έλεγχος απομείωσης κατά την περίοδο μεταξύ της ανακοίνωσης των ενδιάμεσων λογαριασμών και των τελικών οικονομικών αποτελεσμάτων.
Ερωτηθείς εάν γνωρίζει ότι το 2011 όλες οι ελληνικές τράπεζες στα οικονομικά αποτελέσματα του εννιαμήνου δεν προέβησαν σε λογιστική απεικόνιση των ζημιών που θα προέκυπταν από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων, γνωστό ως PSI, ο μάρτυρας είπε ότι από όσο θυμάται οι ελληνικές τράπεζες στην Ελλάδα είχαν αποφασίσει να υπολογίσουν πιθανές ζημιές που θα προέκυπταν με το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων.
Είπε επίσης ότι οι όροι και οι παράμετροι του PSI δεν είχαν ανακοινωθεί τον Οκτώβριο του 2011, ενώ συμφώνησε με την υποβολή του κ. Χαβιαρά ότι χρειάζεται κάποια προπαίδεια για να μπορεί κάποιος να διαβάσει και να καταλάβει τις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών στην ολότητα τους.
Επανέλαβε επίσης τη θέση που διατύπωσε και στην εξέταση του ότι η υπεραξία δεν επηρεάζει την κεφαλαιακή επάρκεια ούτε τη δυνατότητα της τράπεζας να αντλήσει ρευστότητα ή κεφάλαια και όσοι μπορούν να διαβάζουν τις οικονομικές καταστάσεις μπορούν να αντιληφθούν τη διαφορά της ζημιάς από εργασίες ή ζημιάς από απομείωση, ανέφερε.
Διευκρίνισε ότι με τη θέση του αυτή αναφερόταν συγκεκριμένα σε θεσμικούς επενδυτές και αναλυτές οι οποίοι θα πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζουν ότι η υπεραξία ή η απομείωση της υπεραξίας δεν επηρεάζει την κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας και ούτε μπορεί η τράπεζα να αντλήσει ρευστότητα με βάση την υπεραξία.
Ο μάρτυρας συμφώνησε με την υποβολή ότι η οικονομική διεύθυνση της τράπεζας έπρεπε να συλλέξει στοιχεία με ακρίβεια να τα επεξεργαστεί με τους εξωτερικούς ελεγκτές και να τα υποβάλει στο ΔΣ μια συμβουλευτική έκθεση για το θέμα της απομείωσης της υπεραξίας, σημειώνοντας ότι δεν θυμόταν εάν τους είχε δοθεί μια τέτοια έκθεση μετά το 2010. Είπε επίσης ότι δεν κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην ετοιμασία μιας τέτοιας έκθεσης.
Συμφώνησε επίσης με την υποβολή ότι το 2010 οι εξωτερικοί ελεγκτές δέχθηκαν το χειρισμό που έκαμε η τράπεζα στο θέμα της απομείωσης της υπεραξίας, ξεκαθαρίζοντας ότι οι παράμετροι που είχαν χρησιμοποιηθεί από την τράπεζα ήταν εύλογοι και «γι΄αυτό και δεχθήκαμε τη θέση της τράπεζας για την απομείωση».
Το 2011 δεν άλλαξε αυτό το μοντέλο, ανέφερε, προσθέτοντας ότι είχαν δεχθεί τη θέση της οικονομικής διεύθυνσης της τράπεζας ότι «το τοπίο στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2011 σε σχέση με το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων- που θεωρείτο ένα πολύ σημαντικό θέμα που επηρέαζε και την απομείωση - ήταν θολό και δεν είχε ολοκληρωθεί και υπήρχαν 4 επιλογές σε σχέση με τα ομόλογα». Είπε επίσης ότι μια από αυτές τις επιλογές προέβλεπε και κέρδος για την τράπεζα γι’ αυτό και αποφασίστηκε, πρόσθεσε, όπως ο έλεγχος της απομείωσης γίνει το Σεπτέμβριο του 2011 «που τα πράγματα θα ήταν πιο ξεκάθαρα».
Ερωτηθείς σχετικά με τη θέση που διατύπωσε στη κατάθεση του σύμφωνα με την οποία η ετήσια εξέταση της απομείωσης είναι «μια διαδικασία ιδιαίτερα υποκειμενική», ο κ. Ιωάννου επανέλαβε την ίδια θέση περί της υποκειμενικότητας των συμπερασμάτων του ελέγχου της απομείωσης.
Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του, ο μάρτυρας επανέλαβε τη θέση που διατύπωσε και στην ανακριτική του κατάθεση, σύμφωνα με την οποία εάν υπήρχε τεκμηριωμένη ζημιά από την απομείωση της υπεραξίας τότε αυτή θα έπρεπε να καταγραφεί στα οικονομικά αποτελέσματα, προσθέτοντας ότι για να γίνει ο έλεγχος απομείωσης θα πρέπει να είναι γνωστοί όλοι οι παράμετροι.
Οι υπόλοιποι συνήγοροι υπεράσπισης υιοθέτησαν πλήρως την αντεξέταση του κ. Χαβιαρά και έτσι δεν χρειάστηκε να αντεξέτασαν το μάρτυρα. Η δίκη θα συνεχιστεί την ερχόμενη Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου στις 9 το πρωί με νέο μάρτυρα κατηγορίας.
Οι κατηγορίες
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες, η πρώτη για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και η δεύτερη για το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης.
Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, χειραγώγησαν την αγορά. Δηλαδή, ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, διέδωσαν πληροφορίες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο κοινό που έδιναν παραπλανητικές ενδείξεις. Δηλαδή, ενώ γνώριζαν ότι υπήρξε απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα (Marfin Egnatia Bank), η οποία ανερχόταν στα €330 εκ. τουλάχιστον, παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.
Κατηγορούνται, επίσης, ότι με την με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, και ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, προέβησαν σε παραπλανητική ανακοίνωση. Δηλαδή, στις 29/11/11 δημοσιοποίησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου τη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011, αποκρύβοντας την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της εταιρείας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.