Όταν δικαστικές αίθουσες βάφτηκαν με αίμα
13:24 - 30 Νοεμβρίου 2017
Χθες ο πλανήτης έγινε μάρτυρας μιας ετυμηγορίας, στην οποία η ποινή ήταν ο θάνατος, αλλά αντί να εκφωνηθεί από τον δικαστή, ανακοινώθηκε και εκτελέστηκε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο.
Με δυο λόγια και μια κίνηση-σοκ ο πρώην Κροατοβόσνιος στρατηγός Σλόμπονταν Πράλιακ έγραψε μόνος του τον επίλογο της πολύκροτης δίκης και καταδίκης του από το διεθνές δικαστήριο της Χάγης.
Η 20ετής κάθειρξη που επικύρωσε χθες ο δικαστής του διεθνούς δικαστηρίου έμεινε γράμμα κενό, στον απόηχο της αυτοκτονίας του πρώην στρατηγού, που ενώπιον κοινού και δικαστών ήπιε το δικό του…. Κώνειο.
Αυτή όμως δεν ήταν η πρώτη και ούτε πρόκειται να είναι και η τελευταία φορά, που θύματα ή δράστες παίρνουν το νόμο στα χέρια τους και εκτελούν την ποινή που ο προσωπικός ηθικός κώδικας του καθενός επιβάλλει.
Κάνοντας μία αναδρομή στο μακρινό, αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν, μαζέψαμε μερικές από τις χαρακτηριστικότερες υποθέσεις που έμειναν στην ιστορία για το αιματηρό τέλος τους, το οποίο έμελλε να διαδραματιστεί μέσα στις δικαστικές αίθουσες.
“Από το ζην καλύτερο το ευ ζην”
Αν και ο Σωκράτης ήπιε το Κώνειο στη φυλακή και όχι μέσα στο δικαστήριο που τον καταδίκασε εις θάνατο, δεν παύει η ιστορία του να απασχολεί μέχρι και σήμερα, ιστορικούς και νομικούς κύκλους.
Κατά το έθιμο, δεν επιτρεπόταν καμία εκτέλεση ποινής όσο έλειπε η Πάραλος, το ιερό πλοίο της πόλης, που βρισκόταν εκείνη την περίοδο στη Δήλο για τις γιορτές του Απόλλωνα και καθυστερούσε να επιστρέψει λόγω θαλασσοταραχής.
Στη διάρκεια της κράτησής του, και ως την τελευταία στιγμή, ο Σωκράτης αντιστάθηκε στις προσπάθειες των φίλων του να τον πείσουν να αποδράσει. Όπως περιγράφει και ο Πλάτωνας στο «Κρίτων», ο Σωκράτης πίστευε πως το γεγονός ότι αδικήθηκε από τους συμπολίτες του δεν αποτελούσε δικαιολογία για να διαπράξει αδικία εναντίον των νόμων της πόλης του.
Στην έσχατη προσπάθεια του Κρίτωνα, που τον ικετεύει να δεχθεί να τον φυγαδεύσουν, ο Σωκράτης επιχειρηματολογεί και τονίζει, πως σημασία δεν έχει το ζείν αλλά το ευ ζείν: «ἀλλ’, ὦ θαυμάσιε, οὗτός τε ὁ λόγος ὃν διεληλύθαμεν ἔμοιγε δοκεῖ ἔτι ὅμοιος εἶναι καὶ πρότερον: καὶ τόνδε δὲ αὖ σκόπει εἰ ἔτι μένει ἡμῖν ἢ οὔ, ὅτι οὐ τὸ ζῆν περὶ πλείστου ποιητέον ἀλλὰ τὸ εὖ ζῆν», και απορρίπτει κάθε ενέργεια που θα τον έκανε ανάξιο των θεών, των νόμων, της πολιτείας, των φίλων, της οικογένειας, του εαυτού του και των αξιών που δίδασκε σ’ όλη του την ζωή. Έτσι, ήπιε ψύχραιμα το κώνειο, συζητώντας με τους φίλους του για την αθανασία της ψυχής και πέθανε μέσα στο κελί του δεσμωτηρίου.
Η δίκη των δοσίλογων
Κρήτη 1947 και στο Δικαστήριο Δοσίλογων Ηρακλείου διεξάγεται η δίκη του προδότη Μαγιάση, για την εκτέλεση του Μιχαήλ Βρέντζου από τ’ Ανώγεια που είχε κάνει ο ίδιος στη Νίδα.
Κατά την ώρα της συνεδριάσεως στις 11.30΄ περίπου και ενώ εξεταζόταν ο μάρτυρας κατηγορίας και αδελφός του εκτελεσθέντος, Γεώργιος Βρέντζος, γύρισε και κτύπησε δυο φορές με μαχαίρι τον κατηγορούμενο δοσίλογο στην κοιλιακή χώρα. Αμέσως δε κατέθεσε στην έδρα του δικαστηρίου το μαχαίρι και παραδόθηκε στη φρουρά της αίθουσας. Ο Μαγιάσης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο με βαρύτατα τραύματα όπου και υπέκυψε.
Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες δεν εκδόθηκαν λόγω της αργίας της Πρωτομαγιάς. Τη μεθεπόμενη, 3 Μαΐου, η συνέχεια της είδησης δημοσιεύτηκε με πολύ λίγες λέξεις:
«Ο τραυματισθείς στο δικαστήριο την Τετάρτη προδότης Μαγιάσης πέθανε το απόγευμα της ίδιας μέρας».
Το ίδιο λιτή ήταν και η «Ελεύθερη Κρήτη». Στο φύλλο της 2 Μαΐου τυ 1947: έγραφε:
«Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΜΑΓΙΑΣΗΣ ΥΠΕΚΥΨΕ.
Ο τραυματισθείς προχθές στο δικαστήριο κατά την ώρα της δίκης του, προδότης Μαγιάσης, υπέκυψε στο τραύμα του ύστερα από λίγες ώρες».
Κάπως έτσι γραφόταν ο επίλογος μιας ιστορίας από αυτές που σημάδεψαν το μεταπολεμικό σκηνικό στην Κρήτη.
“Ξαλάφρωσα, αγαλλίασε η ψυχή μου… “
«Ξαλάφρωσα, αγαλλίασε η ψυχή μου». Αυτά είναι τα λόγια του Γιάννη Παπαδόσηφου, αμέσως μόλις σκότωσε τον φονιά του γιού του.
Μέσα στην αίθουσα που διεξαγόταν η δίκη το 1983 ο ίδιος ο πατέρας του θύματος αποφάσισε να πάρει το νόμο στα χέρια του και να αποδώσει τη δικαιοσύνη που ο ίδιος ήξερε.
Λίγο μετά το περιστατικό ένας πατέρας, που είχαν δολοφονήσει το γιο του, πλησίασε τον Παπαδόσηφο και του είπε: «Εσύ ξαλάφρωσες…».
Όταν το Στρατοδικείο βάφτηκε με αίμα
1η Απριλίου του 1993 και ο Αθανάσιος Ντρούζος σκοτώνει μέσα στο Στρατοδικείο του Ρουφ τους δικηγόρους Δημοσθένη Αβράμη και Χρήστο Μπάκα, τραυματίζει πέντε ακόμη στρατιωτικούς δικαστές και ιδιώτες και στη συνέχεια αυτοκτονεί.
Κάπως έτσι γράφτηκε το τέλος της δίκης του υποσμηναγού Δημήτρη Καρούπη - ο οποίος τραυματίστηκε από τα πυρά του ενόπλου- που νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 21 Ιουλίου, είχε παρασύρει και σκοτώσει με το αυτοκίνητό του στη Χαλκίδα πέντε παιδιά ηλικίας από 16 ως 18 ετών, ανάμεσα στα οποία και το μοναχοπαίδι του δράστη και αυτόχειρα.
Η μάνα που πήρε εκδίκηση για το παιδί της
Το 2012 μια 37χρονη τσιγγάνα πήρε το νόμο στα χέρια της, πυροβολώντας και σκοτώνοντας τον φονιά του γιου της μέσα στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων.
Το πρωτοφανές φονικό συνέβη λίγο μετά τις εννέα και μισή το πρωί στο γραφείο της ανακρίτριας στον πρώτο όροφο του κτιρίου 9 των δικαστηρίων. Ένας 33χρονος τσιγγάνος και ο 25χρονος αδελφός του είχαν οδηγηθεί στο γραφείο της ανακρίτριας για συμπληρωματική κατάθεση, κατηγορούμενοι για το φόνο ενός 19χρονου παιδιού.
Η 37χρονη Αντωνία Κίτσα μητέρα του τσιγγανόπουλου, είχε καταφέρει να περάσει ένα όπλο μέσα στα δικαστήρια. Ανέβηκε στον πρώτο όροφο του κτιρίου 9, πάτησε 15 φορές τη σκανδάλη και σκότωσε μπροστά στα μάτια της ανακρίτρια, τον δολοφόνο του γιου της Μανώλη Κίτσα, ενώ τραυμάτισε τον αδελφό του Γιώργο Θεοδώρου.
Ένα χρόνο νωρίτερα ο 19χρονος τότε γιος της 37χρονης Αντωνίας Κίτσα, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον 14χρονο γιο του θύματος Μανώλη Κίτσα. Το ίδιο βράδυ στον καταυλισμό των τσιγγάνων έγιναν συμπλοκές κατά τη διάρκεια των οποίων δολοφονήθηκε ο γιος της Αντωνίας Κίτσα. Η δολοφονία αποδόθηκε στο θύμα και τον αδελφό του.
Άγνωστο παρέμεινε ωστόσο, το πώς η γυναίκα κατάφερε να περάσει το όπλο μέσα στα κτίρια της Ευελπίδων, δεδομένου ότι όλοι οι εισερχόμενοι στα δικαστήρια περνούν από έλεγχο και τα αντικείμενά τους ελέγχονται από ανιχνευτή μετάλλων.
Η βουτιά θανάτου που παιδεραστή
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στην Κομητεία Μαχόνινγκ των ΗΠΑ, ένας 48χρονος άνδρας κατηγορούμενος για τον βιασμό νεός 10χρονου κοριτσιού και την εν ψυχρώ δολοφονία εκείνης και των παππούδων της, έθεσε τέρμα στη ζωή του μέσα στο δικαστήριο, κίνηση που καταγράφηκε από τις κάμερες ασφαλείας και έκανε μέσα σε λίγα λεπτά τον γύρο του κόσμου.
Ο Robert Seman Jr επρόκειτο να δικαστεί τον περασμένο Απρίλιο για τον εμπρησμό που φέρεται να διέπραξε τον Μάρτιο του 2015, όταν έκαψε ζωντανούς το κορίτσι και τους παππούδες της, προκειμένου να μην καταγγείλουν τον κατ' επανάληψη βιασμό της ανήλικης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει η Εισαγγελία, ο Seman βίαζε την 10χρονη επί σειρά ετών, χωρίς να το γνωρίζει η μητέρα της με την οποία διατηρούσε σχέση. Όταν το έμαθε η γυναίκα, μετακόμισε από το σπίτι του στους γονείς της, ωστόσο αργότερα - άγνωστο για ποιο λόγο - επέστρεψε ξανά στον φίλο της. Ο ίδιος, βλέποντας ότι οι παππούδες της μικρής ήταν αποφασισμένοι να τον καταγγείλουν στην αστυνομία, φέρεται να έβαλε φωτιά στο σπίτι τους και να τους έκαψε ζωντανούς.
Στο βίντεο που έδωσαν οι τοπικές αρχές στη δημοσιότητα, ο Seman εμφανίζεται να περπατάει στον διάδρομο του τέταρτου ορόφου του δικαστηρίου συνοδεία δύο αστυνομικών και κατόπιν να επιβραδύνει το βήμα του και να πηδάει από το μπαλκόνι στο κενό, χωρίς να προλάβει κανείς να τον σταματήσει.